Μπορεί η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων να προκαλέσει πόλεμο; Η ιστορία έχει ήδη απαντήσει καταφατικά, αν αναλογιστούμε τι συνέβη στην Τροία για τα μάτια της ωραίας Ελένης. Ωστόσο, κάτι ανάλογο παραλίγο να συμβεί πολύ πιο πρόσφατα στην Κρήτη όταν στο νησί κόντεψε να ξεσπάσει εμφύλιος μετά την απαγωγή της θρυλικής Τασούλας που έφυγε πριν λίγες ημέρες από την ζωή.
Όλα ξεκίνησαν όταν ένας νεαρός Κρητικός, ο Κώστας, ερωτεύτηκε την συγκεκριμένη κοπέλα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν το επώνυμο και η καταγωγή του καθενός από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν την απίθανη –όπως εξελίχθηκε- ιστορία. Ο νέος άνδρας ήταν ένας Κεφαλογιάννης και μάλιστα αδελφός του Μανόλη Κεφαλογιάννη, βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος και συνάμα διακεκριμένη μορφή της Αντίστασης στα Ανώγεια την περίοδο της Κατοχής. Ένας άντρας που απολαμβάνει τον σεβασμό, παρά τα πάθη που σχεδόν πάντα συνοδεύουν τις ιστορίες στην Κρήτη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Κώστα ή Κουντόκωστα, όπως τον φωνάζουν οι περισσότεροι, που λίγα χρόνια πριν οι Άγγλοι του είχαν δώσει τον χαρακτηρισμό «ελάφι» και «τίγρη» του Ψηλορείτη για την δράση του κόντρα στους κατακτητές.
Από την άλλη, η Τασούλα δεν είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα. Πρόκειται για την θυγατέρα του Γιώργη Πετρακογιώργη. Κι αυτός είναι βουλευτής. Με την μόνη διαφορά ότι εκλέγεται με τους Φιλελεύθερους, δηλαδή τους αντιπάλους των Λαϊκών, σε μια εποχή που οι στάχτες του Εμφύλιου σπαραγμού σκεπάζουν ακόμη τον ελλαδικό χώρο και τα πολιτικά πάθη και μίση γνωρίζουν το απόγειό τους. Ο Πετρακογιώργης, αρχηγική μορφή και καπετάνιος κι εκείνος τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, είναι επίσης ένας άντρας τον οποίο σέβονται απεριόριστα φίλοι και εχθροί, γνωρίζοντας τις θυσίες και τους αγώνες του για τον τόπο.
Έχοντας κατά νου αυτά τα στοιχεία, μπορούμε να φανταστούμε τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που έφεραν τα γεγονότα της 20ής Αυγούστου 1950. Η Τασούλα βγαίνει από τον κινηματογράφο «Όασις» στο Ηράκλειο μαζί με μερικές φίλες της. Εκεί την περιμένει ο Κώστας Κεφαλογιάννης συνοδευόμενος από πέντε οπλισμένους άνδρες και της ζητά να τον ακολουθήσει μέσα στο αυτοκίνητο με το οποίο ανεβαίνουν στον Ψηλορείτη και χάνονται στις σπηλιές του δύσβατου βουνού. Το σκηνικό γίνεται μπροστά στα μάτια δεκάδων κατοίκων της πόλης και τα νέα μεταδίδονται σαν αστραπή. «Ο Κουντοκώστας Κεφαλογιάννης έκλεψε την Τασούλα Πετρακογιώργη»… Ακολουθεί το απόλυτο χάος.
Οι επόμενες στιγμές είναι κρίσιμες. Πάνω από χίλιοι οπλισμένοι συγγενείς, φίλοι και ψηφοφόροι του Πετρακογιώργη κινούν και κατευθύνονται προς το σπίτι του Κεφαλογιάννη, την ίδια ώρα που και οι δικοί του άνθρωποι έχουν ζωστεί με άρματα και δείχνουν έτοιμοι για όλα. Εάν τότε, εκείνες τις πρώτες ώρες που το αίμα έβραζε, ένας μονάχα έχανε την ψυχραιμία του και πατούσε την σκανδάλη, το μακελειό θα ήταν αναπόφευκτο…
Οι ταυτότητες των πρωταγωνιστών είναι τέτοιες που το θέμα πολύ σύντομα διαβαίνει τα όρια της Κρήτης. Οι τοπικές αστυνομικές αρχές είναι εντελώς ανήμπορες να επιβάλουν την τάξη και μοιραία ο τότε πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος (Κρητικός κι αυτός) βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κρίση που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Σε μια Ελλάδα διαλυμένη ακόμα από τον σπαραχτικό Εμφύλιο και ρημαγμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους Ναζί, δυσκολευόταν να υπακούσει στις συμμαχικές εντολές για αποστολή εκστρατευτικού σώματος στην Κορέα για τον πόλεμο που μαινόταν εκεί. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τώρα όφειλε να θέσει ως απόλυτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση ενός εσωτερικού προβλήματος με αδιανόητες προεκτάσεις. Ο αδελφός ενός βουλευτή του αντίπαλου κόμματος είχε απαγάγει την κόρη ενός βουλευτή του δικού του. Ο πρωθυπουργός έπρεπε να δράσει δίχως καθυστέρηση και με τρόπο που δεν θα έδειχνε μεροληψία, γνωρίζοντας τους κινδύνους που υπήρχαν εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Λέγεται ότι πυροσβεστικό ρόλο μεσολαβητή επιχείρησε να παίξει ο «πατριάρχης» της οικογένειας Βαρδινογιάννη, Παύλος, βουλευτής των Φιλελευθέρων και αυτός, αλλά οι προτάσεις του δεν βρήκαν ανταπόκριση. Λες και επρόκειτο για κάποιο εθνικό ζήτημα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση κάθισαν στο ίδιο τραπέζι. Σοφοκλής Βενιζέλος και Κωνσταντίνος Τσαλδάρης αντιλήφθηκαν ότι όχι μόνο η Κρήτη αλλά και ολόκληρη η Ελλάδα κινδύνευε να μπει σε νέο γύρο εμφύλιου σπαραγμού, λίγο καιρό αφότου είχε κλείσει ο προηγούμενος, για έναν… γάμο. Τότε ήταν που προτάθηκε ακόμη και να ευλογήσουν οι ίδιοι το μυστήριο και να είναι ταυτόχρονα κουμπάροι, σε μια προσπάθεια να καταλαγιάσουν τα μίση. Όμως η πρόταση συνάντησε τις σφοδρές αντιδράσεις και των δύο οικογενειών. Από την μία οι Κεφαλογιάννηδες επειδή δεν ήθελαν την… νύφη (αν και ο Μανόλης τάχθηκε από την αρχή κατά της απαγωγής, ενώ ζήτησε και από τον αδελφό του να παραδοθεί) και από την άλλη οι Πετρακογιώργηδες διότι ένιωσαν ότι τους υποτιμούν, ζητώντας τους ουσιαστικά να συγχωρήσουν τον… γαμπρό.
Πλέον, με τα περιθώρια εξεύρεσης λύσης να στενεύουν, ο Βενιζέλος άλλαξε ρότα και ανέλαβε δράση. Μοιάζει αδιανόητο, αλλά κήρυξε στρατιωτικό νόμο στους νομούς Ηρακλείου και Ρεθύμνου, αναστέλλοντας παράλληλα 9 άρθρα του Συντάγματος! Την ίδια ώρα διέταξε να κατέβουν στο νησί άλλοι χίλιοι αστυνομικοί και ζήτησε από τον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο την συνδρομή ακόμη δύο τάγματων πεζικού, συνολικά πάνω από 2.000 επιπλέον ένστολους με διπλό σκοπό. Από την μία θα έπρεπε να διατηρήσουν την τάξη και αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ των δύο οικογενειών και από την άλλη θα προσπαθούσαν να ξετρυπώσουν τον Κουντόκωστα και την Τασούλα από το κρησφύγετό τους. Παράλληλα αποφασίζει να λογοκριθεί ο Τύπος ώστε να μην ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά με τα δημοσιεύματά του.
Κι ενώ όλα ισορροπούσαν σε τεντωμένο σκοινί, θέση πάνω στο ζήτημα πήρε ακόμη και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων, αλλά και ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ένας Άγγλος ο οποίος είχε αποκτήσει τον σεβασμό όλων των Κρητικών καθώς είχε πολεμήσει στο νησί τόσο με τον τακτικό βρετανικό στρατό, όσο και κατά την διάρκεια της Κατοχής, όταν και παρέμεινε για πολύ καιρό οργανώνοντας και λαμβάνοντας ενεργά μέρος στην Αντίσταση. Ούτε, όμως, οι δικές τους φωνές εισακούσθηκαν την ώρα που το θέμα πλέον έπαιρνε διεθνείς διαστάσεις! Εφημερίδες στην Γαλλία χαρακτήριζαν το ζευγάρι σύγχρονη εκδοχή Ρωμαίου και Ιουλιέτας, ενώ στην Ιταλία τα έντυπα φιλοξενούσαν γκραβούρες με σκίτσα των πρωταγωνιστών. Την ίδια ώρα στο Λονδίνο τα στοιχηματικά γραφεία έδιναν αποδόσεις για τη έκβαση του δράματος. Στο βιβλίο του Τάσου Κοντογιαννίδη για την απαγωγή της Τασούλας αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ο γάμος παιζόταν 4 προς 3, ο χωρισμός 7 προς 1 και 3 προς 1 η εμφύλια σύρραξη!
Την ίδια ώρα ο γάμος γινόταν σε ένα μοναστήρι στον Ψηλορείτη με παπά τον ιερέα Καλλίνικο Βαμβουκά και κουμπάρο τον Μιχάλη Χνάρη που κουβάλησε τα στέφανα και δάνεισε κιόλας την δική του βέρα για να ολοκληρωθεί η τελετή. Στο μεταξύ η Τασούλα είχε ξεκαθαρίσει στους μεσολαβητές ότι αγαπούσε κι εκείνη τον Κουντόκωτα και θα στεκόταν στο πλευρό του, σε πείσμα των επιθυμιών της οικογένειάς της. Η συγκεκριμένη εξέλιξη έφερε τους πάντες στα όριά τους και δοκίμασε τις αντοχές τους. Ο Πετρακογιώργης ήταν ανάστατος κι οργισμένος. Όλοι αντιλήφθηκαν ότι αν δεν έπαιρνε κάποιου είδους ικανοποίηση, όχι δύο τάγματα αλλά ούτε όλος ο Ε.Σ δεν θα ήταν σε θέση να σταματήσει το αιματοκύλισμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, λίγες ημέρες αργότερα το ζευγάρι διεμήνυσε ότι θα παραδοθεί και τελικά εμφανίστηκε ενώπιον του αρχηγού της Χωροφυλακής, συνταγματάρχη Σμπώκου, ο οποίος συλλαμβάνει τον Κουντόκωτσα που θα βρεθεί κατηγορούμενος για απαγωγή, σύσταση συμμορίας και οπλοφορία. Καθ’ όλη την διάρκεια της δίκης η Τασούλα ζει στην Αθήνα σε σπίτι της οικογένειας Κεφαλογιάννη, ενώ όταν στην δικαστική αίθουσα θα διαβαστούν οι επιστολές της με τις οποίες στέκεται στο πλευρό του συζύγου της, την ώρα που ο πατέρας της αποχωρούσε φανερά ενοχλημένος στο άκουσμά τους.
Ο Κώστας Κεφαλογιάννης καταδικάζεται σε διετή φυλάκιση και όσο διάστημα εκτίει την ποινή του η Τασούλα δεν αλλάζει στάση και τον περιμένει. Όταν τελικά αποφυλακίζεται συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Μόλις τρεις μήνες αργότερα το ζευγάρι παίρνει διαζύγιο… Οι λόγοι δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, τουλάχιστον όχι από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της υπόθεσης που παντρεύτηκαν κι έκαναν ξεχωριστές φαμίλιες χωρίς να συναντηθούν ή να μιλήσουν ποτέ ξανά…