Γεννημένος στην συμβολή των οδών Vitoria και Triunfo (ή Νίκης και Θριάμβου, στα ελληνικά) ο Άρτουρ Φρίντεραιχ φαίνεται πως ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να λάμψει. Και το κατάφερε, παρά το γεγονός ότι για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να παλέψει με μια ολόκληρη κοινωνία και τις προκαταλήψεις της.
Η συμβολή του στην διαμόρφωση του ποδοσφαίρου έτσι όπως εξελίχθηκε το παιχνίδι στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα παραμένει ακόμη και σήμερα υποτιμημένη. Και δεν θα ήταν και πολύ μεγάλη υπερβολή αν λέγαμε πως χάρις σε αυτόν και άλλους που ακολούθησαν το παράδειγμά του, φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε σήμερα την εθνική Βραζιλίας του 1970 την κορυφαία όλων των εποχών και τον Πελέ τον σπουδαιότερο παίκτη στην ιστορία.
Στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου εκείνης της χρονιάς η «σελεσάο» κάνει μια εκπληκτική επίδειξη του «Jogo Bonito» στηριζόμενη όχι μόνο στον Πελέ αλλά και σε παιχταράδες όπως ο Ζαϊρζίνιο, ο Εβεράλντο, ο αρχηγός Κάρλος Αλμπέρτο και άλλοι που μερικές δεκαετίες πριν δεν θα είχαν καν το δικαίωμα να κληθούν στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας. Γιατί; Μα επειδή ήταν… μαύροι!
Χρειάστηκε να προηγηθούν άνθρωποι σαν τον Άρτουρ για να νικηθεί ο ρατσισμός που κυριαρχούσε και στο ποδόσφαιρο για να φτάσουμε στο σημείο να κυριαρχήσει η Βραζιλία βασιζόμενοι σε παίκτες με χρώμα δέρματος που κάποτε ήταν απαγορευμένο. Γιος ενός Γερμανού μετανάστη και μιας Αφρο-Βραζιλιάνας, ήταν ένας «μουλάτο», δηλαδή ένας μιγάς. Ήρθε στον κόσμο το 1892, ενώ μόλις 4 χρόνια νωρίτερα είχε καταργηθεί στην χώρα η δουλεία. Η γιαγιά του, άλλωστε, η μητέρα της μητέρας του ήταν σκλάβα…
Χάρις στην γερμανική πλευρά της οικογένειας μπόρεσε να παίξει μπάλα σε μια ομάδα μεταναστών, την Γερμάνια, και στη συνέχεια έκανε μεγάλη καριέρα παρά το γεγονός ότι για να παίξει χρειάστηκε πολλά περισσότερα από παπούτσια, φανέλα και σορτσάκι. Πριν από κάθε παιχνίδι προηγούνταν ένα… makeover που περιελάμβανε πούδρα ή αλεύρι στο πρόσωπο και ίσιωμα του μαλλιού του, σε μια απόπειρα να κρύψει τα χαρακτηριστικά που μαρτυρούσαν το dna του. Για να γίνει αποδεκτός έπρεπε να μοιάζει λευκός…
Ξεκίνησε να παίζει μπάλα όταν το άθλημα βρισκόταν στα σπάργανα και μετατράπηκε στον πρώτο μεγάλο σταρ της Βραζιλίας. Παρά τις μουρμούρες για το χρώμα του, η ικανότητά του στο σκοράρισμα ήταν απαράμιλλη. Βγήκε πρώτος σκόρερ 8 φορές στο πρωτάθλημα, επίδοση που συνιστά απλησίαστο ρεκόρ, ενώ ορισμένοι ιστορικοί του ποδοσφαίρου του πιστώνουν τον απίθανο αριθμό των 1.329 γκολ. Πιο πολλά από οποιονδήποτε άλλον! Φυσικά αυτό το νούμερο αμφισβητείται έντονα και όπως ισχύει και για άλλους παίκτες εκείνης της εποχής, αλλά έτσι κι αλλιώς περνάει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την συνολική συνεισφορά του στο σπορ και στην κοινωνία.
Αγωνίστηκε από το 1909 μέχρι το 1935 όταν και αποσύρθηκε σε ηλικία 44 ετών. Αν και κέρδισε αρκετά χρήματα και δόξα, δεν έπαιζε για τα λεφτά (άλλωστε το ποδόσφαιρο δεν ήταν επαγγελματικό τότε), αλλά για την χαρά του ίδιου του παιχνιδιού. Αέρινος, τεχνίτης, ντριπλαδόρος, κέρδισε γρήγορα το παρατσούκλι «Τίγρης» για το στυλ του και αργότερα «Μαύρο διαμάντι», όταν πλέον δεν χρειαζόταν να κρύβει το χρώμα του δέρματός του.
Οι οπαδοί της Παουλιστάνο (ομάδα που δεν υπάρχει πια) γέμιζαν το γήπεδο κάθε Κυριακή για να τον δουν να μαγεύει και να… χαζεύει τους αντιπάλους του και δεν είναι καθόλου περίεργο που επιλέχθηκε στην εθνική ομάδα για το πρώτο ματς της ιστορίας της, μια νίκη με 2-0 κόντρα στην αγγλική Έξετερ. Σε εκείνο το παιχνίδι μάλιστα έχασε και δύο δόντια από το σκληρό παιχνίδι των αντιπάλων του.
Τότε η Βραζιλία απείχε ακόμη πολύ από την ομαδάρα που είδαμε αργότερα, ενδεχομένως εξαιτίας και του αποκλεισμού των μη λευκών από το παιχνίδι. Χρειάστηκαν άνθρωποι σαν τον Άρτουρ για να αλλάξει αυτό, αν και η αντίσταση στην εξέλιξη υπήρξε σφοδρή από τους ποτισμένους με ρατσισμό συμπατριώτες του.
Η στιγμή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορική ήρθε το 1919 στο Κόπα Αμέρικα, μια διοργάνωση που δεν είχαν κατακτήσει ποτέ οι Βραζιλιάνοι οι οποίοι μέχρι τότε έβλεπαν τους Ουρουγουανούς να κάνουν το «2 στα 2» στον θεσμό. Όντας οικοδεσπότες δεν θα συμβιβάζονταν με τίποτα λιγότερο από το τρόπαιο, όπως και έγινε. Στον τελικό συναντήθηκαν οι δυο τους αλλά μετά από 90 λεπτά το ματς δεν είχε γκολ. Σε συνεννόηση με τον Άγγλο διαιτητή αποφασίστηκε να παιχτεί παράταση, αν και οι κανονισμοί δεν προέβλεπαν κάτι τέτοιο. Έτσι και έγινε, αλλά όχι με τον τρόπο που γνωρίζουμε σήμερα. Παίχτηκαν δύο επιπλέον ημίχρονα από 30 λεπτά το καθένα, γεγονός που καθιστά τον συγκεκριμένο αγώνα συνολικής διάρκειας 150 λεπτών (!) τον μεγαλύτερο στην ιστορία του σπορ. Και όταν ολοκληρώθηκε, βρήκε την Βραζιλία νικήτρια με 1-0, χάρις σε ένα γκολ που σημείωσε ο Άρτουρ Φρίντενραϊχ στο 122’!
Παρά αυτήν την τρομερή επιτυχία που έβαλε την Βραζιλία στον ποδοσφαιρικό χάρτη και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον κόσμο που βγήκε στους δρόμους, η ομοσπονδία της χώρας αποφάσισε να απαγορεύσει την συμμετοχή μη λευκών ποδοσφαιριστών στην εθνική ομάδα λίγα χρόνια αργότερα… Μια απόφαση την οποία ανοιχτά καυτηρίασε ο Φρίντεραϊχ πριν τελικά μετέπειτα ανακληθεί καθώς η κοινωνία γινόταν πιο προοδευτική.
Δυστυχώς αυτός ο σκαπανέας του ποδοσφαίρου δεν μπόρεσε να δει και να απολαύσει τις αλλαγές που εν μέρει οφείλονται στον ίδιο. Μετά το τέλος της καριέρας του εργάστηκε σε μια εταιρεία οινοπνευματωδών ποτών, αλλά είχε την ατυχία να νοσήσει με Αλτσχάιμερ… Σχεδόν το σύνολο των χρημάτων του δαπανήθηκαν στην καταπολέμηση της ασθένειας, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του να τα περάσει σε ένα σπίτι που του είχε παραχωρήσει η διοίκηση της Σάο Πάουλο, ως ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς του.
Έφυγε από αυτόν τον κόσμο έχοντας ξεχάσει και ο ίδιος πόσο μεγάλος ποδοσφαιριστής υπήρξε και τις αλλαγές που έφερε στο άθλημα και στην κοινωνία. Πέθανε σε ηλικία 77 ετών, στις 6 Σεπτεμβρίου 1969. Δεν πρόλαβε να δει την εθνική ομάδα της χώρας του να διαλύει με 4-1 την Ιταλία και να κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο ούτε να χαμογελάσει βλέποντας περισσότερους από τους μισούς παίχτες της αποστολής να είναι μαύροι ή μιγάδες, όπως αυτός…