Η ιστορία του ελληνικού κρασιού καλύπτει μία εξαιρετικά μεγάλη χρονική περίοδο, τη μεγαλύτερη παγκοσμίως, όσον αφορά τη συνεχόμενη καλλιέργεια του αμπελιού και τη διαχρονική παραγωγή οίνων.
Η αμπελοκαλλιέργεια στον ελλαδικό χώρο αποτελεί αρχέγονη ανθρώπινη δραστηριότητα και θεωρείται δεδομένη στους Προϊστορικούς χρόνους. Ένα από τα ορόσημα σε αυτή τη διαδρομή χιλιετιών είναι η υλοποίηση του οράματος μιας οικογένειας που άνοιξε το δρόμο για τον εκσυγχρονισμό της διαδικασίας παραγωγής και εμπορίας, βάζοντας το εμφιαλωμένο κρασί στο ελληνικό τραπέζι.
Λίγοι γηγενείς αγάπησαν τον αμπελώνα και τα «δώρα» που αυτός προσφέρει όσο ένας αγρότης από το ελληνοκρατούμενο Σιδηροχώρι (ή Σαμμακόβι όπως το έλεγα οι ντόπιοι), ένα πλούσιο κεφαλοχώρι της Ανατολικής Θράκης. Το όνομα αυτού, Γιώργος Τσάνταλης. Το Σαμμάκοβι εξελίχθηκε σε μια πολύπαθη γη για τους Έλληνες εποίκους (από εκεί καταγόταν και ο Λεωνίδας Κύρκος), λόγω των διωγμών που υπέστησαν από Βούλγαρους και Οθωμανούς. Μετά τη συνθήκη των Σεβρών πολλοί εκτοπισμένοι επέστρεψαν στις εστίες τους, αλλά έφυγαν οριστικά ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών το 1922.
Ο Γιώργος Τσάνταλης είχε ξεκινήσει από τα 1890 να ασχολείται με την παραγωγή χυμών από τα σταφύλια. Έγινε ο πιο σημαντικός αμπελουργός της περιοχής, παράγοντας κρασί, τσίπουρο και ούζο και μεταδίδοντας το μεράκι του στα πέντε παιδιά του και δη στον γεννηθέντα το 1913, Ευάγγελο.
«Όταν μάθαμε πως έρχονται οι Τούρκοι να κατοικήσουν στον τόπο μας, είπαμε με τον μεγαλύτερο αδελφό μου τον Θεόδωρο να δηλητηριάσουμε το κρασί που ωρίμαζε στο υπόγειο του σπιτιού. Σαν το ‘μαθε όμως η μάνα μου, αντέδρασε. Δεν ήθελε να πάρουμε τέτοιο κρίμα στο λαιμό μας! Το μόνο που κάναμε λοιπόν, ήταν να ανοίξουμε τα βαρέλια των 30.000 οκάδων για να τρέξουν τα κρασιά στο δρόμο και να μη τα βρουν οι Τούρκοι. Εν τέλει, πλημμύρισε όλη η πλατεία», θα έλεγε δεκαετίες μετά ο Ευάγγελος Τσάνταλης, ο οποίος μπορεί να ξεριζώθηκε από τον τόπο του, δεν εγκατέλειψε όμως τη φιλοδοξία του να επεκτείνει αυτό που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του και εν τέλει να κάνει το όνομα της οικογένειας συνώνυμο της αμπελουργίας.
Φορτώνοντας τα υπάρχοντά τους σε έναν ξύλινο αραμπά και παίρνοντας στο δρόμο της προσφυγιάς μαζί τους ένα βόδι, ο Γιώργος Τσάνταλης, η γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους μετακινήθηκαν αρχικά στην Καβάλα και αργότερα στις Σέρρες. Το κράτος χορήγησε στους πρόσφυγες αγροτικών περιοχών στρέμματα για καλλιέργεια και το πάθος του Ευάγγελου Τσάνταλη για την απόσταξη και τα μυστικά της μετουσιώθηκε σε αστείρευτη γονιμότητα. Το 1938 δημιούργησε στις Σέρρες μαζί με τον αδελφό του μια μονάδα παρασκευής ούζου και κόκκινου κρασιού. «Αυτό ξέραμε να κάνουμε, αυτό κάναμε. Πίσω στην πατρίδα είχαμε το μεγαλύτερο οινοποιείο της περιοχής και παρότι τα χρόνια ήταν δύσκολα, μας έτρεφε η ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα φτιάχναμε κάτι αντίστοιχο», έχει πει σχετικά.
Για να ξεχωρίσεις τόσο πολύ από τον ανταγωνισμό και να οδηγήσεις τις εξελίξεις, δύο από τα προαπαιτούμενα είναι η αγάπη για αυτό που κάνεις και η εργασιομανία. Χρειάζεται όμως επιπλέον η διορατικότητα και το ένστικτο. Ο Ευάγγελος ήταν αυτός που έβαλε τα θεμέλια και ενέπνευσε το όραμα και τη φιλοσοφία της επωνυμίας «Τσάνταλης», στήνοντας από την αρχή όλες τις υποδομές με έναν εξωστρεφή προσανατολισμό, μια κίνηση πρωτοφανής για τη δεκαετία του ’40. Αναδείχτηκε σε μια από τις πλέον χαρισματικές προσωπικότητες της ελληνικής οινοποιίας και αποσταγματοποιίας, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ανάπτυξη της ελληνικής οινοποιίας εντός και εκτός συνόρων.
Πριν από αυτόν δεν υπήρχε καν εμφιαλωμένο κρασί στην Ελλάδα. Μετά απ’ αυτόν ο ελληνικός οίνος αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο ποιοτικούς σε παγκόσμιο επίπεδο.
«Δεν ρωτάω πόσο θα κοστίσει η αναβίωση του αμπελώνα. Ρωτάω αν αυτός ο αμπελώνας μπορεί να δώσει εξαιρετικά σταφύλια ή όχι», ήταν το… απόσταγμα της φιλοσοφίας του και η πρώτη αναφορά που συναντά ο χρήστης που θα επισκεφτεί την ιστοσελίδα της επιχείρησης.
Προϊόντος του χρόνου, η επιχείρηση ξεκίνησε να εντάσσει στο παραγωγικό δυναμικό της και να αναβιώνει ορισμένους από τους πιο ξεχωριστούς αμπελώνες της Βόρειας Ελλάδας. Ο τρύγος σε Άγιο Όρος, Χαλκιδική, Ραψάνη, Νάουσα και στη Μαρώνεια της Θράκης συνθέτουν την ενσάρκωση του οράματος της οικογένειας Τσάνταλη. Χάρη στο πάθος και τη συστηματική επένδυση εκ μέρους της, διαφυλάσσονται η βιοποικιλότητα και γηγενείς ποικιλίες, αναπαράγονται μοναδικές αμπελοοινικές παραδόσεις του τόπου μας, καθώς και η δυναμική να προσελκύει το αμπέλι νέους ανθρώπους.
Η «Tsantali» προωθεί εδώ και χρόνια οίνους και αποστάγματα υψηλής ποιότητας σε όλο τον κόσμο – από τη Βραζιλία έως την Ιαπωνία – έχοντας πλέον παρουσία σε 55 χώρες. Περίπου το 55% των πωλήσεων της αφορούν εξαγωγές.
«Η μοναδική δουλειά που γνώρισα από παιδί ήταν το κρασί, το τσίπουρο και το ούζο. Και όταν αγαπάς πολύ μια δουλειά καταλήγεις να γίνεις σκλάβος της. Ας είναι όμως, αν ο Θεός μου χάριζε κι άλλα χρόνια, πάλι αμπέλια θα φύτευα», δήλωσε ο Ευάγγελος Τσάνταλης στην τελευταία συνέντευξή του, στο περιοδικό Γεύση, το 1996.
Θα μπορούσε να είναι και μια περίληψη της διαδικασίας με την οποία το ελληνικό κρασί ανέβηκε level από το ερασιτεχνικό επίπεδο και αποτυπώθηκε σε ετικέτα.