«Γονάτισε Κατράκη»: Τα βασανιστήρια του σπουδαίου ηθοποιού που έπρεπε να πληρώσει επειδή ήταν κομμουνιστής

Δεν πρόδωσε ποτέ τα πιστεύω του

Όταν ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι ο Μάνος Κατράκης ήταν-δεν ήταν 19 χρονών. Δεν λύγισε από το βάρος του άγχους, αλλά αντίθετα εντυπωσίασε με το επιβλητικό παρουσιαστικό του, την βαθιά φωνή του και το υποκριτικό ταλέντο του. Κι εδώ που τα λέμε, σε σχέση με όσα ακολούθησαν στην ζωή του, το ντεμπούτο του στο θέατρο ήταν ένα γεγονός που υπολείπεται έναντι όλων των άλλων.

Κι αυτό διότι ο Κατράκης μπορεί να υπήρξε κορυφαίος ηθοποιός, αλλά ως άνθρωπος αποδείχτηκε ακόμη μεγαλύτερος. Η ζωή και δράση του καθορίστηκε από τις ιδέες και τις αξίες που κυλούσαν στο αίμα του, με την μορφή του πατέρα του (τον οποίο έχασε όταν ήταν ακόμη παιδί) και εκείνη της μάνας του (από την οποία πήρε τον χαρακτήρα) να συντροφεύουν τα βήματα και τις αποφάσεις του.

Χρειάστηκε να αγωνιστεί για τα πάντα, αφού τίποτα στη ζωή του δεν ήρθε εύκολα, ενώ και ο ίδιος φρόντιζε να επιλέγει τα μονοπάτια του με μοναδικό γνώμονα τα πιστεύω του και όχι την βολή και την άνεσή του. Όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε βίαια την πορεία την δική του και των συμπατριωτών του, η αντίσταση ήταν μονόδρομος. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ, πολέμησε στο μέτωπο και όταν χρειάστηκε, έδωσε τα διαπιστευτήρια του χαρακτήρα του. Όχι μόνο τους μαύρους χρόνους της Κατοχής, αλλά και στην συμφορά του εμφυλίου που ακολούθησε.

Ήταν η περίοδος που για τους κομμουνιστές η εξορία και τα βασανιστήρια αποτελούσαν καθημερινότητα. Βρέθηκε στην Ικαρία, στην Μακρόνησο και στον Άι Στράτη για 7 βασανιστικά χρόνια κι εκεί αντιλήφθηκε ακόμη πιο έντονα τι σημαίνει να μπορείς να μην χάνεις την ανθρωπιά σου καθώς αυτό είναι που μένει όταν η ψυχή του καθενός μένει μόνη κι ευάλωτη. Στην εξορία συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον Γιάννη Ρίτσο, με τον οποίο μοιράστηκαν εξευτελισμούς, βασανιστήρια, διώξεις μα και την κοινή δίψα για τη λευτεριά και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Κι όλα αυτά ενώ γνώριζε ότι αρκούσε μια υπογραφή, μια αποκήρυξη των ιδεών του, για να μπει ένα οριστικό τέλος σε όλα αυτά. «Γονάτισε Κατράκη, αλλιώς θα πεθάνεις», τον απειλούσαν οι δήμιοι του. «Όχι ρε παιδιά, τέτοια χάρη δεν θα σας την κάνω», απαντούσε ο λεβέντης από την Κρήτη κι όταν οι βασανιστές αναρωτήθηκαν αν πρόκειται για ένα ρόλο και συγκεκριμένα του Μαρίνου Κονταρά, του ήρωα που είχε ενσαρκώσει σε ταινία του, εκείνος αποκρίθηκε: «Δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κονταρά, απλά τον άνθρωπο», αποστομώνοντάς τους.

Αν πρέπει να ψάξουμε το γονίδιο ανθρωπιάς, λεβεντιάς κι αίσθησης ευθύνης μέσα του, θα χρειαστεί να μιλήσουμε για τη μάνα του. Την γυναίκα που τον μεγάλωσε μέσα σε δυσκολίες και φρόντισε να τον κάνει να καταλάβει ότι τα εμπόδια είναι εκεί για να τα προσπερνάμε. Χαρακτηριστικός, λοιπόν, είναι ένας διάλογος που είχε με την μητέρα του, την περίοδο που του ζητήθηκε να υπογράψει δήλωση κοινωνικών φρονημάτων για να τον αφήσουν ελεύθερο. Θέλησε να την δοκιμάσει και πήρε τις μόνες απαντήσεις που ζητούσε. Αυτές που μαρτυρούσαν την επιβεβαίωση ότι παρέμενε στο σωστό δρόμο. Αυτόν της θυσίας και της περηφάνιας.

-«Τι είναι Μανόλη;»

-«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;»

-«Πώς θα ‘ρθεις;»

-«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»

-«Ιντα να υπογράψεις;» –

-«Δήλωση»

-«Ιντα δήλωση;»

-«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…»

-«Και δεν είσαι;»

 -«Είμαι»

-«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».

Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τον θάνατό του το 1984 πρωταγωνίστησε σε κινηματογράφο, θέατρο, τηλεόραση και ραδιόφωνο. Κυρίως, όμως, διακρίθηκε στους αγώνες. Πολύ μακριά από την σύγχρονη λογική των «αστέρων» της υποκριτικής, ο Κατράκης ήταν ένας ενεργός πολίτης που με την δράση του στηλίτευε τα κακώς κείμενα και πάσχιζε να αλλάξει τον κόσμο ακόμη κι όταν γύρω του ο κόσμος άλλαζε, παλιοί σύντροφοι έκαναν ανακωχή με αυτούς που κάποτε πολεμούσαν και η ελληνική κοινωνία βίωνε την ευδαιμονία της Αντιπολίτευσης.

Εκείνος παρέμενε ρομαντικά αμετανόητος και βαθιά πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος όφειλε να μένει πάντα στο επίκεντρο των αγώνων. Ευαίσθητος μα ανυπότακτος, αγωνιστής μα αλτρουιστής, πολεμιστής μα ανθρωπιστής και φιλεύσπλαχνος.

Αντί επιλόγου ίσως αξίζει να παραθέσουμε αυτούσιο τον μικρό σε διάρκεια λόγο που εκφώνησε στο Παρίσι τον Μάρτη του 1981, όταν τιμήθηκε για το έργο του. Μέσα σε λίγες λέξεις φρόντισε να συμπυκνώσει όλο του το «είναι», τιμώντας κυρίως τον τόπο του. Την Ελλάδα του, παρά το γεγονός ότι εκείνη τον είχε πληγώσει.

«Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά. Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου. Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου. Εσείς τιμάτε τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας. Σας ευχαριστώ. Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ’ αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού. Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά. Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου. Το αξίζει. Έγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ήθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου»…