Αρχές Νοεμβρίου του 1957 η Ελλάδα ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες που γεννήθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο. Τον Νίκο Καζαντζάκη. Το κλίμα, όμως, ήταν τεταμένο εξαιτίας της στάσης της επίσημης εκκλησίας απέναντι στον «γιο του Σατανά», όπως τον είχαν αποκαλέσει εκπρόσωποί της.
Ο Καζαντζάκης είχε αφήσει την τελευταία πνοή του μερικές ημέρες νωρίτερα στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας και η σορός του μεταφέρθηκε στις 4 Νοεμβρίου στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η σύζυγός του, Ελένη, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος Β’ αρνήθηκε πεισματικά παρά το γεγονός ότι ακόμη και ο «Γέρος της Δημοκρατίας», Γεώργιος Παπανδρέου παρενέβη, για να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη.
Το ελληνικό ιερατείο είχε εκφράσει έντονα την δυσανεξία του για πολλά κείμενα του Καζαντζάκη, κυρίως σε έργα όπως «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Ο Τελευταίος Πειρασμός» ή «Ο Καπετάν-Μιχάλης», θεωρώντας τα βλάσφημα και ιερόσυλα. Αν ήταν στο χέρι της αποκλειστικά, μάλιστα, θα είχε προχωρήσει μέχρι και στον αφορισμό του, την ύψιστη τιμωρία για έναν (εν ζωή) χριστιανό. Ευτυχώς, όμως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Αθηναγόρας, προέβαλε σθεναρή αντίσταση κι έσωσε με αυτό τον τρόπο (εν μέρει) την τιμή της Ορθοδοξίας.
Ωστόσο η Ελλαδική εκκλησία έκανε κάτι άλλο. Τον καταράστηκε! Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε δώσε όσο ζούσε ακόμη την δική του αποστομωτική απάντηση. «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ», είχε γράψει σε επιστολή του, απευθυνόμενος στους κατήγορούς του.
Έτσι, η σορός του δεν τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά αντίθετα παρέμεινε σε νεκροθάλαμο στο Πρώτο Νεκροταφείο, χωρίς παρουσία ιερέα και την επόμενη ημέρα μεταφέρθηκε στην Κρήτη. Εκεί, η αυτοκέφαλη εκκλησία του νησιού ετέλεσε λειτουργία στον ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και ακόμη 17 ιερέων, ενώ η ταφή θα γινόταν στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη και όχι σε κανονικό νεκροταφείο αφού η απαγόρευση από την Αρχιεπισκοπή ήταν ακόμη σε ισχύ…
Εκείνη την εποχή ο Σταύρος Καρπαθιωτάκης υπηρετούσε την στρατιωτική θητεία του στο Ηράκλειο. Ωστόσο δεν ήταν απλά ένας στρατιώτης αφού παράλληλα ήταν και ιερέας. Το βράδυ πριν μεταφερθεί η σορός του Καζαντζάκη στο νησί, ο διοικητής έδωσε ρητή εντολή σε όλους τους ένστολους να μην βγει κανένας από το στρατόπεδο, καθώς υπήρχε φόβος για τις αντιδράσεις του κόσμου κατά την διάρκεια της απαγορευμένης κηδείας.
Για τον παπα-Σταύρο δεν υπήρχε κανένα δίλημμα μεταξύ της στολής του οπλίτη και του ράσου του ιερωμένου. Παράκουσε στις εντολές του διοικητή του, αγνόησε τις κατάρες της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και το έσκασε την ημέρα της κηδείας κι έφτασε μέχρι το Μαρτινέγκο. Το γεγονός ότι νωρίτερα στην λειτουργία υπήρχαν παπάδες έκανε τον κόσμο να πιστέψει ότι η αρχική απαγόρευση είχε ανακληθεί. Αλλά δεν είχε συμβεί έτσι.
Ο ίδιος εξήγησε αργότερα: «Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά σ’ έναν βαφτισμένο χριστιανό, που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσον αφορά τα βιβλία του, δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω. Το ‘σκασα κρυφά από τον στρατό την ημέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα. Ολοι νόμισαν ότι με έστειλε η Εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Αγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια»!
Πάντως αυτή η ηρωική πρωτοβουλία δεν έμεινε ατιμώρητη. Όχι από την εκκλησία, αλλά από τον ελληνικό στρατό! Το γεγονός ότι είχε παρακούσει ρητές εντολές του διοικητή του, έφεραν τον παπα-Σταύρο ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου που τον έστειλε στην φυλακή για 6 μήνες. Τελικά, έφυγε από αυτόν τον κόσμο το 2018 σε ηλικία 86 ετών και η κηδεία του έγινε… κανονικά στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη Κνωσού…