Γεννημένος στα Τουρκοβούνια από Μικρασιάτες, μεγαλωμένος στα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και έχοντας γαλουχηθεί στο δρόμο με δουλειές του ποδαριού, ο Σταύρος Παράβας ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και όχι μόνο ηθοποιού. Κέρδισε τα «παράσημά» του με τον ιδρώτα του κι έχτισε έναν χαρακτήρα που αναπόφευκτα του έφερε προβλήματα όταν η Ελλάδα μπήκε στον «γύψο» κατά την διάρκεια της χούντας.
Μέχρι την αποφράδα ημέρα της 21ης Απριλίου του 1967 η οποία σηματοδότησε την έναρξη της δικτατορίας είχε προλάβει να φτιάξει το όνομά του, κυρίως λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών ρόλων που ερμήνευσε, όπως εκείνον του «Φίφη», της καρικατούρας ενός ομοφυλόφιλου, όπως τουλάχιστον υπήρχε τότε το αντίστοιχο στερεότυπο της κοινωνίας. Μάλιστα, η επιτυχία και η αναγνωρισιμότητα που γνώρισε μέσα από αυτόν ήταν τέτοια που ο Παράβας αποφάσισε να αφήσει το τεράστιο και παχύ μουστάκι που ήταν το σήμα κατατεθέν του, προκειμένου να μην ταυτιστεί από το κοινό με το ρόλο.
Εκεί που πραγματικά όμως μπόρεσε να βγάλει όλο το εύρος του ταλέντου του ήταν το θέατρο –σε κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο – και ιδιαίτερα η επιθεώρηση όπου είχε την δυνατότητα να εκφράζεται πιο ελεύθερα, να αυτοσχεδιάζει και να «παίζει» με τους θεατές. Για κακή του τύχη, όμως, αυτή η περίοδος – η περίοδος της ακμής του συνέπεσε με εκείνη της χούντας…
Το 1974 συνέβη το περιστατικό που του άλλαξε την ζωή. Στο θέατρο «Ρεξ» θα ανέβαινε η επιθεώρηση με τον… προκλητικό τίτλο «Επτά χρόνια φαγούρα» και ο Παράβας ο οποίος ως τότε δεν είχε επιδείξει κάποια αντιδιδακτορική δράση, ζήτησε από τους συγγραφείς να προσθέσουν σε ένα από τα νούμερά του που υποδυόταν έναν Κρητικό λυράρη μια μαντινάδα. Και συγκεκριμένα μια στροφή με την οποία θα σχολίαζε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα που λίγους μήνες πριν είχε ζήσει το απίθανο. Το πραξικόπημα του Ιωαννίδη με το οποίο είχε ανατρέψει τον πρώην συνεργάτη του Γιώργο Παπαδόπουλο, που επίσης είχε πάρει την εξουσία με πραξικόπημα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και γνωρίζοντας ότι τα κείμενα έπρεπε προηγουμένως να λάβουν έγκριση από την επιτροπή λογοκρισίας, η περίφημη μαντινάδα γράφτηκε, αλλά του έγινε ξεκάθαρο ότι δεν θα έπρεπε να ειπωθεί. Εκείνος, όμως, βγήκε κανονικά στην σκηνή και προς έκπληξη όλων δεν σταμάτησε να τραγουδάει στο σημείο που προέβλεπε το σενάριο, αλλά συνέχισε λέγοντας:
«Όποιος καλά μας κυβερνά, θα είναι και δικός μας
γύψο, κοντούς, τρελούς και τανκς δεν θέλει ο λαός μας.
Είπα πολλά και λάλησα και πρέπει να το στρίψω,
μην τύχει και βάλουνε κι εμένα μες στο γύψο».
Συνάδελφοι αλλά και το υπόλοιπο προσωπικό του θεάτρου τα έχασαν και του ζήτησαν να μην το επαναλάβει αφού ήταν γνωστό ότι ΕΣΑτζηδες έμπαιναν συχνά στις παραστάσεις υποδυόμενοι τους θεατές, φρόντιζαν να έχουν καλές θέσεις και μαζί τους κουβαλούσαν ένα μαγνητοφωνάκι με το οποίο κατέγραφαν ώστε να έχουν αποδείξεις εάν κάποιος τολμούσε να πει οτιδήποτε μη αρεστό προς το καθεστώς. Αν και υποσχέθηκε ότι δεν θα το ξανάκανε, ο Παράβας στην παράσταση της Παρασκευής τραγούδησε ξανά την μαντινάδα. Την επόμενη κιόλας ημέρα, Σάββατο, δύο καλοντυμένοι νεαροί ζήτησαν να τον δουν κι έφτασαν μέχρι το καμαρίνι του. Ο ηθοποιός πίστεψε ότι ήταν θαυμαστές που θα ζητούσαν αυτόγραφο ή κάτι τέτοιο κι επειδή ετοιμαζόταν να βγει στην σκηνή για το νούμερό του, τους παρακάλεσε να περιμένουν λίγο μέχρι να προλάβει να μακιγιαριστεί και να ντυθεί. Και σε αυτήν την κατάσταση τον πήραν «αγκαζέ» και τον οδήγησαν στα κρατητήρια της ασφάλειας και από εκεί στην εξορία της Γυάρου, με ενδιάμεσο σταθμό τη Σύρο.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι ο Σταύρος Παράβας δεν ήταν μια κλασική αντιστασιακή μορφή υπό την έννοια ότι δεν συμμετείχε με κάποιον τρόπο συνειδητά στα δρώμενα κατά της χούντας. Ήταν όμως ένα άτομο με σαφείς αριστερές επιρροές σε ότι αφορούσε τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο. Έχοντας μεγαλώσει στην βιοπάλη μπορούσε να αντιληφθεί τον διαχωρισμό των τάξεων και τις μεταξύ τους ανισότητες.
Παράλληλα ως ευαίσθητος χαρακτήρας δυσκολευόταν να πιστέψει ότι βρισκόταν έγκλειστος μόνο και μόνο επειδή διατύπωσε τη γνώμη του. Τίποτα παραπάνω. Δεν έβρισε, δεν χαρακτήρισε, δεν ονομάτισε. Είπε απλά 2 στροφές μιας μαντινάδας που απλά δεν ήταν αρεστή στην τότε εξουσία. Μια κατάσταση που καλό είναι να έχουμε κατά νου την επόμενη φορά που θα μπλέξουμε σε συζήτηση με νοσταλγούς που θα αντιτάξουν ένα «ναι, αλλά έκανε δρόμους»…
Στο διάστημα του εγκλεισμού του κακοποιήθηκε όπως τόσοι άλλοι και μιλώντας χρόνια αργότερα εξέφρασε την απόγνωσή του για αυτό το νησί λέγοντας: «Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι υπάρχουν τέτοια μέρη-τέρατα, όπου φυλακίζουν ανθρώπινες ψυχές»… Από αυτό το κολαστήριο έμελε να βγει ανάμεσα στους 44 τελευταίους έγκλειστους που απελευθερώθηκαν, όταν το οχηματαγωγό «Σκήρων» έφτασε επιτέλους στη Ραφήνα και το «θανατονήσι» της Γυάρου σταμάτησε να δικαιολογεί τον τίτλο του.