«Ναι μπορούμε»: Ο ιερός δεσμός και το φανταστικό ταξίδι αφοσίωσης πατέρα και γιου που διέλυσε τα στερεότυπα

Πηγή έμπνευσης και πρότυπα ζωής

Οι γιατροί δεν άφησαν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας στον Ντικ Χόιτ και την σύζυγό του Τζούντι όταν εξέτασαν το μόλις 9 μηνών παιδί τους. «Έχει εγκεφαλική παράλυση. Δεν θα περπατήσει ούτε θα μιλήσει ποτέ. Ίσως θα ήταν καλύτερο για όλους αν το αφήνατε σε κάποιο ίδρυμα», τους είπαν…

Και η αλήθεια είναι ότι κάποιοι στη θέση αυτών των γονέων θα το έκαναν. Πριν προλάβουμε να τους «σταυρώσουμε», ας κοιτάξουμε λιγάκι τον εαυτό μας στον καθρέφτη κι ας προσπαθήσουμε να μπούμε στα «παπούτσια» τους. Η γέννηση του γιου τους, Ρικ, ήρθε με επιπλοκές. Ο ομφάλιος λώρος αντί για πηγή ζωής είχε μετατραπεί σε θηλιά που έπνιγε αργά και σταθερά το έμβρυο. Τελικά δεν του στέρησε την ύπαρξη, αλλά προκάλεσε μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες, συνέπεια της μη σωστής και ομαλής αιμάτωσής του κατά την διάρκεια της κύησης.

Ο Ντικ και η Τζούντι Χόιτ έμειναν αποσβολωμένοι από την σύσταση των γιατρών. Άρχιζαν να βηματίζουν νευρικά μέσα στο δωμάτιο «ζυγίζοντας» τις επιλογές τους. Ήταν και οι δύο νέοι, είχαν ήδη δύο παιδιά, έκαναν όνειρα για τη ζωή και μπροστά τους είχαν μια «λύση» που θα τους απάλλασσε από ένα «βάρος». Ο γιος τους δεν μπορούσε να κουνηθεί. Δεν θα το έκανε έτσι κι αλλιώς ποτέ. Το βλέμμα του, όμως, ακολουθούσε τις κινήσεις των γονιών του. Όταν το αντιλήφθηκαν, κοιτάχτηκαν στα μάτια και έλαβαν την απόφασή τους. Ουσιαστικά η «Team Hoyt» την οποία ο κόσμος θα θαύμαζε τα επόμενα χρόνια δημιουργήθηκε εκείνη τη μέρα.

Πατέρας και γιος πέρασαν μαζί, «δεμένοι» ο ένας με τον άλλον, ένα υπέροχο ταξίδι μεταμόρφωσης που τους μετέτρεψε σε κορυφαίο παράδειγμα αφοσίωσης και αυτοβελτίωσης. Συμμετέχοντας μαζί σε 72 μαραθωνίους, αμέτρητους άλλους αγώνες, ακόμη και στο τρομερά απαιτητικό «Iron Man» (τρίαθλο που περιλαμβάνει 4χλμ. κολύμβηση, 180χλμ. ποδηλασία και 42χλμ. τρέξιμο, χωρίς διακοπή).

Πριν αρχίσουν όλα αυτά ο Ντικ ήταν απλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ούτε καν αθλητής, με πρόβλημα στην καρδιά. Και ο γιος του για πολλούς μια «χαμένη υπόθεση». Ένα παιδί που, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είχε ιδιαίτερες ελπίδες να σπάσει τα στερεότυπα και να συμμετάσχει σε απλές καθημερινές δραστηριότητες, πόσω μάλλον σε δρομικά αγωνίσματα. Κατάφεραν, όμως, να σχηματίσουν έναν δεσμό που αποδείχτηκε ευλογία και κινητήριος δύναμη, με τον έναν να ωθεί τον άλλον στα όριά του και την αγάπη να καλύπτει κάθε σωματική ή πνευματική ατέλεια.

Ένας γιατρός σε νοσοκομείο της Βοστώνης ήταν ο πρώτος που αγκάλιασε την οικογένεια, παροτρύνοντάς τους να συμπεριφέρονται στον Ρικ όπως θα έκαναν με οποιοδήποτε άλλο παιδί. Μία φορά την εβδομάδα έλεγχε την πρόοδό του και έμεινε εντυπωσιασμένος από την απίστευτη δουλειά που είχε κάνει η μητέρα του, Τζούντι. Όσο ο Ντικ (στρατιωτικός στο επάγγελμα) έλειπε στην δουλειά, εκείνη πέρασε αμέτρητες ώρες προσπαθώντας να μάθει στον γιο τους ένα σύστημα επικοινωνίας, ξεκινώντας από το αλφάβητο. Μετά τα γράμματα, ακολούθησαν λέξεις, με κολλημένα χαρτάκια σε κάθε αντικείμενο και καθώς ο χρόνος περνούσε, φαινόταν ότι το καθηλωμένο σε καροτσάκι κορμί του νεαρού δεν ήταν τελικά ο εφιάλτης για τον οποίον τους είχαν προετοιμάσει, αλλά απλά ένα εμπόδιο που όλοι μαζί μπορούσαν να ξεπεράσουν.

Όταν ο Ρικ έγινε 11 ετών, απολύτως πεπεισμένοι οι ίδιοι για την ευφυΐα του, ζήτησαν από τους επιστήμονες του φημισμένου πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης να κατασκευάσουν έναν υπολογιστή που θα έδινε την δυνατότητα στον γιο τους τη δυνατότητα να σχηματίζει λέξεις σε μια οθόνη, με τον κέρσορα να ενεργοποιείται από τις κινήσεις του κεφαλιού. Κάτι αντίστοιχο με την τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον γνωστό Στίβεν Χόκινγκ. Οι μηχανικοί ήταν ιδιαίτερα διστακτικοί και απάντησαν αρνητικά. Οι Χόιτ επέμειναν… Και επέμειναν… Και επέμειναν…  Στην τελευταία απόπειρά τους, ζήτησαν από τον υπεύθυνο της σχολής να πει ένα ανέκδοτο, παρουσία και του 11χρονου γιου τους. Όταν το άκουσε, ο Ρικ γέλασε όπως θα συνέβαινε με κάθε «φυσιολογικό» άνθρωπο. Οι όποιες ενστάσεις κάμφθηκαν αμέσως… Ο Ρικ, που δεν βρέθηκε σε ίδρυμα χάρη στο βλέμμα του όταν ήταν 9 μηνών, κέρδισε το δικαίωμα να μην μεγαλώσει σε έναν «βουβό» κόσμο χάρη στο γέλιο του!

Μετά από μόλις δύο χρόνια μετά την κατασκευή αυτού του ειδικού υπολογιστή, ο Ρικ κατάφερε να γίνει δεκτός σε δημόσιο σχολείο και να αποδείξει σε όλους την αξία του όταν τελικά σε ηλικία 31 ετών αποφοιτούσε ο ίδιος από το πανεπιστήμιο, με πτυχίο στην Ειδική Αγωγή. Αργότερα, μάλιστα, δούλεψε πάνω στην ανάπτυξη τέτοιων συστημάτων που θα επέτρεπαν σε ανθρώπους με προβλήματα ανάλογα με τα δικά του.

Ωστόσο στο μεσοδιάστημα ο Ρικ δεν αρκέστηκε στο κυνήγι ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης. Αγαπούσε και τον αθλητισμό και δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη φράση που σχημάτισε στον υπολογιστή του ήταν «Go Bruins», αναφερόμενος στην ομάδα χόκεϊ της πόλης. Μερικά χρόνια αργότερα ένας συμμαθητής του τραυματίστηκε και το σχολείο διοργάνωσε έναν αγώνα δρόμου 5 μιλίων με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την θεραπεία του. Τότε ήταν η πρώτη φορά που ζήτησε από τον πατέρα του να σπρώξει το αμαξίδιό του ώστε να τρέξουν μαζί την απόσταση. Μετά την γραμμή του τερματισμού γύρισε και του είπε ότι την ώρα της κούρσας δεν ένιωθε παράλυτος… Στα αυτιά του 36χρονου –τότε- Ντικ, αυτή η διαπίστωση ήταν μια πρόκληση (ή πρόσκληση) για το επόμενο κεφάλαιο της υπέροχης κοινής ζωής τους.

Ξεκίνησε σκληρή προπόνηση σε καθημερινή βάση με μοναδικό σκοπό το να βελτιώσει την φυσική κατάστασή του για να μπορεί να συνοδεύει τον γιο του σε αντίστοιχα δρώμενα. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, το 1979, οι υπόλοιποι δρομείς που λάμβαναν μέρος στον φημισμένο μαραθώνιο της Βοστώνης είδαν πατέρα και γιο να στέκονται στην αφετηρία. Χειροκρότησαν, θαύμασαν, συγκινήθηκαν, αλλά μάλλον πίστεψαν ότι επρόκειτο για κάποια τυπική συμμετοχή για μερικά χιλιόμετρα. Έκπληκτοι, όμως, τους αντίκρισαν ξανά και στη γραμμή του τερματισμού. Το ίδιο σκηνικό θα επαναληφθεί άλλες 31 φορές τα επόμενα χρόνια (!), με τους δυο τους να μετατρέπονται σε σύμβολο της διοργάνωσης, της πόλης, μα και της δίψας για ζωή σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε μια απόδειξη ότι όλα μπορούν να συμβούν όταν η ψυχή επιβάλει τα δικά της θέλω ακόμη και σε σώματα με «δομικούς» περιορισμούς.

Μέχρι τον Απρίλιο του 2014 ο Ρικ και ο Ντικ (που εκείνη τη χρονιά ήταν 74 ετών!) είχαν τρέξει σε 1108 αγώνες, συμπεριλαμβανομένων 72 μαραθωνίων και 6 «Iron Man», με τον πατέρα να τραβά τον ευρισκόμενο σε βάρκα γιο του για 4 χιλιόμετρα, να ποδηλατεί για και τους δυο τους για 180 στο ειδικά διαμορφωμένο ποδήλατο και να σπρώχνει το καροτσάκι για άλλα 42. «Δεν αγωνίζομαι εγώ. Ο γιος μου το κάνει χρησιμοποιώντας τα δικά μου μέλη», συνήθιζε να απαντά ο Ντικ σε εκείνους που εξέφραζαν τον θαυμασμό τους. Όχι μόνο για την «αυτοθυσία» του, όπως την χαρακτήριζαν, αλλά και για τις επιδόσεις του. Ήταν τόσο καλές που θεωρείτο βέβαιο ότι θα πετύχαινε πολύ καλά πλασαρίσματα εάν δοκίμαζε μόνος. Κάτι που φυσικά δεν συνέβη ποτέ. Άλλωστε καμία διάκριση και κανένα ρεκόρ δεν θα ήταν δυνατό να ξεπεράσει τον ασύλληπτο δεσμό που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους.

Αυτό το δέσιμο, αυτό το πάθος, αυτή η ατέρμονη προσπάθεια έκανε και τους δύο να σπάσουν κάθε στερεότυπο και να δώσουν την καλύτερη απάντηση σε αντιλήψεις που υπάρχουν ακόμη σχετικά με τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις. Παράλληλα δημιούργησαν ένα πρότυπο που δίνει κουράγιο και δύναμη σε κάθε άτομο που αντιμετωπίζεται με προκατάληψη και υποχρεώνεται να «φυτοζωεί» στο περιθώριο. Το μήνυμά τους προς τον υπόλοιπο κόσμο συμπυκνώνεται στη φράση «Yes you can» την οποία επαναλάμβαναν μετά από κάθε προσπάθειά τους αλλά και το «It’s A Good Life!» που αναγραφόταν στο αναπηρικό αμαξίδιο. Και όντως τίμησαν όσο ελάχιστοι το θαύμα που λέγεται ζωή παρά το γεγονός ότι ο Ρικ θεωρήθηκε «καταδικασμένος» από την μέρα που γεννήθηκε και ο Ντικ ήταν ένας μεσήλικας που είχε περάσει έμφραγμα, εγχείρηση καρδιάς και επέμβαση στο γόνατο. Οι δυο τους έζησαν δίχως αχρείαστες συναισθηματικές εξάρσεις και παράπονα, με εξαίρεση ίσως ένα το οποίο διατύπωσε ο γιος για τον πρόσφατα θανόντα πατέρα του. «Αυτό που θα ήθελα περισσότερο είναι μια φορά να καθίσει ο πατέρας μου στο αμαξίδιο και να τον σπρώχνω εγώ»…