Είναι αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν το ελληνικό star system ζει μέρες… δόξας. Ο πλέον δημοφιλής τραγουδιστής της εποχής, Τόλης Βοσκόπουλος και η ηθοποιός που μαγνητίζει περισσότερο από κάθε άλλη τα βλέμματα, Ζωή Λάσκαρη συνθέτουν ένα λαμπερό ζευγάρι που ζει τον θυελλώδη έρωτά του.
Ουσιαστικά στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης έρχεται και η «νομιμοποίηση» αυτής της σχέσης. Ο Τόλης Βοσκόπουλος ανεβαίνει στην σκηνή για να ερμηνεύσει το «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» και την ώρα που από το στόμα του βγαίνουν οι στίχοι του πρώτου κουπλέ: «Για σένα που έστρωσα χαλί τη καρδιά, κοιτάω τα σύννεφα, κοιτάω τα πέλαγα, τη γη, το βοριά. Μεγάλη χαμένη μου ξανθή Παναγιά…» με μια υπόκλιση προς το μέρος που κάθεται η Ζωή Λάσκαρη δείχνει σε όλους τα συναισθήματά του, επισημοποιώντας το απόλυτο ειδύλλιο μεταξύ τους.
Η γνωριμία τους έρχεται μερικά χρόνια νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1970, όταν ο Γιάννης Δαλιανίδης αποφασίζει να ανεβάσει το μιούζικαλ «Μαριχουάνα Στοπ» στο θέατρο Μπουρνέλλη. Την μουσική της παράστασης υπέγραφε ο Μίμης Πλέσσας και συμμετοχή σε αυτό θα είχε και ο Τόλης Βοσκόπουλος ο οποίος εκτός από το τραγούδι, είχε ήδη δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στην υποκριτική. Ο «πρίγκιπας» δεν μπορεί να νικήσει την έλξη που νιώθει για την Ζωή Λάσκαρη (που κάνει το ντεμπούτο της στο σανίδι), η οποία θα αποδειχθεί ότι είναι αμοιβαία.
Για σχεδόν μια τριετία οι δυο τους θα ζήσουν τον απόλυτο έρωτα, δίχως να κρύβουν το πόσο ευτυχισμένοι αισθάνονται ο ένας δίπλα στον άλλον. Οι κοινές εμφανίσεις τους είναι συχνές, όπως και οι επισκέψεις της δημοφιλούς ηθοποιού στην Καβάλα, την περίοδο που εκεί διέμενε ο Βοσκόπουλος, καθώς λάμβανε μέρος στα γυρίσματα της ταινίας του «Αδέλφια μου αλήτες πουλιά». Είχε ήδη αφήσει πίσω του με την επίσης ηθοποιό Αλέκα Στρατηγού αλλά και τον έρωτά του για την Δούκισσα και πλέον είχε μάτια μόνο για την «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» του, με μία εκ των 11 αδελφών του Τόλη, την Παναγιώτα, να γράφει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά της: «…Έφυγε με τη Λάσκαρη και άρχισε μια ιστορία μαζί της που κράτησε περίπου τρία χρόνια. Τρία χρόνια έρωτας, πάθος και λατρεία. Μα και τρέλα και στενοχώρια και αγωνία. Έρωτας τρελός, λοιπόν, για τη Λάσκαρη. Θεά την έβλεπε και θεά την ένιωθε»…
Καρπός του πάθους τους ουσιαστικά είναι και το επίσης θεατρικό έργο «Εραστές του ονείρου» στο οποίο πρωταγωνιστούν και για δύο σεζόν το κοινό μετατρέπει την παράσταση σε τεράστια επιτυχία, θέλοντας να τους δει μαζί στο σανίδι, όπως συνέβαινε και στην ζωή. Όμως, ο έρωτάς τους, όσο θυελλώδης κι αν ήταν αποδείχθηκε ότι είχε ημερομηνία λήξης. Το 1973, μετά από μια περιοδεία της Ζωής Λάσκαρη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η ηθοποιός ενημερώνει τον τραγουδιστή για την πρόθεσή της να βάλει τέλος στη σχέση τους.
Εκείνος αρχικά αρνείται να το πιστέψει, αλλά τελικά θα το αποδεχτεί, περνώντας ένα διάστημα απομονωμένος, στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τον χωρισμό. Είναι η περίοδος που περιορίζει τις εμφανίσεις του και παραμένει απαρηγόρητος, μέχρι την ώρα που βρίσκει βάλσαμο για την πίκρα της καρδιάς του στην αγκαλιά της μεγάλης κυρίας του ελληνικού τραγουδιού, Μαρινέλλας.
Την ίδια εποχή ο Δαλιανίδης αποφασίζει να μεταφέρει το θεατρικό «Εραστές του ονείρου» και στον κινηματογράφο. Για τον ρόλο της πρωταγωνίστριας η επιλογή είναι η προφανής. Η Ζωή Λάσκαρη. Με το ημερολόγιο, όμως, να γράφει 1974 πλέον, δίπλα της στις σκηνές του φιλμ δεν στέκεται ο Τόλης Βοσκόπουλος, αλλά ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
Ο «πρίγκιπας» βλέπει την «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» του και αντιλαμβάνεται το οριστικό τέλος ενός παθιασμένου έρωτα που για τρία χρόνια τον είχε κάνει να λησμονήσει κάθε άλλη γυναίκα (από τις πολλές) που είχαν περάσει από την ζωή του.