Τον Σεπτέμβριο του 1971 η αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών φιλοξενεί ακόμη ένα Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου και μέσα σε χειροκροτήματα το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου παραλαμβάνει η Μάρω Βασιλείου.
Μια 20χρονη, άγνωστη ως τότε ηθοποιός, που προσπέρασε μεγάλα ονόματα της εποχής και τα χρωστά όλα σε μια φωτογραφία. Εκείνη χάρις στην οποία επιλέχτηκε για να πρωταγωνιστήσει στην θρυλική «Ευδοκία», την ταινία που ανάμεσα σε άλλα μας χάρισε και το πιο καθηλωτικό ζεϊμπέκικο στην ιστορία του εγχώριου σινεμά.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του φιλμ, Αλέξης Δαμιανός, είχε μια ξεκάθαρη εικόνα στο μυαλό του για το τι ακριβώς ήθελε να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη. Με ιδιαίτερη προσοχή, λόγω της εποχής και της πολιτικής κατάστασης που είχε δημιουργήσει η δικτατορία, εξιστορεί ένα κινηματογραφικό παραμύθι γεμάτο αλήθειες και μεταφορές όσων συνέβαιναν στην ελληνική κοινωνία.
Σε μια επαρχιακή πόλη της Βορείου Ελλάδας ο νεαρός λοχίας ερωτεύεται μια πόρνη, την Ευδοκία, και της χαρίζει όλη την λεβεντιά και την ντομπροσύνη του συμπυκνωμένη στον χορό-σύμβολο της αντρειοσύνης. Το περίφημο ζεϊμπέκικο. Εκείνη αψηφά την παρουσία του νταβατζή της, ανταποκρίνεται στο κάλεσμα και οδηγεί την ιστορία στα όρια της αρχαίας τραγωδίας.
Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας κέρδισε μια θέση στην ιστορία της ελληνικής μουσικής και αποτελεί πια ένα σύγχρονο στοιχείο της εθνικής κουλτούρας. Ένα κομμάτι μυθικών διαστάσεων που ξεπήδησε από το μυαλό του αξεπέραστου Μάνου Λοΐζου, πέρασε από τις παρτιτούρες του και –τελικά- φώλιασε για πάντα στο dna μας ως μοναδικό σύμβολο ανδρείας. Και ήταν τόσο γεμάτο που ακόμη και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος όταν κλήθηκε να το ντύσει με στίχους αναγνώρισε το αυθύπαρκτο μεγαλείο του τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν»…
Είναι γνωστό ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Γιώργος Κουτούζης, ήταν ένας ερασιτέχνης χωρίς προηγούμενη εμπειρία που δεν γύρισε και κανένα άλλο φιλμ, αφού συνειδητά προτίμησε τα καράβια και στη συνέχεια τα ναυπηγεία του Περάματος, όμως ούτε η κινηματογραφική Ευδοκία, έμελε να απορροφηθεί από τον χώρο του θεάματος, αν και για εκείνη επίσης λίγα πράγματα ξέρουμε.
Το σίγουρο είναι πως κατάφερε να κερδίσει τον ρόλο που την καθόρισε μέσα από μια απλή φωτογραφία! Ο σκηνοθέτης, Αλέξης Δαμιανός και η σύζυγός του κοίταζαν δεκάδες τέτοιες νεαρών και όμορφων κοριτσιών, αναζητώντας στο Λονδίνο εκείνη την μία που θα είχε τον σχεδόν ωμό ερωτισμό αλλά και το τσαγανό ώστε να αντεπεξέλθει σε αυτό που σκεφτόταν. Η Μάρω Βασιλείου ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Με το που αντίκρισαν την μόλις 20 ετών Κύπρια έκλεισαν το άλμπουμ…
Η Μάρω (ή Μαρί) Βασιλείου είχε μεγαλώσει στην αγγλική πρωτεύουσα και δίχως δεύτερη σκέψη μετακόμισε στην Ελλάδα κι έζησε με το ζεγάρι στο σπίτι τους στην Εκάλη για ένα χρόνο. Όσο δηλαδή κράτησαν τα γυρίσματα, ενώ σε αυτή τη διάρκεια έκανε και μαθήματα υποκριτικής και συνεχείς πρόβες μέχρι τελικά να βγει η ταινία στις αίθουσες και να ακολουθήσει ό,τι ακολούθησε. Όλως περιέργως, πάντως, στην πραγματικότητα δεν εξαργύρωσε ποτέ την επιτυχία της.
Την συναντάμε σε ακόμη τρεις ταινίες, στα «Παιδιά των λουλουδιών» και στην «Ερωτισμός και πάθος» του Όμηρου Ευστρατιάδη και στον «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ στο μεταξύ γνωρίζει τον μουσικό Σωτήρη Κοματσιούλη ο οποίος εμφανιζόταν με την αδελφή της Ελένη, που ήταν τραγουδίστρια. Οι δυο τους παντρεύονται και μερικά χρόνια αργότερα τα ίχνη της χάνονται, με τις φήμες να δίνουν και να παίρνουν.
Μάλιστα το 1977 κάποιοι υποστήριξαν ότι είχε χάσει την ζωή της σε τροχαίο. Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι βρισκόταν ξανά στο Λονδίνο, ενώ στο μεταξύ φερόταν να έχει κάνει και δεύτερο γάμο με έναν Ιταλό ο οποίος είχε φύγει από την ζωή στο μεταξύ. Φαίνεται πως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνην… Όπως τελικά έγινε γνωστό, ο λόγος της εξαφάνισής της ήταν ο καρκίνος με τον οποίο έδινε άνιση μάχη μέχρι τις 5 Ιουλίου του 1989 όταν και άφησε την τελευταία πνοή της αφήνοντας τον μύθο της Ευδοκίας να ζει για πάντα.