Μόλις δύο εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας απέναντι στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, αυτό που ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε προβλέψει ως «στρατιωτικό πικ-νικ» στο αλβανικό μέτωπο είχε εξελιχθεί σε πανωλεθρία για τα στρατεύματα του.
Οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν μόνο αποκρούσει την ιταλική εισβολή, αλλά από τα μέσα Νοεμβρίου κι έπειτα πέρασαν στην αντεπίθεση, τρέποντας τον εχθρό σε υποχώρηση. Εξοργισμένος από την αποτελμάτωση της επιχείρησης, ο Μουσολίνι ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας στις 9 Νοεμβρίου, αντικαθιστώντας την ηγεσία και πολλούς αξιωματικούς σε νευραλγικές θέσεις. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο νέος διοικητής Ουμπάλντο Σόντου διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας, σαλπίζοντας με κάθε επισημότητα την αποτυχία της εισβολής.
Όταν οι αμυνόμενοι έγιναν επιτιθέμενοι, σχεδόν όλη η βόρεια Αλβανία πέρασε σε ελληνικά χέρια. Την κατάληψη της Κορυτσάς στις 22 Νοεμβρίου ακολούθησε γενική επίθεση σε όλο το μήκος του μετώπου και έως τις αρχές του ’41 οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από τους Αγίους Σαράντα, το Πόγραδετς, το Αργυρόκαστρο και τη Χειμάρρα. Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων όμως σταμάτησε στα τέλη του Ιανουαρίου λόγω της βαρυχειμωνιάς, των ανεπαρκών μεταφορικών μέσων (απομάκρυνση από τα κέντρα ανεφοδιασμού) και της σθεναρής ιταλικής αντίστασης. Φυσικά ο αντικειμενικός στόχος είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Το μέτωπο είχε μετακινηθεί περίπου 60 χιλιόμετρα προς βορρά, σε εδάφη που πριν την έναρξη του πολέμου κατείχε ο εχθρός. Το γόητρο της φασιστικής Ιταλίας είχε συντριβεί και μαζί είχε καταρριφθεί ο μύθος του ανίκητου Άξονα, που βίωσε την πρώτη (εκκωφαντική) αποτυχία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Μουσολίνι δεν ήταν βέβαια ακόμα έτοιμος να συμβιβαστεί με την ταπεινωτική ήττα και – με τους δύο αντιπάλους καθηλωμένους για περίπου ένα μήνα στις θέσεις τους – σχεδίασε την επιχείρηση «Primavera» (Άνοιξη). Η πολυδιαφημισμένη «εαρινή επίθεση» προοριζόταν να αποκαταστήσει το στρατιωτικό φιάσκο και να καθαρίσει το… κούτελο του Ντούτσε, που ένιωθε (και ήταν) εκτεθειμένος απέναντι στους συμμάχους, Γερμανούς. Ο Μουσολίνι είχε ενημερωθεί για την πρόθεση του Χίτλερ να εισβάλει τον Απρίλιο στην Ελλάδα και ήθελε πάση θυσία να προλάβει τις εξελίξεις.
Η αποτυχία φορτώθηκε ξανά στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού και ο Σόντου αντικαταστάθηκε από τον στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο, ενόψει της ιταλικής αντεπίθεσης. Η άνοιξη θεωρήθηκε ιδανική εποχή καθώς υποχωρούσε το χιόνι στο αλβανικό μέτωπο, παράγοντας που οι Ιταλοί υποστήριζαν ότι τους εμπόδιζε στην προέλαση. Για να στείλει ο Ντούτσε το μήνυμα της σημασίας που είχε για τη χώρα του η επιχείρηση αποφάσισε να τη διευθύνει από κοντά: στις 2 Μαρτίου μετέβη στα Τίρανα από το Μπάρι, ενώ τις επόμενες ημέρες επισκέφθηκε όλες τις μεραρχίες του μετώπου και διέμεινε μαζί με στρατιώτες και αξιωματικούς, προσπαθώντας να τους ανυψώσει το ηθικό.
Παράλληλα δόθηκε η διαταγή για μια κολοσσιαία μετακίνηση στρατευμάτων. Οι ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία ενισχύθηκαν με πρόσθετες μεραρχίες, που έφθασαν την παραμονή της επίθεσης στις 25, έναντι των 12 που θα παρέτασσε η Ελλάδα.
Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος και το επιτελείο του είχαν πολύ καλή πληροφόρηση για τις κινήσεις των Ιταλών από τη βρετανική Ιντέλιτζενς Σέρβις. Δεν ήταν εφικτό να μετακινήσουν περισσότερες δυνάμεις στο μέτωπο, γιατί έπρεπε να ενισχυθεί και η μακεδονική μεθόριος, λόγω της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης. Το επιτελείο πόνταρε πολύ στο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών, που παρέμενε ακμαιότατο, όπως και στις πρώτες μέρες του πολέμου.
Η επίθεση ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου του 1941. Στις 4:30 π.μ. εκείνης της μέρας ο Μουσολίνι έλαβε θέση στο προκεχωρημένο παρατηρητήριο της Ρεχόβα για να παρακολουθήσει ως άλλος Ξέρξης το θρίαμβο των στρατιωτών του. Ποτέ άλλοτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν βρέθηκε ένας ηγέτης τόσο κοντά στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Στις 6:30 το πρωί ο Ντούτσε δίνει το σύνθημα της επίθεσης, που ξεκινά με μπαράζ πυροβολικού κατά των ελληνικών θέσεων σε όλο το μήκος του μετώπου. Αντικειμενικός στόχος η κατάληψη της Κλεισούρας και των υψωμάτων 709, 731 και 1260, που θα άνοιγε το δρόμο για την προέλαση προς Γιάννενα. Το πιο νευραλγικό «οχυρό» από στρατηγικής άποψης ήταν το ύψωμα 731 – κλειδί της όλης τοποθεσίας, στον κεντρικό τομέα του αλβανικού μετώπου. Βρίσκεται στην Αλβανία, περί τα 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας και εκεί γράφτηκε ουσιαστικά ο κολοφώνας της εποποιίας των ελληνικών στρατευμάτων. Στο ύψωμα του βουνού Τρεμπεσίνα δόθηκε η σημαντικότερη και πιο φονική μάχη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Οι ελληνικές θέσεις σφυροκοπήθηκαν λυσσαλέα από υπέρτερες δυνάμεις, αλλά παρά τις βαρύτατες απώλειες κατάφεραν να προκαλέσουν πολύ μεγαλύτερες στον εχθρό. Τηρώντας μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός τους τη διαταγή του ηρωικού ταγματάρχη Δημήτρη Κασλά, επικεφαλής της στρατιωτικής δύναμης που υπερασπιζόταν το ύψωμα. «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρι εσχάτων. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Πάντες θα αποθάνωσι επί των θέσεών των».
Από τις 9 έως τις 19 Μαρτίου οι υπερασπιστές του υψώματος δέχθηκαν πάνω από 18 επιθέσεις από τους Ιταλούς. Τριακόσια πυροβόλα το σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα με βλήματα πυροβολικού διαφόρων διαμετρημάτων. Ήταν τόσα πολλά τα πυρά που εκτοξεύτηκαν, που το ύψωμα μετά τις μάχες μειώθηκε κατά 5 μέτρα και σήμερα αναφέρεται στους χάρτες σαν ύψωμα 726 και όχι 731, καθώς το υψόμετρο καθορίζει την ονομασία τους. Σύμφωνα με τα Αρχεία Στρατού, έπεσαν 100.000 βλήματα μέσα στις δύο πρώτες ώρες. Σε μισή ώρα δεν είχε μείνει δέντρο όρθιο στην κορυφή, σε μιάμιση ώρα τα πάντα ανασκάφτηκαν και σε δύο ώρες το ύψωμα είχε ρημαχτεί ολοσχερώς.
Οι ιστορικές αναφορές κάνουν λόγο για στιγμές φρίκης, αλλά και απαράμιλλου ηρωισμού. «Το κανονίδι τώρα είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί», αναφέρει ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης, ο οποίος πολέμησε το 1940 στο αλβανικό μέτωπο. «Τ’ ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου. Τα ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν, όμως, το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού. Στις 6 τ’ απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χίμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στο θρύλο».
Για το ύψωμα 731 και τις μάχες που έγιναν από 9-24 Μαρτίου έχουν γράψει πολλοί Έλληνες και ξένοι, στρατιωτικοί και μη, εχθροί και φίλοι, εκφράζοντας τον θαυμασμό τους. Η νεότερη ιστορία το ονομάζει «Νέες Θερμοπύλες», εγράφη δε και ειδικός Θούριος ως εμβατήριο του Στρατού. Απέκτησε θρυλική διάσταση και είναι γραμμένο στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα. Οι στρατιώτες το ονόμασαν «Γολγοθά», γιατί, ενώ με την έναρξη των εχθροπραξιών ήταν γεμάτο καστανιές, στο τέλος δεν έμεινε κανένα δέντρο και είχε τροποποιηθεί η γεωλογική μορφή του.
Οι αλλεπάλληλες εφορμήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των στρατηγικών υψωμάτων γύρω από την Κλεισούρα συνετρίβησαν πάνω σε «τοίχο». Το πρωί της 22ας Μαρτίου ένας τσακισμένος και ταπεινωμένος Μουσολίνι έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη. Ο στρατός του είχε υποστεί πανωλεθρία, με 12.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες. Πάντα σύμφωνα με τις ιστορικές εκτιμήσεις, οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε περίπου 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες.
Το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε, ως γνωστόν, αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα από τις 6 Απριλίου 1941. Η Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να αποκρούσει τη συνδυαστική επίθεση Γερμανών και Ιταλών, είχε προλάβει όμως να «διδάξει» σε όλο τον κόσμο ότι ο Άξονας δεν ήταν ανίκητος.