«Στα Τρίκαλα στα 2 στενά σκοτώσανε τον…»: Ποιος ήταν ο διαβόητος Σακαφλιάς του τραγουδιού που δικαίως μισούσαν οι γυναίκες

Ένα όνομα μια (μεύρη) ιστορία

«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε. Τέτοιο δερβίσικο παιδί τον κλαίμε όλοι μας μαζί. Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά τον φίλο μας τον Σακαφλιά». Με αυτά τα λόγια ο Βασίλης Τσιτσάνης αποθεώνει το θύμα ενός φονικού, μεταφέροντας πάντως μια εικόνα και μια ιστορία που απέχει πάρα πολύ από την αλήθεια. Σύμφωνα τουλάχιστον με την επικρατέστερη εκδοχή.

Κι αυτό διότι ο διαβόητος Σακαφλιάς –όπως φαίνεται από διάφορα στοιχεία- δεν ήταν ούτε ντερβίσης, ούτε ήταν τιμή να τον θεωρείς φίλο σου. Βρέθηκε να εκτίει ποινή στις φυλακές, όχι από καμιά δικαστική πλάνη, αλλά επειδή μετά από διάφορες παρανομίες, έφτασε μέχρι και τον φόνο.

Βέβαια  πολλά ήταν τα… κουτσαβάκια στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου που δεν ακολουθούσαν όλες τις επιταγές του νόμου, χωρίς αυτό απαραίτητα να τους κάνει μοχθηρούς. Άλλωστε σε εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια κάπως έπρεπε να επιβιώνει κανείς. Ωστόσο ο Σακαφλιάς -ή Χαρίλαος Χαραλάμπους όπως ήταν το πραγματικό όνομά του- το πετύχαινε αυτό εκμεταλλευόμενος ανθρώπους και πιο συγκεκριμένα τις γυναίκες.

Έχοντας ωραίο παρουσιαστικό, εμφανιζόταν συχνά ως… αγαπητικός και αφού τις έπειθε για τα αισθήματά του, τις έβγαζε στο δρόμο ως ιερόδουλες, ενώ παράλληλα έκανε και διάφορες κλοπές. Σύντομα, όμως ο Τρικαλινός στην καταγωγή μάγκας έκανε έγκλημα, σκοτώνοντας τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που έμενε στην Αθήνα. Ο ίδιος τότε, το 1931 αν και μόλις 27 ετών ήταν ήδη πατέρας 6 παιδιών και χήρος καθώς η γυναίκα του είχε πεθάνει. Υποστήριξε ότι βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα όταν έγινε το φονικό, αλλά δεν έπεισε το δικαστήριο που τον καταδίκασε θεωρώντας ότι ήταν ένας προμελετημένος φόνος αφού λίγες ημέρες πριν του είχε κάνει έξωση για πολλά νοίκια που χρώσταγε.

Κι έτσι έφτασε στις φυλακές Τρικάλων όπου στόχευε στο να μην αφήσει μια… ασήμαντη λεπτομέρεια όπως η κάθειρξη να τον πλήξει οικονομικά κι αφού μελέτησε για ένα διάστημα τις συνήθειες και τις συνθήκες των φυλακών, βρήκε τι θα ήθελε να κάνει όσο βρισκόταν εκεί μέσα. Έβαλε στο μάτι την θέση του τσιρίμπαση, δηλαδή του άτυπου αφεντικού μεταξύ των έγκλειστων. Του ανθρώπου που έπαιρνε «ρέφες» προκειμένου να ελέγχει σχεδόν τα πάντα. Συνήθως αυτή την θέση την κέρδιζε κάποιος με το «σπαθί» του, με βάση και την «έξω» ιδιότητά του. Τις περισσότερες φορές ήταν κάποιος βαρύμαγκας με ποινικό μητρώο, όχι όμως για εγκλήματα όπως βιασμοί κτλ, που κέρδιζε τον απόλυτο σεβασμό ή προκαλούσε τον απόλυτο φόβο.

Στα Τρίκαλα αυτόν τον ρόλο τον είχε κάποιος Αυλωνίτσης (κατά άλλες εκδοχές ήταν το πρωτοπαλίκαρο του τσιρίμπαση που ήταν κάποιος άλλος). Έτσι κι αλλιώς κυκλοφορούν διάφορες εξιστορησεις για το τι πραγματικά συνέβη μεταξύ τους, αλλά η πιο διαδεδομένη θέλει τον Σακαφλιά να ορθώνει ανάστημα, διεκδικώντας τα δικαιώματα του μεγαλύτερου σε ηλικία και παλαιότητα στην φυλακή κατάδικου.

Ο Αυλωνίτσης είχε κερδίσει τα «γαλόνια» του στο παρελθόν, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι είχε πυροβολήσει έναν νωματάρχη της χωροφυλακής σε χαρτοπαιχτική λέσχη κι έτσι έγινε ο κουμανταδόρος στις αυτοσχέδιες μπαρμπουτιέρες που στήνονταν στα Τρίκαλα. Πάνω σε ένα παιχνίδι με τα ζάρια στα χέρια πάντως ο Σακαφλιάς τον αμφισβήτησε μπροστά σε όλους και έφτασε στο σημείο να τον κλωτσήσει, λέγοντάς του περιφρονητικά: «φύγε από εδώ ρε κωλόγερε»…

Λένε πως ο γηραιός κατάδικος δεν αντέδρασε φανερά κι έδειξε να αποδέχεται αυτή την βίαιη αλλαγή στην ιεραρχία, αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι τον άκουσαν να μουρμουράει πως αυτήν την ατίμωση ο Σακαφλιάς θα την πλήρωνε με την ζωή του… Έτσι μερικές ημέρες αργότερα ο Αυλωνίτσης τον κάλεσε στο πλυσταριό με την αιτιολογία ότι θα τον κερνούσε μαρίδες και κρασί, σε μια κίνηση ανακωχής και αναγνώρισης ότι πλέον ο νεαρός έκανε κουμάντο. Λειτουργώντας με αφέλεια ο 27χρονος μάγκας το πίστεψε, αλλά όταν βρέθηκε στα «δύο στενά», δηλαδή ανάμεσα στους τοίχους του διαδρόμου που οδηγούσαν εκεί, αντιλήφθηκε το μοιραίο λάθος του.

Τις προηγούμενες ημέρες ο Αυλωνίτσης είχε λειάνει το χερούλι του τηγανιού κάνοντάς το κοφτερό και με αυτό σαν όπλο, κατάφερε δύο χτυπήματα στον Σακαφλιά, ο οποίος μετά από λίγο ξεψύχησε. Πάντως, ιδιαίτερα οι κάτοικοι της περιοχής φαίνεται ότι πήραν το δικό του μέρος και στις δικές τους αφηγήσεις τον παρουσιάζουν σαν ντερβίση και ίσως αυτός είναι ο λόγος που και ο Τσιτσάνης τον ηρωοποιεί στο τραγούδι του. Άλλωστε είχε επηρεαστεί από παλιότερους ρεμπέτες, όπως ο Βαμβακάρης και ο Παπάζογλου που εξυμνούσαν στα κομμάτια τους διάφορους μάγκες κακοποιούς κι ήθελε κι αυτός να κάνει το ίδιο.

Για την ιστορία πάντως ο Αυλωνίτσης αργότερα αποφυλακίστηκε και βρέθηκε στην Πάτρα όπου έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλά, μέσα κι έξω από την «στενή». Δούλεψε σε χαρτοπαικτική λέσχη. Όταν, όμως, πέθανε ο ιδιοκτήτης της και ο ίδιος πλέον ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία, δεν υπήρχε δουλειά γι’ αυτόν. Γέρος κι αβοήθητος κατέληξε να ζητιανεύει, αλλά δεν άντεξε σε αυτή τη ζωή με αποτέλεσμα να αποφασίσει ο ίδιος να βάλει τέλος με αυτοκτονία, πέφτοντας στις γραμμές διερχόμενου τρένου.