Είναι λίγα λεπτά μετά τις 10 το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1912 και το πλήρωμα του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί Μπουλέν» χαλαρώνει και ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Τα κανόνια του πλοίου αλλά και οι νάρκες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τους δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι είναι ασφαλείς…
Μέσα στο σκοτάδι, όμως, 140 μέτρα μακριά τους μόλις, κινείται το τορπιλοβόλο 11 του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Κυβερνήτης του είναι ο Νικόλαος Βότσης, ένας Υδραίος από οικογένεια με μεγάλη ιστορία στην θάλασσα, ο οποίος έχει αναλάβει μια αποστολή που εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί αυτοκτονίας. Άλλοι στη θέση του δεν θα τολμούσαν ούτε να διανοηθούν ένα τέτοιο χτύπημα. Εκείνος, όμως, παραμένει ψύχραιμος και ακολουθεί κατά γράμμα το σχέδιο του.
Πάνω στο πλοίο δεν είναι μόνος. Έχει δίπλα του δύο καραβοκύρηδες παλαιάς κοπής. Τον καπετάν-Μιχάλη Κουφό και τον καπετάν-Νικόλα Βλαχόπουλο. Αυτοί οι δύο καϊκτσήδες μπορεί να μην διαθέτουν την δική του στρατιωτική εμπειρία και εκπαίδευση, αλλά έχουν ένα μοναδικό προτέρημα. Γνωρίζουν απέξω και… ανακατωτά κάθε σπιθαμή του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και μπορούν να τον βοηθήσουν να αποφύγει τα οχυρωμένα πολυβολεία της ακτής, τα αβαθή, ακόμα και τις νάρκες.
Το πλοίο του Βότση περνά από το Λιτόχωρο για να πάρει τον πρώτο και στη συνέχεια κινείται προς τους Αγίους Θεοδώρους όπου επιβιβάζεται ο δεύτερος. Ακούν το πλάνο του κυβερνήτη και δίχως άλλη σκέψη, συμφωνούν να τον βοηθήσουν παρά το παράτολμο της υπόθεσης. Η δίψα για λευτεριά νικά τον φόβο…
Όταν αντικρίζουν στο βάθος την σιλουέτα του τεράστιου τουρκικού θωρηκτού νιώθουν δέος. «Αυτό είναι;» ρώτησε ο Βότσης. «Όπως με βλέπεις και σε βλέπω» επιβεβαιώνει ο καπετάν-Μιχάλης. Έχουν φτάσει πλέον σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων όταν διαπιστώνουν ότι η τύχη τους χαμογελάει. Τα κανόνια του «Φετχί Μπουλέν» είναι στραμμένα προς την πόλη και όχι προς την έξοδο του λιμανιού, πράγμα που σημαίνει ότι σε πρώτη φάση το ελληνικό πλοίο δεν κινδυνεύει. Χρειάζεται όμως το χτύπημά του να είναι ακριβές και γρήγορο. Αν οι Έλληνες δεν βρουν στόχο και οι Τούρκοι αντιδράσουν, ο θάνατος είναι βέβαιος.
Ο Βότσης δίνει εντολή να φύγει η πρώτη τορπίλη. Ενημερώνεται, όμως, ότι έπεσε στο νερό πριν συναντηθεί με το θωρηκτό. Με ολύμπια ψυχραιμία, αντί να διατάξει να εγκαταλείψουν την επιχείρηση, κάνει το αντίθετο. Στρίβει το καράβι όλο αριστερά και στοχεύει ξανά. Η δεύτερη τορπίλη φεύγει και πριν συμβεί το ίδιο και με την τρίτη το «Φετχί Μπουλέν» τυλίγεται στις φλόγες. H ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο αλλάζει οριστικά υπέρ της Ελλάδας και το ανδραγάθημα του Βότση ανοίγει το δρόμο για τη ναυτική κυριαρχία στην Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων στους δύο καϊκτσήδες θα απονεμηθεί χάλκινο μετάλλιο ανδρείας και 500 δραχμές, ενώ ο Νικόλαος Βότσης γίνεται θρύλος. Αποκτά τεράστια φήμη που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή του κορυφαίου Παύλου Κουντουριώτη.
Ωστόσο ο Βότσης παραμένει ιδιαίτερα ταπεινός και σεμνός μέχρι το τέλος της ζωής του, παρά τις δόξες και τις τιμές. Χαρακτηριστικός είναι και ένας διάλογος που είχε κάποτε με έναν φίλο του, τον Σπύρο Μελά, ο οποίος συνήθιζε να τον αποκαλεί Πιπίνο, συγκρίνοντάς τον με τον ομώνυμο θρυλικό μπουρλοτιέρη που είχε πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι της Χίου κατά την διάρκεια της Επανάστασης. Ο Βότσης αρνήθηκε την σύγκριση και στο ερώτημα που του τέθηκε για το τι παραπάνω είχε ο Πιπίνος από εκείνον, απάντησε: «Ο Πιπίνος πήγε στη Χίο με ένα σαπιοκάραβο να κάψει μία ναυαρχίδα, με μόνο όπλο τον ηρωισμό του και μόνο μέσο διαφυγής μια σκαμπαβία (σ.σ είδος βάρκας). Εγώ πήγα στην Θεσσαλονίκη με ένα μικρό μεν, αλλά σύγχρονο πολεμικό πλοίο, οπλισμένο με το τρομερό όπλο της τορπίλης. Επιπλέον, είχα μηχανή που μου έδινε ταχύτητα μιλίων για να ξεφύγω»…
Ο Βότσης μετά την επιτυχία του στην αποστολή «αυτοκτονίας» με το «Φετχί Μπουλέν», έγινε κυβερνήτης στα θωρηκτά «Κιλκίς» και «Λήμνος». Στη συνέχεια διετέλεσε Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη και το 1922 αποστρατεύτηκε μετά από δική του επιθυμία. Για πολλά χρόνια κάθε φορά που επισκεπτόταν την ελεύθερη –πια- Θεσσαλονίκη αντίκριζε ένα λάφυρο που του θύμιζε εκείνο το βράδυ, αφού σύμφωνα με τον αστικό μύθο, το κατάρτι του τουρκικού πλοίου είχε τοποθετηθεί στον Λευκό Πύργο και πάνω του κυμάτιζε περήφανα η γαλανόλευκη.