«Αν είχαμε χάσει, νομίζω θα είχα καταδικαστεί ως εγκληματίας πολέμου…». Με αυτά τα λόγια έκρινε εκ των υστέρων τον εαυτό του ο Αμερικανός στρατηγός Κέρτις ΛεΜέι, ο οποίος εμπνεύστηκε, σχεδίασε και υλοποίησε μια από τις πλέον βάρβαρες και απάνθρωπες επιχειρήσεις στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες ζωές.
Ήταν ο βομβαρδισμός του Τόκιο ο οποίος έλαβε χώρα στις 10 Μαρτίου 1945, μόλις λίγους μήνες πριν οι ΗΠΑ ρίξουν τις ατομικές βόμβες σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι και οδηγήσουν σε συνθηκολόγηση άνευ όρων την Ιαπωνία. Αν και έμειναν στην ιστορία λόγω της παρθενικής χρήσης του νέου (τότε) όπλου, συνολικά χάθηκαν περίπου 110.000 άνθρωποι, νούμερο μικρότερο από αυτό των θανάτων που σημειώθηκαν εκείνη την «μαύρη» για το ανθρώπινο είδος νύχτα.
Οι Αμερικανοί ήδη από το 1942 αναζητούσαν μια απάντηση για το Περλ Χάρμπορ. Είχαν δοκιμάσει καθ’ όλη τη διάρκεια των συρράξεων να το κάνουν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν το είχαν πετύχει. Όμως από τις αρχές του 1945 οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Η ιαπωνική αεροπορία ουσιαστικά είχε αποδεκατιστεί, ενώ ακόμη και για να εναπομείναντα αεροσκάφη προέκυπταν προβλήματα ανεφοδιασμού καθώς τα αποθέματα πετρελαίου για καύσιμα είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Επιπλέον, οι ΗΠΑ είχαν στην διάθεσή τους το νέο βομβαρδιστικό Β-29, το οποίο διόλου άδικα χαρακτηριζόταν «ιπτάμενο φρούριο» εξαιτίας της σαφώς ανώτερης επιχειρησιακής ικανότητάς του σε σχέση με τον προκάτοχό του, Β-25.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων έκανε τον Κέρτις Λεμέι να σκεφτεί το έγκλημα που υλοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1945. Σε μια επίδειξη χυδαιότητας και κυνισμού, παραδέχθηκε ότι ο στόχος ήταν ένας. Να χαθούν όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές… Σε συνεννόηση με τους επιτελείς του κατάστρωσαν ένα απλό σχέδιο, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες του Τόκιο. Με την πλειοψηφία των σπιτιών να είναι φτιαγμένα από ξύλο και την πόλη τόσο πυκνοκατοικημένη, δεν χρειαζόταν να καταφύγει σε βόμβες μεγάλης ισχύος.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν εμπρηστικές βόμβες ναπάλμ, τύπου Μ-76, Μ-74 και Μ-69. Η φωτιά στη συνέχεια θα αποτελείωνε το σαδιστικό πλάνο του. «Φυσικά», αποφασίστηκε η επίθεση να εκδηλωθεί νύχτα, μόνο και μόνο για να πιαστεί ο εχθρός κυριολεκτικά στον ύπνο και να μην προλάβει κανένας να γλιτώσει.
Έτσι, το βράδυ της 10ης Μαρτίου 1945 τα 334 βομβαρδιστικά B-29 που παραχωρηθήκαν στον στρατηγό ΛεΜέι απογειώθηκαν από αεροδρόμια στα νησιά Μαριάνα και κατευθύνθηκαν προς την πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Τα πρώτα 9 λειτούργησαν ως ιχνηλάτες και στη συνέχεια τα υπόλοιπα 325 εξαπέλυσαν την επίθεση ρίχνοντας περισσότερους από 1.665 τόνους βομβών. Όχι σε στρατόπεδα, αεροδρόμια, στρατηγικούς στόχους ή κατασκευές βιομηχανικής υποδομής, αλλά σε άμαχο –και μάλιστα κοιμώμενο- πληθυσμό.
Οι απώλειες των Αμερικανών περιορίστηκαν σε 14 αεροσκάφη… Η επίσημη αναφορά δεν αναφέρει κατάρριψη από αντιαεροπορικά πυρά, αλλά πτώσεις μόνο από τεχνικά προβλήματα κατά την πτήση εξαιτίας της αδυναμίας των πιλότων να τα κουμαντάρουν λόγω των ανοδικών θερμικών ρευμάτων που αναπτύχθηκαν από τον βομβαρδισμό. Την ίδια ώρα το Τόκιο καιγόταν κυριολεκτικά και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έβρισκαν φρικτό θάνατο από το τυφλό χτύπημα από το οποίο δεν γλίτωσαν ούτε οι δομές νοσοκομειακής υποστήριξης, με περισσότερα από 100 τέτοια κτήρια να μετατρέπονται σε στάχτες.
Τα Β-29 πετούσαν σε τρεις γραμμές και έριχναν εμπρηστικές βόμβες με απόσταση 15 μέτρων, μετά από μελέτη της ρυμοτομίας της πόλης. Είχε υπολογιστεί ότι έτσι θα προέκυπτε το πλέον καταστροφικό αποτέλεσμα αφού το ξύλο που είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των σπιτιών θα λειτουργούσε ως «αρωγός» στο σατανικό πλάνο του ΛεΜέι…
Μετά το πέρας της επίθεσης οι Αμερικανοί άφηναν πίσω τους μία κόλαση. Περίπου 41 τετραγωνικά χιλιόμετρα της έκτασης του Τόκιο απλά σβήστηκαν από τον χάρτη, με 330.000 σπίτια να καταστρέφονται ολοσχερώς. Οι εκτιμήσεις του επιτελείου των Ηνωμένων Πολιτειών έκαναν λόγο για κάτι παραπάνω από 100.000 νεκρούς, αλλά οι Ιάπωνες υπολογίζουν περίπου 200.000 που έφυγαν από την ζωή σχεδόν ακαριαία και προσθέτουν άλλους 100.000 οι οποίοι υπέκυψαν τις επόμενες ημέρες από τα φρικτά εγκαύματά τους.
Οι επιζώντες, σε κατάσταση σοκ, περιγράφουν τα νερά να βράζουν και ακόμη και κατασκευές από ατσάλι να λιώνουν, θέλοντας να μεταφέρουν την σφοδρότητα της επιχείρησης που έμεινε γνωστή με την ονομασία «Η νύχτα του μαύρου χιονιού». Παρά τα φρικτά αποτελέσματα, η Ιαπωνία δεν παραδόθηκε, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε με τους Γερμανούς στην Ευρώπη. Αυτή ήταν και η δικαιολογία με την οποία οι Αμερικανοί επιχείρησαν να αιτιολογήσουν τις ποταπές πράξεις τους οι οποίες πάντως δεν σταμάτησαν εκεί.
Η άνοιξη του ’45 αποδείχτηκε η χειρότερη στην ιστορία της «Χώρας του Ανατέλλοντος Ήλιου» αφού ακολούθησαν αντίστοιχες επιθέσεις σε άλλες πόλεις, με μοναδικό στόχο τους κατοίκους. Μέχρι, φυσικά, να φτάσουμε στον Αύγουστο και στους βομβαρδισμούς με ατομικές βόμβες σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, που κατέβασαν κι άλλο το επίπεδο αυτού που ονομάζουμε «ηθική» σε περίοδο πολέμου…