Έχει περάσει κοντά μισός αιώνας από εκείνο το πρωί του μακρινού 1976 που στους ραδιοφωνικούς δέκτες ακούστηκε για πρώτη φορά η θρυλική εισαγωγή «Εδώ Λιλιπούπολη, εδώ Λιλιπούπολη, σας μιλά ο δημοσιογράφος Μπρίνης». Ήταν η πρώτη από τις περίπου 400 εκπομπές που ακολούθησαν πάνω σε μια ιδέα του μοναδικού Μάνου Χατζιδάκι η οποία υλοποιήθηκε και άντεξε μέχρι το 1980, παρά την τεράστια πολιτική θύελλα που δημιούργησε.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν ένα παιδικό πρόγραμμα να προκαλέσει τέτοιον σάλο. Πραγματικά μοιάζει απίστευτο, αν κρίνουμε τα γεγονότα με βάση τα σημερινά δεδομένα που η ενημέρωση δείχνει να είναι κατευθυνόμενη, που ο καθένας επιλέγει «πλευρά» και οι εκπομπές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση (τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους) στερούνται οποιασδήποτε κριτικής διάθεσης.
Μια εξήγηση είχε δώσει παλαιότερα η στιχουργός Μαριανίνα Κριεζή, η οποία έφυγε πρόσφατα από την ζωή και με τους στίχους της είχε ντύσει την «Λιλιπούπολη», χαρακτηρίζοντάς την «ένα προϊόν παιδικό, όχι όμως παιδιάστικο, μια εκπομπή, καμωμένη για παιδιά και έξυπνους μεγάλους».
Η αρχική ιδέα του Μάνου Χατζιδάκι ήταν να στήσει μια εκπομπή που θα μάθαινε με έξυπνους τρόπους σε μικρά παιδιά πράγματα όπως τα χρώματα ή τα μεγέθη, κάτι σαν ραδιοφωνικό… νηπιαγωγείο, σύντομα όμως εξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό. Αυτός ο τεράστιος Έλληνας συγκέντρωσε δίπλα του ένα ετερόκλητο «τσούρμο» ταλαντούχων συνεργατών, αδιαφορώντας για τις πολιτικές πεποιθήσεις τους, σε μια εποχή που τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης θεωρούνταν (και ήταν) υποχείριο της εκάστοτε κυβέρνησης. Και παρά το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης θεωρητικά δεν στεκόταν πολιτικά απέναντι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεν άφησε τέτοιου τύπου προσωπικά θέματα να επηρεάσουν την δουλειά του.
Σύντομα η εκπομπή εξελίχθηκε σε ένα διαρκές χρονογράφημα, όπου μέσα από έξυπνα κείμενα και αναφορές στην επικαιρότητα θίγονταν και καυτηριάζονταν τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς οι πολιτικές εξελίξεις να αποτελούν εξαίρεση. Ο Μάνος Χατδιδάκις έκανε κάτι πρωτοποριακό και πρωτάκουστο. Έδωσε στους συντελεστές και συνεργάτες του απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Για τον κόσμο της Λιλιπούπολης που φυσικά ήταν μια μικρογραφία της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας, δεν υπήρχαν ούτε ταμπού ούτε «ιερές αγελάδες». Όλοι μπορούσαν να γίνουν αντικείμενα αιχμηρής κριτικής με όχημα το έξυπνο αλλά καυστικό χιούμορ.
Έτσι, παρά τις αρχικά χαμηλές ακροαματικότητες στο έτσι κι αλλιώς όχι και τόσο δημοφιλές Τρίτο Πρόγραμμα, σε σχέση με τους εσωτερικούς ανταγωνιστές του στην Ελληνική Ραδιοφωνία, η κατάσταση άλλαξε και η Λιλιπούπολη έγινε σημείο αναφοράς, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις.
Μία από αυτές αποδίδεται στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Ο επί σειρά ετών υπουργός και μετέπειτα αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας δήλωνε εξοργισμένος: «Ακούμε την Λιλιπούπολη και νομίζουμε ότι ακούμε το Ράδιο Μόσχα!», μεταφέροντας έτσι την πεποίθηση συντηρητικών κύκλων που ζητούσαν την διακοπή του προγράμματος. Χαρακτηριστικός είναι και ο «διάλογος» του ίδιου του Μάνου Χατδιδάκι με τον Αθανάσιο Τσαλδάρη, ο οποίος ήταν ο αρμόδιος υπουργός που είχε υπό τον έλεγχό του την λειτουργία των κρατικών ΜΜΕ. Σύμφωνα με τις διηγήσεις, μία από τις πολλές φορές που κάλεσε τηλεφωνικά για να «βάλει χέρι», ζήτησε από την γραμματέα του διευθυντή προγράμματος να μιλήσει με τον ίδιο, για να απαντήσει ο σπουδαίος Μάνος «να του πεις να πάει στον διάολο». Κάτι που πέρασε από το ακουστικό ενώ το περιστατικό δεν έμεινε κρυφό από τον Τύπο. Ο Τσαλδάρης ερωτηθείς για αυτό τόνιζε ότι σε ευνομούμενες πολιτείες όταν ο διευθυντής διαφωνεί με τον πολιτικό προϊστάμενο οφείλει να παραιτηθεί, αλλά βέβαια ο Χατζιδάκις αποκρίθηκε ότι ακόμη και υπουργός θα πρέπει να έχει τα κότσια για να τον απολύσει…
Για περίπου μια τετραετία ο Μάνος όλης της Ελλάδας προστάτεψε με κάθε τρόπο το πνευματικό «παιδί» του. Λένε ότι κρατούσε σαν φυλαχτό αρχείο με τις εκπομπές στο σπίτι του, διασώζοντας περίπου 100 από τις 400. Ωστόσο το 1980 έπεσαν τελικά οι τίτλοι τέλους για την εκπομπή την οποία ο ίδιος ο Χατδιδάκις είχε χαρακτηρίσει «γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας από τη μια, του Τρίτου Προγράμματος’ κι από την άλλη, μιας ομάδας νέων ανθρώπων με πολύ ταλέντο που συγκεντρώθηκαν στο Τρίτο και δούλεψαν ελεύθερα με κέφι με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό. Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργιστεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού τύπου που χαρακτήρισε την Λιλιπούπολη σαν…κομμουνιστική. Ίσως γιατί πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα με καθαρή ποιητική γλώσσα θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτικοί η γονείς ανόητοι που συμπεριφέρονται στα παιδιά, λες κι αποτείνονται σε υπανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική»…