Οι επισκέπτες της περιοχής των Γαργαλιάνων στην Μεσσηνία είναι αδύνατο να μην εντυπωσιαστούν κοιτώντας από μακριά το επιβλητικό κτήριο που δεσπόζει και κυριαρχεί στο τοπίο. Πρόκειται για το μοναστήρι του «Ασκητή», όπως έμεινε γνωστό, και κουβαλάει μια ιστορία 235 χρόνων, η οποία ξεκινά το μακρινό 1887.
Τότε, βέβαια, τίποτα δεν θύμιζε το σημερινό κτίσμα. Άλλωστε ο «ασκητής» ήταν απλά ένας λαϊκός, ο Αθανάσιος Στράγκας, ο οποίος αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί σε μία σπηλιά που υπήρχε και να ζήσει ως μη ρασοφόρος μοναχός, αφήνοντας πίσω του τα εγκόσμια. Ο «μπαρμπα-Θανάσης», όπως αναφέρεται συχνά, ήταν τότε μόλις 27 ετών και ήταν παντρεμένος με πέντε παιδιά.
Πριν πάρει αυτήν την απόφαση ζωής βιοποριζόταν από την γη ως εργάτης. Ο ίδιος καταγόταν από ένα χωριό της Μεγαλόπολης και επισκεπτόταν την περιοχή τους θερινούς μήνες προκειμένου να εργαστεί στα χωράφια (συνήθως σταφίδα) και στη συνέχεια επέστρεφε σπίτι του. Αυτό συνέβαινε μέχρι να προσβληθεί από φυματίωση…
Πέρασε όλο το διάστημα της ασθένειάς του εκεί στην σπηλιά και όταν βρήκε και πάλι την υγεία του, ένιωσε ότι έπρεπε να μείνει εκεί και να μην επιβαρύνει με τα δικά του προβλήματα τα μέλη της οικογένειάς του. Έτσι, έχτισε το πρώτο μικρό κελί στην τοποθεσία που τότε λεγόταν «Καραντίνα», αγόρασε την γύρω γη και ουσιαστικά έβαλε (κυριολεκτικά) τον θεμέλιο λίθο για το μεγαλοπρεπές, δαιδαλώδες –αν και άναρχο οικοδομικά- κτήριο που αντικρίζουμε σήμερα.
Δύο από τα προσωνύμια του άλλωστε είναι «Ιερός Λαβύρινθος» και «Βαβέλ της Πελοποννήσου».
Μέχρι το 1936 φρόντιζε και προσπαθούσε να επεκτείνει το κτίσμα, με απώτερο σκοπό να χτίσει και μια εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, ενώ καλλιεργούσε και τα χωράφια του, έχοντας κάποιες φορές και κόντρες με τους γείτονες εξαιτίας των κοπαδιών προβάτων που συχνά κατέστρεφαν τις σοδειές του. Όλα αυτά όμως μπήκαν στην άκρη όταν τον χειμώνα εκείνης της χρονιάς γλίστρησε στον βράχο και τραυματίστηκε σοβαρά. Οι συντοπίτες του έσπευσαν να τον περιθάλψουν και να τον βοηθήσουν, αλλά τελικά στις 14 Μαρτίου 1937 άφησε την τελευταία πνοή του και θάφτηκε σε τάφο που –φυσικά- είχε λαξεύσει ο ίδιος στην πέτρα του βουνού.
Με κανέναν από τους εν ζωή συγγενείς του να μην θέλει να συνεχίσει το έργο του, ο τόπος ερήμωσε για 30 χρόνια, μέχρι ένα από τα εγγόνια του που στο μεταξύ είχε χειροτονηθεί άγαμος κληρικός και είχε φτάσει στο αξίωμα του αρχιμανδρίτη, ο Θεόκλητος Στράγκας, πήρε την απόφαση να αναλάβει την ανάδειξη του μέρους.
Για σχεδόν δύο δεκαετίeς ανέλαβε ρόλους αρχιτέκτονα, εργοδηγού και εργολάβου και άφηνε στην άκρη τα καθήκοντά του ως εφημέριος στον Άγιο Κωνσταντίνο στην Ομόνοια για να κατέβει στους Γαργαλιάνους και να επιβλέψει την πορεία των εργασιών καθώς το μοναστήρι άρχισε να παίρνει στην σημερινή μορφή του. Αποτέλεσμα των ελλιπών γνώσεων που είχε είναι και η δαιδαλώδης κατασκευή που περισσότερο θυμίζει έναν… «ιερό λαβύρινθο», που όμοιό του δεν συναντά εύκολα αλλού κανείς.
Πάντως οι έριδες δεν έλειψαν και όπως είχε συμβεί και με τον παππού του, έτσι και ο Θεόκλητος ήρθε κάμποσες φορές σε σύγκρουση με ορισμένους ντόπιους, με κάποιους από αυτούς να φτάσουν στο σημείο να καταγγείλουν τις εργασίες ως αυθαίρετες! Τότε ο αρχιμανδρίτης αντιλήφθηκε ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποια νομική υπόσταση στο μοναστήρι για να αποφευχθούν ανάλογα φαινόμενα. Οι προσπάθειές του, ωστόσο, έπεσαν στο κενό. Βασικό πρόβλημα αποτέλεσε η επιθυμία του οι νέοι «ένοικοι» να μην ήταν μοναχοί, αλλά λαϊκοί που θα ακολουθούσαν το παράδειγμα του «μπαρμπα-Θανάση» και δεν θα έβαζαν ράσο.
Αυτό δεν έγινε δεκτό από την επίσημη εκκλησία, ενώ και η μετέπειτα απόπειρα να αναγνωριστεί ο χώρος τουλάχιστον ως ιερό προσκύνημα δεν καρποφόρησαν, παρά το γεγονός ότι αρχικά επήλθε συμφωνία. Το θέμα κόλλησε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στις διαφορές που προέκυψαν με τους κληρονόμους, αφού άλλος είχε την ψιλή κυριότητα, άλλος την επικαρπία και όλο αυτό το σκηνικό δημιουργούσε ανασφάλεια στους εμπλεκόμενους.
Μετά τον θάνατο του αρχιμανδρίτη το 1989, πλέον δεν υπήρχε κανείς που να ενδιαφερθεί για την ανάδειξη του μοναστηριού. Έτσι το «ασκηταριό» ή ο «ασκητής», όπως χαρακτηρίζεται από τον ντόπιο πληθυσμό, παραμένει εκεί βαλλόμενο από τα στοιχεία της φύσης τα οποία (μαζί με την γραφειοκρατία και τα ανθρώπινα πάθη) το έχουν καταδικάσει σε έναν αργό θάνατο. Από μακριά φαντάζει ακόμη αγέρωχο, αλλά η αλήθεια είναι ότι πλέον μετατρέπεται σε ένα ερείπιο το οποίο στέκει εκεί για να υπενθυμίζει την ιστορία του «μπαρμπα-Θανάση» ο οποίος το πολύ μακρινό 1887 οραματίστηκε την μετατροπή ενός ταπεινού σπηλαίου σε ησυχαστήριο ανθρώπινων ψυχών…