Είναι το ξημέρωμα της 25ης Μαρτίου του 1945. Τέσσερις άνδρες περπατούν στα βουνά του Φρίουλι. Τα χέρια του ενός είναι δεμένα, στο κεφάλι έχει κουκούλα. Από τις πληγές στο κορμί του, τρέχει αίμα. Στο χωριό λένε ότι συνεργάζεται με τους Ναζί. «Γονάτισε». Εκείνος ικετεύει για συγχώρεση, όμως μάταια. Ένα νεύμα είναι αρκετό. Ο ένας από τους υπόλοιπους τρεις βάζει το όπλο στο κεφάλι του Αντόνιο Κομούτσι, ο οποίος κλείνει τα μάτια του για τελευταία φορά. Ένας πυροβολισμός σπάει τη σιωπή στην εγκαταλελειμμένη φάρμα έξω από το Ούντινε.
Ο ‘Gianni’, νιώθει ανακουφισμένος. Θεωρεί ότι μόλις αποδόθηκε δικαιοσύνη…
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στο τέλος της δεκαετίας του ’40 και σταμάτησε στα μέσα εκείνης του ’50. Τα δημοσιεύματα της εποχής μιλούν για έναν γρήγορο επιθετικογενή μέσο με καλό πόδι, χαρακτηριστικά τα οποία τον βοήθησαν να κάνει μια σπουδαία καριέρα 15 ετών. Αταλάντα, Λουκέζε, Ιντερ, Μπρέσια, Νάπολι, Ουντινέζε, Τορίνο. Εκτός από όμως από το σουτ και το γκάζι του, είχε κάτι ακόμα που τον έκανε να ξεχωρίζει. Ηταν θερμόαιμος, τρελός. Ηταν αναρχικό πνεύμα, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί και ήταν αδύνατο να πειθαρχήσει.
Στην Ιντερ δεν πήγαινε στις προπονήσεις, στην Λουκέζε τσακωνόταν με τους προπονητές, στην Μπρέσια με τους οπαδούς. Στην Αταλάντα τα πράγματα ήταν καλά γιατί ο allenatore κατάλαβε νωρίς τον τρόπο που πρέπει να τον χειριστεί. Στην Νάπολι έπιασε το peak της καριέρας του καθώς πέτυχε 10 γκολ σε μια σεζόν. Ο Τόνι Μπακέτι ήταν ένας καλός ποδοσφαιριστής. Πριν και μετά όμως, ήταν δολοφόνος…
Γιος ενός αγρότη και μιας καθαρίστριας, ο Τόνι μεγάλωσε σε ένα σπίτι στο οποίο δεν υπήρχαν πολλά χρήματα. Ο ίδιος δούλευε σε ένα μαγαζί ως μαθητευόμενος και ταυτόχρονα έπαιζε ποδόσφαιρο. Ήταν καλός και αφού τα σωστά μάτια τον εντόπισαν γρήγορα, στα 17 του διέσχισε την Ιταλία για να παίξει στην Serie C με την Ποτέντσα, στον νότο. Τα λεφτά όμως και πάλι δεν ήταν πολλά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πεινούσε, ενώ συχνά αναγκαζόταν να κοιμηθεί στο σχολείο. Σπάνια έτρωγε μεσημεριανό και βραδινό την ίδια μέρα, έχασε κιλά και στο γήπεδο ήταν σαν φάντασμα.
Οταν ξέσπασε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, ανέβηκε στα βουνά και με το κωδικό όνομα ‘Gianni’ έγινε μέλος ομάδας Παρτιζάνων από την περιοχή του Φρίουλι. Όπως εκτέλεσε τον άνθρωπο που έδινε πληροφορίες στον εχθρό, έτσι μια μέρα ο ίδιος και οι δικοί του θέλησαν να ‘χτυπήσουν’ τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, τον οποίο είχαν καταλάβει οι Γερμανοί. Τέσσερα από τα μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν μπροστά στο Δημαρχείο. Ανάμεσά τους δεν ήταν ο Τόνι, καθώς κατάφερε να διαφύγει πριν τον πιάσουν.
Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Τόνι επέστρεψε στη ζωή του ποδοσφαιριστή, καθώς για τον φόνο που διέπραξε δόθηκε αμνηστία. Το μόνο που είχε πλέον να διαχειριστεί, ήταν η συνείδησή του. Πλέον βρισκόταν στην Νάπολι και ζούσε την πιο απίστευτη σεζόν της καριέρας του. Ήταν αγαπητός, είχε καλό μισθό, όμως, όπως εύκολα μαντεύει κανείς, δεν άργησε να τα σπάσει με κάποιον. Και αυτό έγινε με τον προπονητή, Εράλντο Μοτζέλιο, Παγκόσμιο Πρωταθλητή με την Εθνική Ιταλίας το 1934 και το 1938, αλλά και υποστηρικτή του Μουσολίνι. Ο Μπακέτι δεν ήθελε να παίζει σε φασιστική ομάδα. Μια μέρα, πριν από αγώνα, απλά εξαφανίστηκε.
Έπειτα από χρόνια, πλέον στη δεκαετία του ’60 ο Τόνι ήταν γνωστός στο Ούντινε. Ύστερα από ένα αποτυχημένο πέρασμα από τον πάγκο της Κροτόνε, ξεκίνησε να δουλεύει ως scout. Και ήταν καλός. Παρακολουθούσε εκατοντάδες ματς στην περιοχή του Φρίουλι και αφού μπορούσε να ξεχωρίσει τα ταλέντα, έδινε τα report στις ομάδες. Ένα από αυτά ήταν ο Σιλβάνο Μαρτίνα, ένας τερματοφύλακας που θα γινόταν ο καλύτερος της γενιάς του και αργότερα μάνατζερ του κορυφαίου Ιταλού που φόρεσε ποτέ γάντια, Τζίτζι Μπουφόν. Ο Τόνι νοιαζόταν πολύ για τους μικρούς που ανακάλυπτε και θα έκανε τα πάντα για εκείνους.
Υπερβολή…;
Το πρωινό της 18 Μαΐου του 1974, πλέον στα 51 του χρόνια, ο Μπακέτι βρίσκεται στο κατάστημα αθλητικού Τύπου της οδού Λεοπάρντι στο Ούντινε. Δεν είναι εκεί για να αγοράσει κάτι, αλλά τσακώνεται με τον ιδιοκτήτη. Αιτία είναι τα χρήματα αφού θεωρεί ότι ο Αρμάντο Λορεντσούτι, καταστηματάρχης και πρόεδρος τοπικής ομάδας, πρέπει να πληρώσει τα ταλέντα που ο ίδιος έχει ανακαλύψει. Η κατάσταση δεν αργεί να ξεφύγει. Ο άνδρας πίσω από το ταμείο λέει μια κουβέντα παραπάνω και ο Τόνι δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά. Βγάζει από την τσάντα του μια Beretta 7.45 και πυροβολεί δύο φορές στην καρδιά τον Λορεντσούτι. Εκείνη τη στιγμή νιώθει χαμένος και μένει μέσα στο μαγαζί. Όταν η Αστυνομία φτάνει στο σημείο, πετά το όπλο και βγαίνει με τα χέρια ψηλά. «Εγώ ήμουν».
Η συνέχεια παίχτηκε στο Δικαστήριο, εκεί όπου άπαντες έμελλε να εκπλαγούν από τη στάση του. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Τόνι μίλησε όλες κι όλες δύο φορές. «Ποτέ δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι σαν τον Λορεντσούτι, θέλουν πάντα να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους» είπε την πρώτη φορά, ενώ τη δεύτερη και τελευταία ξεκαθάρισε ότι αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, δεν θα έκανε κάτι διαφορετικό. «Ήταν αυτό που θεωρούσα σωστό. Όταν ο λόγος των πράξεών σου είναι η απονομή δικαιοσύνης, δεν πρέπει να μετανιώνεις για τίποτα».
Οι Δικαστές μπορεί να εντυπωσιάστηκαν από τη συμπεριφορά του, όμως τον έκριναν ένοχο και του επέβαλλαν ποινή φυλάκισης 10 ετών. Αλλά ο Μπακέτι δεν ήταν ένας κοινός δολοφόνος. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, δέχθηκε πολλές επισκέψεις, δύο εκ των οποίων από μεγάλες προσωπικότητες του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Ο ένας ήταν ο Εντσο Μπεαρτζότ, προπονητής της Squadra Azzurra που κατέκτησε το Mundial του 1982 και ο άλλος, ο Ντίνο Τζοφ, τερματοφύλακας εκείνης της ομάδας και bandiera του calcio. Και οι δύο κατάγονταν από την περιοχή του Τόνι, το Φρίουλι.
Στη φυλακή, τελικά δεν έμεινε για πολύ. Έπειτα από 3.5 χρόνια η κράτησή του μετατράπηκε σε κατ’ όικον περιορισμό λόγω σοβαρού προβλήματος στους πνεύμονες και εκεί, στο σπίτι του, γράφτηκε το φινάλε της ιστορίας. Στις 9 Ιανουαρίου του 1979 άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 56 ετών, σε μια είδηση που απλά αναφέρθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης της Ιταλίας. Η ιστορία του ήταν γνωστή σε όλους, όμως κανένας δεν ήθελε να τη διηγηθεί…