Μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1940, δεν άνθισε ως γνωστόν μόνο ο σπόρος της αντίστασης, αλλά και ο καιροσκοπισμός, ίσως όσο ποτέ άλλοτε στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Οι αντίστοιχοι «προσκυνημένοι» επί Τουρκοκρατίας ήταν τώρα όσοι έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή στους κατακτητές, ανταλλάσοντας τις δωσιλογικές υπηρεσίες τους με αντάλλαγμα την απονομή προνομίων και την προσωπική ευημερία. Πολλοί «ιδιώτευσαν» ως προδότες του έθνους και χαφιέδες των συμπατριωτών τους, υπήρξαν όμως και εκείνοι που το έκαναν υπό τη σκέπη μιας οργάνωσης, όπως οι ταγματασφαλίτες σε (παρα)στρατιωτικό επίπεδο και η ΕΣΠΟ σε ιδεολογικο-πολιτικό.
Τα αρχικά μεταφράζονται σε Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση – έτσι… παρερμήνευσαν το ρόλο τους οι φιλοναζιστές που έγιναν ο φόβος και ο τρόμος Ελλήνων εβραϊκής καταγωγής και επιχειρούσαν να στρατολογήσουν νεαρούς άνδρες για να πολεμήσουν στο πλευρό των S.S. Η οργάνωση ιδρύθηκε ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, σε συνεννόηση με τις κατοχικές δυνάμεις και η δράση της υπήρξε μία από τις πιο μελανές σελίδες στην ελληνική ιστορία.
Ηγετικά στελέχη ήταν ως επί το πλείστον καλλιεργημένοι άνθρωποι και απόστρατοι αξιωματικοί. Πρώτος πρόεδρος ήταν ο γιατρός Γιώργος Βλαβιάνος και διάδοχός του ο επίσης γιατρός Σπύρος Στεροδήμας, που θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα. Φανατικός ναζιστής, είχε αναλάβει το πολιτικό «περιτύλιγμα» της ΕΣΠΟ και την άσκηση της προπαγάνδας, προσπαθώντας και καταφέρνοντας να προσελκύσει πολλά μέλη, τα οποία στην ακμή του καταδοτικού μορφώματος υπολογίζεται ότι έφτασαν τα 2.500.
Οι κατοχικές δυνάμεις αναγνώρισαν προφανώς άμεσα στην οργάνωση, τη χρηματοδότησαν και της παραχώρησαν δύο ορόφους σε κτίριο που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, κόντρα στην Ομόνοια. Τα γραφεία βρισκόταν στον πρώτο και το δεύτερο όροφο του κτιρίου, ενώ στον τρίτο βρίσκονταν στελέχη της γερμανικής Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (GFP). Το σημείο το γνώριζαν όλοι, καθώς στα μπαλκόνια των γραφείων της οργάνωσης κυμάτιζε όλος ο άξονας (γερμανική, ιταλική, ιαπωνική) συν η ελληνική σημαία.
Ο εντοπισμός και η κατάδοση αντιστασιακών και η δημιουργία μιας ελληνικής λεγεώνας προκειμένου να αποσταλεί με άλλους Ευρωπαίους εθελοντές στο ανατολικό μέτωπο ήταν οι βασικοί πυρήνες δράσης αυτών που μετά χαράς θυσίαζαν τις ζωές των άλλων, στοχεύοντας σε κυβερνητικές θέσεις μετά την αίσια – υπέρ των Γερμανών – έκβαση του πολέμου.
Ωστόσο η Νέμεσις δεν άργησε να έρθει. Η ιδρυθείσα συμβολικά την 28η Οκτωβρίου του 1941 αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζόμενων Νέων) αποφάσισε να αναλάβει δράση, βάζοντας φρένο στην όλο και διογκούμενη επιρροή της ΕΣΠΟ. Αρχηγός της ΠΕΑΝ ήταν ο υποσμηναγός της ελληνικής αεροπορίας Κώστας Περρίκος και η ημερομηνία που επελέγη για ένα συντριπτικό χτύπημα ήταν η Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου του 1942.
Η Κυριακή ήταν βολική μέρα γιατί γινόταν η εβδομαδιαία συγκέντρωση στελεχών και μελών της ΕΣΠΟ, αλλά και γιατί λόγω αργίας θα ήταν κλειστά τα καταστήματα του ισογείου και τα γραφεία του ημιωρόφου και άρα δεν θα υπήρχαν αθώα θύματα. Στην επιχείρηση θα έπαιρναν μέρος και τρεις εκ των συνεργατών του Περρίκου, ο Σπύρος Γαλάτης, ο Αντώνης Μυτιληναίος και η Ιουλία Μπίμπα. Την προηγούμενη ημέρα οι δύο πρώτοι μετέβησαν στο σπίτι της Μπίμπα και ετοίμασαν με μεγάλη προσοχή τον εκρηκτικό μηχανισμό. Ήταν ένα δέμα με φυσίγγια δυναμίτιδας, βάρους 10 οκάδων, τυλιγμένο με πισσόχαρτο. Το δέμα τοποθετήθηκε σε μια πάνινη σακούλα και σκεπάστηκε με χόρτα.
Το πρωινό της 20στής Σεπτεμβρίου ο Μυτιληναίος με τη Μπίμπα μετέφεραν τη βόμβα μέσω τραμ, κάνοντας το δρομολόγιο Κουκάκι-Ομόνοια. Από εκεί μετέβησαν με τα πόδια στην Πλατεία Κάνιγγος, όπου βάσει σχεδίου συνάντησαν άλλα μέλη της ομάδας (Γαλάτης, Ν. Μούρτος, Τ. Μιχαηλίδης, Ν. Λάζαρης, Σπ. Στανωτάς).
Μετά από παρακολούθηση της περιοχής που και των γραφείων της ΕΣΠΟ, που έσφυζαν από κόσμο, ο Περρίκος έδωσε το σύνθημα για την ανατίναξη. Η Ιουλία Μπίμπα μετέφερε μόνη της τη βόμβα στην οδό Γλαδστώνος και την παρέδωσε στους Μυτιληναίο και Γαλάτη. Οι δυο τους μπήκαν στην πολυκατοικία από μια αφύλακτη είσοδο και απόθεσαν τα εκρηκτικά σε ένα μικρό χώρο του ημιώροφου. Στη συνέχεια άναψαν το μήκους 6 μέτρων βραδύκαυστο φιτίλι και απομακρύνθηκαν ενώ οι Περρίκος και Μπίμπα παρακολουθούσαν την όλη εξέλιξη από κοντινή απόσταση, προφασιζόμενοι τους πελάτες ενός ζαχαροπλαστείου.
Όταν το ρολόι έδειχνε 11:57, η περιοχή σείστηκε από μια τεράστιας έντασης έκρηξη. Ακολούθησαν σκηνές χάους και πανικού. Οι Γερμανοί σήμαναν συναγερμό, νομίζοντας αρχικά ότι επρόκειτο για αεροπορικό βομβαρδισμό. Η έκρηξη προκάλεσε μεγάλη πυρκαγιά και το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς. Μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι έμειναν όρθιοι. Σκάλες, πατώματα και στέγη κατέρρευσαν, ενώ οι αναφορές για τον αριθμό των νεκρών διίστανται. Οι δύο εκδοχές είναι ότι σκοτώθηκαν 29 ή 39 μέλη της ΕΣΠΟ, ενώ τραυματίστηκαν περίπου 30. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι σκοτώθηκαν και 43 Γερμανοί, υπάρχουν όμως και αυτές που κάνουν λόγο μόνο για 6 τραυματίες.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Σπύρος Στεροδήμας, που στο μεταξύ είχε διαδεχτεί στην ηγεσία τον Βλαβιάνο. Ο αρχηγός της οργάνωσης μεταφέρθηκε με καθολικά εγκαύματα στον Ευαγγελισμό, όπου υπέκυψε μετά από τρεις ημέρες.
Το πλήγμα για τους κατακτητές ήταν μεγάλο. Η Γκεστάπο εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών. Αρχικά υπαίτιος θεωρήθηκε το ΕΑΜ και αυτός έδωσε χρόνο στα μέλη του ΠΕΑΝ να πάρουν τις απαραίτητες προφυλάξεις.
Τελικά στις 11 Νοεμβρίου του ‘42, μετά από προδοσία, οι Γερμανοί συνέλαβαν 13 μέλη της οργάνωσης. Προδότης ήταν ο χωροφύλακας Πολύκαρπος Νταλιάνης, συνδετικός κρίκος της ΠΕΑΝ με την αντιστασιακή οργάνωση Όμηρο, ο οποίος δρούσε στην πραγματικότητα ως διπλός πράκτορας και πληροφοριοδότης των Γερμανών. Η αμοιβή που αναφέρθηκε ότι έλαβε ήταν τρεις χρυσές λίρες για κάθε αντιστασιακό.
Οι Πιερρίκος, Γαλάτης, Μυτιληναίος και Μπίμπα συνελήφθησαν σε ένα από τα κρησφύγετα της οργάνωσης, στην Καλλιθέα.
Μεταφέρθηκαν στα ανακριτικά γραφεία της Γκεστάπο στον Πειραιά, όπου παρά τα φρικτά βασανιστήρια δεν έδωσαν πληροφορίες που θα οδηγούσαν σε νέες συλλήψεις.
Μάλιστα ο Αντώνης Μυτιληναίος κατόρθωσε να δραπετεύσει και επικηρύχθηκε με το αστρονομικό – για την εποχή – ποσό των 500.000 δραχμών. Τελικά διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Ουσιαστικά μόνο με την κατάθεση του Νταλιάνη οι άλλοι τρεις παραπέμφθηκαν σε γερμανικό στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τη θανατική ποινή απέφυγε μόνον ο Γαλάτης, καθώς η οικογένειά του κατέβαλλε 1.000 λίρες και πέτυχε τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια, για τα οποία μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, από όπου επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου με κλονισμένη υγεία.
Ο επικεφαλής της οργάνωσης μεταφέρθηκε στο κελί Νο 12 στις φυλακές Αβέρωφ. Ήταν το κελί των μελλοθάνατων. Στις 4 Φεβρουαρίου 1943 ο ήρωας Μπίμπας εκτελέστηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Λίγο πριν την εκτέλεση οι Γερμανοί αξιωματικοί τον χαιρέτισαν στρατιωτικά, ενώ οι τελευταίες λέξεις που είπε ήταν «Ζήτω η Ελλάς».
Πιο τραγικό θάνατο είχε η Ιουλία Μπίμπα, η οποία καταδικάστηκε εις θάνατον «διά πελέκεως». Παρέμεινε φυλακισμένη μέχρι να γίνει η μεταγωγή της στο εξωτερικό για την εκτέλεση της ποινής. Αποκεφαλίστηκε με γκιλοτίνα σε αίθουσα δικαστηρίου της Βιέννης μαζί με οκτώ ακόμη αντιφασίστες άλλης εθνικότητας.
Σε ισόβια καταδικάστηκε η Αικατερίνη Μπέση, η οποία αποφυλακίστηκε μετά τον πόλεμο και έζησε έως το 1979. Ο Θάνος Σκούρας, ο Γιάννης Κατεβάτης, ο Δημήτρης Λόης και ο Διονύσης Παπαδόπουλος που είχαν επίσης συλληφθεί, απαλλάχθηκαν από το γερμανικό στρατοδικείο. Ωστόσο, οι Γερμανοί τους κράτησαν ομήρους και τους εκτέλεσαν για αντίποινα κάποιου σαμποτάζ στις 7 Ιανουαρίου 1943, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Η ανατίναξη των γραφείων της ΕΣΠΟ προκάλεσε αίσθηση σε όλη την Ευρώπη. Επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα χτυπήματα έως τότε στο κατοχικό καθεστώς και σίγουρα το μεγαλύτερο στην Ελλάδα. Έγιναν ενθουσιώδεις αναφορές για αυτό τόσο στο συμμαχικό ραδιόφωνο όσο και στο ρωσικό ραδιοφωνικό σταθμό. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι το χτύπημα ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό και τόνωσε το φρόνημα των Ελλήνων.
Η ΕΣΠΟ ανασυστάθηκε μετά την καταστροφή των γραφείων και το θάνατο του προέδρου της, με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Γεώργιο Τριαντόπουλο και άμεσο συνεργάτη του τον ιατροφιλόσοφο Αριστείδη Ανδρόνικο, γνωστό για το αντισημιτικό του μένος. Ωστόσο η δράση της ήταν πια περιορισμένης εμβέλειας, λόγω και του ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο του πολέμου η ζυγαριά είχε αρχίσει να γέρνει προς τους Συμμάχους.
Μετά την απελευθέρωση κάποια μέλη της ΕΣΠΟ καταδικάσθηκαν για συνεργασία με τον κατακτητή. Στα Δεκεμβριανά ο ΕΛΑΣ συνέλαβε έξι μέλη της νεολαίας της ΕΣΠΟ και τα εκτέλεσε. Το Δεκέμβριο του 1942 συνελήφθη και ο Νταλιάνης που είχε προδώσει τους σαμποτέρ. Ομολόγησε και εκτελέστηκε με σφυρί από μέλη της οργάνωσης «Όμηρος».
Τα περισσότερα μέλη της ΕΣΠΟ πάντως επωφελήθηκαν από το εμφυλιακό κλίμα που κυριάρχησε μεταπολικά στην Ελλάδα και δεν λογοδότησαν ποτέ για τις πράξεις τους. Με δικαστική απόφαση του 1948 ο ιδρυτής της, Γεώργιος Βλαβιανός, και πολλά εξέχοντα στελέχη αθωώθηκαν. Μάλιστα κάποια από αυτά επιβραβεύθηκαν κιόλας καταλαμβάνοντας σημαντικές κρατικές θέσεις μετά το τέλος του Εμφυλίου.
Άτομα που κατέδιδαν Έλληνες και υπέγραφαν κείμενα κατά των Γλέζου και Σάντα για την υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, παρουσιάζονταν πια ως «πατριώτες», στο βωμό δημιουργίας μετώπου μπροστά στον κοινό (κομμουνιστικό) εχθρό. Μία από τις πιο ντροπιαστικές στρεβλώσεις της ελληνικής ιστορίας περιελάμβανε και πολλούς από τους φιλοναζιστές της δήθεν πατριωτικής οργάνωσης, που ξεπλύθηκε από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις.