Αν και η βασίλισσα Ελισάβετ υπήρξε αναμφίβολα ιστορική προσωπικότητα και μόνο για το ότι καταγράφηκε ως η μακροβιότερη μονάρχης στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και η μακροβιότερη βασίλισσα στην παγκόσμια ιστορία – 70 ολόκληρα χρόνια ήταν αυτά – δεν πρέπει να λησμονηθούν και οι σκοτεινές πτυχές της βασιλείας της. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή ταυτίζεται με την έννοια «μικροψυχία».
Χαρακτηριστικό – αν και όχι μοναδικό – είναι το παράδειγμα της Κύπρου, όπου η Ελισάβετ Β’ θα είναι εσαεί μία από τις πιο μισητές ιστορικές φυσιογνωμίες. Αιτία η απάνθρωπη αντιμετώπιση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και η υπογραφή της στους απαγχονισμούς εννέα Ελληνοκύπριων αγωνιστών, από το 1955 έως το 1957.
Η Ελισάβετ στέφθηκε βασίλισσα στις 2 Ιουνίου 1953 σε ηλικία 26 ετών και πολύ γρήγορα έδειξε τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε τις χώρες – αποικίες της βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Η τραγική ιστορία του ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη, σχετίζεται άμεσα με τη στέψη της Ελισάβετ.
Τότε, στην Κύπρο, όπως και στις άλλες αποικίες του Στέμματος, οι Βρετανοί κατακτητές στόλισαν τις πόλεις για το γεγονός. Ηγετική μορφή στις διαμαρτυρίες των μαθητών, όταν είδαν βρετανικές σημαίες στο σχολείο, ήταν ο 15χρονος τότε Ευαγόρας Παλληκαρίδης, μαθητής στο Γυμνάσιο της Πάφου, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει με ένα όραμα: την απόσυρση των Άγγλων από το νησί και την ένωση του με την Ελλάδα.
Τα παιδιά αρνήθηκαν να μπουν στο Γυμνάσιο και ζήτησαν να υποσταλούν οι σημαίες. Το επαναστατικό πνεύμα του Παλληκαρίδη δεν αρκέστηκε σε αυτό. Ο νεαρός αγωνιστικής κατευθύνθηκε προς την Πλατεία της 28ης Οκτωβρίου, ανέβηκε στον ιστό και κατέβασε τη βρετανική σημαία υπό τα χειροκροτήματα του πλήθους. Η αντάρτικη αυτή ενέργεια πυροδότησε αντιδράσεις σε όλη την Πάφο κι έτσι με αφορμή τη στέψη της Ελισάβετ, οι μαθητές άρχισαν να ξηλώνουν οτιδήποτε βρετανικό είχε στηθεί στην πόλη.
Οι βρετανικές δυνάμεις κατοχής ξεκίνησαν έρευνα για τα συμβάντα και μεταξύ των μαθητών που συνελήφθησαν ήταν και ο Παλληκαρίδης. Οι ποινές που τους επιβλήθηκαν ήταν αμελητέες.
Δύο χρόνια αργότερα ο Παλληκαρίδης εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στη νεοσυσταθείσα ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), που κήρυξε ένοπλο αγώνα με στόχο την απαλλαγή από τη βρετανική αποικιοκρατία και τελικά την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το Δεκέμβριο του 1956 ο Παλληκαρίδης συνελήφθη από τους Βρετανούς με την κατηγορία της μεταφοράς οπλισμού (ένα οπλοπολυβόλο μπρεν και τρεις γεμιστήρες) από τη Λυσό στη Λευκωσία. Ένα χρόνο νωρίτερα ο σκληρός Βρετανός στρατιωτικός, Τζον Χάρντιγκ, είχε αναλάβει τη διοίκηση του νησιού, επιβάλλοντας αυστηρά μέτρα ασφαλείας για την αντιμετώπιση της ΕΟΚΑ και του ξεσηκωμένου πληθυσμού: απαγορεύσεις κυκλοφορίας, κλείσιμο σχολείων, δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης, αύξηση του χρόνου κράτησης φυλακισμένων και υπόπτων χωρίς δίκη και επιβολή θανατικής ποινής για μια σειρά από παραβάσεις, όπως οπλοφορία.
Ο 18χρονος πια Παλληκαρίδης φυλακίστηκε και βασανίστηκε για να καταδώσει συντρόφους, αλλά το μόνο που κατάφεραν οι Αρχές ήταν να αποσπάσουν τη δική του ομολογία. Παρά τις εκκλήσεις των δικηγόρων του περί του αντιθέτου, παραδέχτηκε ότι ήταν μέλος της ΕΟΚΑ και ότι θεωρούσε καθήκον του να αγωνιστεί για την ελευθερία της πατρίδας του. Μετά από μια δίκη – παρωδία καταδικάστηκε σε θάνατο, διά απαγχονισμού.
«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο», απάντησε στον δικαστή όταν του ζητήθηκε να αποδείξει την αθωότητά του.
Την επομένη της καταδίκης, οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου έστειλαν τηλεγράφημα στο στρατηγό Χάρντινγκ, ζητώντας την απονομή χάριτος στον συμμαθητή τους.
Έκτοτε, ξεκίνησε ένας τεράστιος αγώνας για την αποτροπή της εκτέλεσης, με μπαράζ διαδηλώσεων διαμαρτυρίας σε Κύπρο και Ελλάδα και διπλωματικών εκκλήσεων. Η κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζητεί την παρέμβαση του βασιλιά Παύλου, ενώ ελληνική κυβέρνηση και Βουλή βομβαρδίζουν με τηλεγραφήματα την αγγλική κυβέρνηση και τον ΟΗΕ.
Υψηλά ιστάμενοι εκπρόσωποι της ορθόδοξης εκκλησίας, διανοούμενοι, συντεχνίες, πολιτικοί, ακόμα και Άγγλοι βουλευτές προσπαθούν να ματαιώσουν την εκτέλεση ενός 19χρονου, αλλά οι αντιδράσεις δεν κάμπτουν την αγγλική αναλγησία. Το τελευταίο χαρτί των δικηγόρων του Παλληκαρίδη είναι να στείλουν τηλεγράφημα στη βασίλισσα Ελισάβετ, που μία της λέξη αρκούσε για να δώσει χάρη. Η βασιλική απάντηση όμως δεν δόθηκε ποτέ.
«Θα ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Τι σήμερα τι αύριο; Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Παλληκαρίδης στο τελευταίο μήνυμά του, γραμμένο σε ένα κομμάτι χαρτί. Μία μέρα αργότερα, στις 14 Μαρτίου του 1957, οι Άγγλοι τον οδηγούν στην αγχόνη και τον ενταφιάζουν μέσα στη φυλακή για να μην μετατραπεί η κηδεία σε παλλαϊκή διαδήλωση και ο τάφος του σε λαϊκό προσκύνημα. Είναι τα περίφημα Φυλακισμένα Μνήματα στη Λευκωσία – ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος στον περίβολο των Κεντρικών Φυλακών. Εκεί, κατά την επιτυχημένη τακτική των Βρετανών, είχαν ήδη ταφεί άλλοι οχτώ Ελληνοκύπριοι αγωνιστές, με πρώτους τους εμβληματικούς Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέας Δημητρίου, ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο Καραολής καταδικάστηκε σε θάνατο για την εκτέλεση του Ηρόδοτου Πουλλή, τον οποίο η ΕΟΚΑ είχε στοχοποιήσει ως προδότη. Ο Δημητρίου κατηγορήθηκε ότι εκτέλεσε τον πράκτορα της «Ιντέλιτζενς Σέρβις», Σίντνεϊ Τέιλορ.
Οδηγήθηκαν μαζί στην αγχόνη στις 10 Μαΐου 1956, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. «Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε», ήταν τα τελευταία λόγια του Δημητρίου.
Και τότε το βρετανικό παλάτι είχε αρνηθεί την αίτηση απονομής χάριτος. Οι δικηγόροι των κατηγορούμενων προσέφυγαν στην Επιτροπή Δικαιοσύνης του Βρετανικού Συμβουλίου του Κράτους, ενώ αιτήθηκαν απονομή χάριτος από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’. Παρά τη διεθνή κατακραυγή για την απόφαση – ο Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Αλμέρτ Καμύ ήταν ο πιο διάσημος από τους επιφανείς ξένους που αντιτάχθηκαν στη θανατική ποινή – τίποτα δεν άλλαξε. Η έφεση εξετάστηκε από το Συμβούλιο του Στέμματος τον Απρίλιο του 1955, αλλά απορρίφθηκε.
Οι άλλοι έξι αγωνιστές που εκτελέστηκαν και τάφηκαν στο ίδιο σημείο ήταν οι Χαρίλαος Μιχαήλ, Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος, Μιχαήλ Κουτσόφτας, Στέλιος Μαυρομμάτης και Ανδρέας Παναγίδης.
Φυσικά τα βρετανικά εγκλήματα στην Κύπρο δεν περιορίστηκαν σε εκτελέσεις. Το 2019, η βρετανική κυβέρνηση κατέβαλε αποζημίωση ύψους 1 εκατ. λιρών σε 33 Κύπριους που απέδειξαν ότι βασανίστηκαν από τις βρετανικές δυνάμεις. Ανάμεσά τους ήταν και ένα κορίτσι, 16 ετών τότε, το οποίο δήλωσε ότι βιάστηκε επανειλημμένα από στρατιώτες.
Για τους Κύπριους οι απαγχονισμοί των αγωνιστών του απελευθερωτικού αγώνα 1955-59, παραμένουν μέχρι σήμερα ένα από τα πιο τραυματικά γεγονότα της ιστορίας του τόπου τους. Κι έτσι όταν η Ελισάβετ Β’ επισκέφτηκε την Κύπρο για την 29η Σύνοδο Κορυφής της Κοινοπολιτείας, τον Οκτώβριο του 1993, οι αντιδράσεις του πληθυσμού ήταν τέτοιες (ένας από τους διαδηλωτές έσπασε ακόμα και το τζάμι της λιμουζίνας της), που της υπενθύμισαν ότι με τη νεανική απάθειά της είχε ουσιαστικά βάψει τα χέρια της με αίμα στο νησί…