«Γιατί σε 'μένα;»: Η τελευταία φωτό του Λάμπρου Κωνσταντάρα λίγες μέρες πριν πέσει με πόνο η αυλαία της μυθικής ζωής του (Pics)

Μια ζωή σαν σενάριο κινηματογραφικής ταινίας

Στις 5 Νοεμβρίου 1981 γίνεται η πρεμιέρα της ταινίας «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ», με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, όπως άλλωστε γνωρίζετε ήδη οι περισσότεροι από εσάς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Εκείνο που δεν γνώριζαν, όμως, οι χιλιάδες θεατές που έσπευσαν να δουν το φιλμ στο σινεμά ήταν ότι επρόκειτο για την τελευταία εμφάνιση αυτού του σπουδαίου ηθοποιού στη μεγάλη οθόνη…

Το σενάριο υπέγραφε ο γιος του, Δημήτρης κι ένας ακόμα, άγνωστος, σεναριογράφος. Ο Πάνος Τσίρας ο οποίος πάντως δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Λάμπρο Κωνσταντάρα που είχε χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο ψευδώνυμο. Η κατάσταση της υγείας του σπουδαίου ηθοποιού ήταν επιβαρυμένη, όμως ο ίδιος ήθελε να παίξει για να ξαναβρεί κίνητρο στη ζωή του. Ο Μάκης Δελλαπόρτας, στο βιβλίο του «Τα backstage του ελληνικού σινεμά» περιέγραψε τι συνέβη στο πρώτο γύρισμα, της τελευταίας ταινίας του Λαμπρούκου. Τα λόγια της συμπρωταγωνίστριας του, Μάρως Κοντού, ήταν χαρακτηριστικά:

«Την πρώτη μέρα υπήρξε μια αρκετά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα για όλους μας» είχε πει. «Θυμάμαι ότι είχαμε γύρισμα σ’ ένα ξενοδοχείο στη Βουλιαγμένη και περιμέναμε όλοι να έρθει ο Λάμπρος. Κάποια στιγμή έφτασε και όλοι πέσαμε πάνω του να τον αγκαλιάσουμε και να τον καλωσορίσουμε. Εκείνος, μόλις με είδε, μου είπε: “Τιτιτι κακακάνεις, ψηψηψηλή;”. Εγώ σοκαρίστηκα, αλλά προσπάθησα να μην το δείξω. Έπιασα τον Καραγιάννη και τον ρώτησα: “Βρε Κώστα, τι πάμε να κάνουμε; Πώς θα τα πει ο Λάμπρος; Θα τον εκθέσουμε τον άνθρωπο και δεν κάνει”. “Άσε τώρα, ας ξεκινήσουμε και θα δούμε” μου απάντησε. Πάμε λοιπόν για πρώτο πλάνο. Εγώ είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Είχε στεγνώσει το στόμα μου. “Θεέ μου” είπα “τι θα γίνει τώρα;”. Ο Λάμπρος φώναξε: “Παιπαιπαιδιά, παπαπάμε, ειειείμαι έτοιτοιτοιμος!”.

Τότε άκουσα τον Καραγιάννη που φώναξε “πλάνο” για να ξεκινήσουμε. Και, ως εκ θαύματος, ξεκινώντας τη σκηνή ο Λάμπρος δεν κόμπιασε καθόλου. Είπε όλες τις φράσεις του μονομιάς χωρίς να σταματήσει ούτε μια φορά. Μόλις τέλειωσε το πλάνο του ξανά δυσλεξία. Όταν ξεκινούσαμε το γύρισμα τίποτα. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τι μαγική δύναμη μας δίνει τελικά αυτή η δουλειά; Έτσι συμβαίνει συχνά. Ό,τι κι αν έχεις, όπου κι αν πονάς, ό,τι προβλήματα κι αν κουβαλάς, όταν ανέβεις στο σανίδι όλα περνούν. Σαν κάτι να γίνεται μαγικό, ανεξήγητο. Έτσι συνέβη και σε εκείνη την ταινία με τον Λάμπρο. Όταν πηγαίναμε “πλάνο”, ήταν ο Λάμπρος που όλοι ξέραμε, αλλά στα διαλείμματα το πρόβλημα εμφανιζόταν ξανά».

Ποιος ξέρει, ίσως να είχε σχεδιάσει κι άλλα πράγματα για το μέλλον ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Άλλωστε ήταν ακόμη 68 ετών και σίγουρα δεν είχε χάσει την όρεξη και την δίψα του για το θέατρο, τον κινηματογράφο και φυσικά την ίδια την ζωή την οποία έτσι κι αλλιώς ρούφηξε μέχρι τέλους.

Δυστυχώς, όμως, δεν θα συνέβαινε τίποτα από αυτά. Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα ο Κωνσταντάρας θα χτυπηθεί από διπλό εγκεφαλικό επεισόδιο μέσα σε κάποιος μήνες ουσιαστικά και μάλιστα το δεύτερο τόσο σοβαρό ώστε να χάσει την φωνή του και την κίνηση στο δεξί χέρι του. Ήταν τόσο μεγάλο το πλήγμα που ένιωσε βαθιά μέσα στην ψυχή του ώστε να πέσει σε βαθιά μελαγχολία που δεν άργησε να μετατραπεί σε βαριά κατάθλιψη.

Μάταια οι δικοί του άνθρωποι –και κυρίως η σύζυγός του η Φιλιώ– προσπαθούσαν να του ανεβάσουν το ηθικό και να τον πείσουν ότι η ζωή άξιζε, έστω και αν δεν θα έμοιαζε σε τίποτα πια με αυτά που είχε συνηθίσει. Ήταν τόσο άσχημη η ψυχολογική κατάστασή του που αποφάσισε να κόψει κάθε δημόσια εμφάνιση και να αποτραβηχτεί από όλους και όλα. Σε τέτοιο σημείο ώστε στον Τύπο και τα περιοδικά της εποχής οι αναφορές σε εκείνον γίνονταν με τον χαρακτηρισμό «ο έγκλειστος της Βάρκιζας»…

Εκείνη την ζοφερή για τον ίδιο περίοδο οι συναναστροφές του περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Έγνεφε χαμογελώντας στους περαστικούς που τον αναγνώριζαν περνώντας έξω από το σπίτι και περίμενε την επίσκεψη του γιου του, Δημήτρη. Μέχρι εκεί, ως την ώρα τουλάχιστον που δέχτηκε να συναντήσει τον γνωστό δημοσιογράφο, συγγραφέα και μεταξύ άλλων βιογράφο του Αριστοτέλη Ωνάση, Δημήτρη Λυμπερόπουλο, ο οποίος μετέφερε στον κόσμο την τελευταία εικόνα του Λάμπρου Κωνσταντάρα, μερικές εβδομάδες πριν τον θάνατό του.

Αυτή η συνέντευξη για λογαριασμό του περιοδικού «Εικόνες» δημοσιεύτηκε στις 5 Ιουνίου 1985, ενώ ο λατρεμένος ηθοποιός άφησε την τελευταία πνοή του στις 28 του ίδιου μήνα. Αντιλαμβανόμενος άλλωστε και ο ίδιος το τέλος που πλησίαζε όταν ο Λυμπερόπουλος αποχαιρετώντας τον του είπε «θα ξανάρθω», εκείνος του έγραψε στο σημειωματάριό του «ίσως να μην ξανασυναντηθούμε»…

Όπως περιγράφει και ο δημοσιογράφος, εκείνο το σημειωματάριο ήταν ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ο Κωνσταντάρας επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, είχε γράψει και το «γιατί σε εμένα», περικλείοντας σε αυτές τις τρεις λέξεις όλη την πικρία που ένιωθε για το κακό που τον είχε βρει. Ολόκληρη η συνέντευξη έγινε με αυτόν τον τρόπο, με τον λατρεμένο Λαμπρούκο να σταματά πολλές φορές βουρκωμένος, μπορώντας μόνο να κάνει νοήματα στους γύρω του ή να αρθρώσει τη μόνη φράση που μπορούσε να πει μετά τα δύο εγκεφαλικά. «Στο διάβολο», έλεγε και βυθιζόταν ξανά στην κατάθλιψή του, μέχρι την ώρα που μεταφέρθηκε στο Ασκληπιείο της Βούλας.

Επέστρεψε στο σπίτι του για λίγες ημέρες θέλοντας να έχει τον ελάχιστο έλεγχο πάνω στο αναπόφευκτο τέλος του. Τουλάχιστον να έφευγε από αυτόν τον κόσμο στο σπίτι του, όπως και τελικά συνέβη… Οξύμωρο ή όχι, πάντως, η ιστορία έγραψε ότι «ο έγκλειστος της Βάρκιζας», ο άνθρωπος που είχε χάσει την φωνή του λίγο πριν τα φώτα σβήσουν, άφησε ως τελευταία δουλειά του τον δίσκο που ηχογράφησε με 12 τραγούδια του γιου του