Με λίγες απλές κουβέντες ο Νίκος Γκάτσος μεταφέρει την τραγικότητα του ανθρώπινου πεπρωμένου στο θρυλικό τραγούδι «Γιάννης ο Φονιάς», με τον Μάνο Χατζιδάκι να ντύνει με προσήλωση και ευλάβεια μουσικά τους στίχους, δίνοντας ένα αποτέλεσμα «καταδικασμένο» να μιλά για πάντα στην ψυχή των ανθρώπων…
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς
κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή, μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό, τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά
και τ’ όνειρο που εχάθη
Πολλοί είναι εκείνοι που ακούν το κομμάτι, σιγοτραγουδούν τους στίχους τους και βάζουν στο νου τους τις σκέψεις και τις εικόνες που εκείνοι θέλουν, ψάχνοντας τρόπο να ταιριάξουν στην περιγραφή καταστάσεις που οι ίδιοι έχουν ζήσει. Αυτή άλλωστε είναι και η μαγεία της μουσικής με την ευρεία έννοια. Το να «μιλά» στις καρδιές των ανθρώπων, χωρίς απαραίτητα να αντιλαμβάνονται όλοι το ίδιο μήνυμα.
Άλλοι, πάλι, βέβαια προτιμούν να «σκάβουν» το παρελθόν και να ψάχνουν αν πηγή έμπνευσης για κάθε έργο αποτέλεσε κάποιο πραγματικό γεγονός, ιδιαίτερα όπως στην περίπτωσή μας που ο τίτλος και μόνο «Γιάννης ο Φονιάς» δημιουργεί ίντριγκα και εξάπτει την φαντασία.
Ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο πρωταγωνιστής του τραγουδιού δεν αντιμετωπίζεται ως εγκληματίας και κακοποιός, αλλά περισσότερο ως μια τραγική φιγούρα που ουσιαστικά προκαλεί το κακό και μετά δέχεται τις συνέπειες… Και φαίνεται ότι στο αριστούργημα του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατδιδάκι η μεγαλύτερη συνέπεια για τον δολοφόνο δεν ήταν η φυλακή, αλλά αυτό που ακολούθησε με το «Φροσί»…
Σύμφωνα με στοιχεία που γράφτηκαν στον ιστότοπο ilialive.gr, φαίνεται ότι σπουδαίος Έλληνας στιχουργός και ποιητής μεταφέρει μια ιστορία που όντως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο ίδιος την έμαθε από τον ραδιοφωνικό παραγωγό της ΕΡΑ, Γιώργο Μητρόπουλο, το φθινόπωρο του 1974, όταν ακόμη σπούδαζε στη Νομική.
Εκείνο που μαθαίνουμε είναι ότι όλα όσα περιγράφει το κομμάτι είναι αλήθεια, με εξαίρεση ένα πράγμα. Το όνομα του Γιάννη. Ο πραγματικός φονιάς δεν λεγόταν έτσι κι έφτασε στο έγκλημα για λόγους τιμής. Παντρεμένος και με οικογένεια που μέτραγε 6 αγόρια και μια κόρη, το «Φροσί», ο «Γιάννης» ήταν ένας μουσικός που έπαιζε βιολί σε πανηγύρια της Πελοποννήσου και της ευρύτερης περιοχής, μέχρι την στιγμή που έμαθε ότι η γυναίκα του τον απατούσε με έναν συνάδελφό του.
Θολωμένος από την ζήλεια και την προδοσία την σκοτώνει και προφυλακίζεται. Ωστόσο το δικαστήριο δέχεται ότι το έγκλημα τελέστηκε εν βρασμώ ψυχής και με βάση τα διαφορετικά ήθη και έθιμα της εποχής τον αθωώνει. Μπορεί, όμως, ο «Φονιάς» να αποφεύγει την πολυετή φυλάκιση, αλλά χάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό. Το ίδιο του το παιδί.
Στη σάλα, στο δωμάτιο που ανοίγει στα χωριά μόνο σε μεγάλες χαρές ή μεγάλες λύπες, το «Φροσί» αντικρίζει όχι μόνο τον πατέρα του, αλλά και τον δολοφόνο της μάνας του. Όπως προκύπτει, δεν μπορεί να συγχωρέσει τον δεύτερο και μοιραία απαρνιέται τον πρώτο. Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τον αστικό μύθο, η διήγηση περιέχει και ακόμη μία μεγαλύτερη κορύφωση στο δράμα, αφού η τότε 16χρονη κοπέλα φέρεται να αυτοκτόνησε στα 18 της, μη αντέχοντας την απώλεια της μάνας…