«Χαστούκια σε όλο το συνεργείο»: Ο θρυλικός σκηνοθέτης που κατέστρεψε την καριέρα του στο Hollywood λόγω παράνοιας

Μια ιδιοφυία που «φλέρταρε» με την σχιζοφρένεια

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Ακίρα Κουροσάβα αποτελεί δίχως την παραμικρή αμφιβολία τον κορυφαίο Ασιάτη σκηνοθέτη, με την Ευρώπη και την Αμερική να υποκλίνoνται στην καλλιτεχνική ιδιοφυία του. Κι ενώ δείχνει ότι βαδίζει στην καλύτερη περίοδο της καριέρας του εκείνη την εποχή, γυρίζει πολύ πιο σπάνια ταινίες και δυσκολεύεται να βρει χρηματοδότες για τις ιδιαίτερες ιδέες του.

Από το 1950 ήδη είχε γίνει ο άνθρωπος που έκανε γνωστό το ιαπωνικό σινεμά στα πέρατα της οικουμένης. Το «Ρασομόν» ακόμη και σήμερα συγκαταλέγεται από πολλούς ανάμεσα στα κορυφαία έργα όλων των εποχών, άποψη με την οποία συντάχθηκε και η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ της Βενετίας που την επόμενη χρονιά του απένειμε τον Χρυσό Λέοντα, ενώ το φιλμ κέρδισε και Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 1952, που ακόμη δινόταν τιμητικά αφού καθιερώθηκε επίσημα λίγο αργότερα.

Μέσα στα επόμενα χρόνια η φήμη του γιγαντώθηκε χάρη στο ιδιαίτερο στυλ του μέσα από το οποίο προέβαλε τα ιδανικά της κοινωνίας που μεγάλωσε, προτάσσοντας τους κώδικες τιμής των σαμουράι. Ουσιαστικά οι δικές του ιδέες ήταν που υιοθετήθηκαν από την Δύση για τα γουέστερν που ακολούθησαν, ενώ υπέροχες και αξιομνημόνευτες παραμένουν οι μεταφορές έργων του Σέξπιρ και οι προσαρμογές τους σε ασπρόμαυρο σελινόιντ. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει κανείς τους «Επτά Σαμουράι» που ακόμη και σήμερα επηρεάζει δημιουργούς σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και άλλα φιλμ, όπως τα Ikiru, Yojimbo, High and Low, Ο θρόνος του αίματος, Το Μυστικό Φρούριο.

Πάνω σε αυτό το βιογραφικό «πάτησε» και το Hollywood όταν τον κάλεσε το 1968 για την ταινία «Τόρα! Τόρα! Τόρα!», μια αφήγηση των γεγονότων που οδήγησαν στην επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, η οποία σηματοδότησε την είσοδο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κουροσάβα επιλέχτηκε για να σκηνοθετήσει ένα κομμάτι της, εκείνο που αφορούσε την ιαπωνική εκδοχή, και όλα προμήνυαν μια δεδομένη επιτυχία που θα έβαζε τον σκηνοθέτη για τα καλά στο διεθνές εμπορικό σινεμά. Ωστόσο αυτή η αισιοδοξία αποδείχτηκε λανθασμένη.

Πριν καν αρχίσουν τα γυρίσματα υπήρξαν οι πρώτες εκπλήξεις, δυστυχώς δυσάρεστες. Ο άνθρωπος που έκανε αστέρι τεράστιου μεγέθους τον Τοσίρο Μιφούνε, αντί να επιλέξει καταξιωμένους ηθοποιούς που γνώριζε καλά για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, εμφάνισε στο πλατό 15 ερασιτέχνες! Όλοι τους ήταν επιχειρηματίες, με τις κακές γλώσσες να λένε ότι με αυτό τον τρόπο ο Κουροσάβα ήθελε να τους δελεάσει ώστε να χρηματοδοτήσουν επόμενα σχέδιά του!

Κι αν η αρχή ήταν άσχημη, η συνέχεια αποδείχθηκε ακόμη χειρότερη… Στο πλατό ο σκηνοθέτης είχε μια συμπεριφορά που θα μπορούσε κανείς να αποδώσει στην ιδιορρυθμία που συχνά συναντάται σε καλλιτεχνικές ιδιοφυίες, αλλά  στην πραγματικότητα μάλλον οφείλεται στον εύθραυστο εσωτερικό κόσμο του Ιάπωνα δημιουργού ο οποίος πλέον αντιμετώπιζε θέματα ψυχικής υγείας.

Οι άνθρωποι του συνεργείου συχνά διατύπωναν σοβαρά παράπονα για την συμπεριφορά του και τις παραξενιές του που περιελάμβαναν μια σειρά από παράλογες απαιτήσεις. Ήθελε να χαιρετούν υποχρεωτικά τους ηθοποιούς κάθε φορά που τους έβλεπαν, ενώ απαίτησε να φορούν ειδικά σακάκια και ναυτικά πηλίκια… Αν και ο ίδιος είχε επιβάλει όλα τα εσωτερικά γυρίσματα να γίνονται αυστηρά από τις 4 το απόγευμα ως τα μεσάνυχτα, πολύ συχνά δεν προλάβαινε τις προθεσμίες για ασήμαντες αφορμές, όπως το να ζητήσει να βαφτεί εξ ολοκλήρου το εσωτερικό ενός πολεμικού θωρηκτού επειδή δεν του άρεσε πια η λευκή απόχρωση που ο ίδιος είχε επιλέξει νωρίτερα.

Οι υπόλοιποι συντελεστές έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν τύραννο και ο Κουροσάβα ξεπέρασε κάθε όριο όταν επιτέθηκε στον άμοιρο χειριστή της κλακέτας θεωρώντας ότι επηρέαζε αρνητικά την σκηνή… Τις λεκτικές προσβολές ακολούθησε η ρίψη ενός ρολού χαρτιού στο πρόσωπό του και η κατάσταση ξέφυγε όταν επιχείρησε να τον χτυπήσει. Τότε παρενέβη ο βοηθός του, με αποτέλεσμα να τις… φάει και αυτός. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στη συνέχεια του ζήτησε να χαστουκίσει όλα τα μέλη του συνεργείου… Όταν εκείνος, απολύτως λογικά πράτων, αρνήθηκε, ο Κουροσάβα αφού τον ξεφτίλισε, τον απέλυσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων.

Την επόμενη ημέρα η 20th Century Fox με επίσημη ανακοίνωσή της έκανε γνωστή την επ’ αόριστον αναβολή των γυρισμάτων σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τα… λογικά του ο σκηνοθέτης και να πέσουν οι τόνοι, όμως όταν επέστρεψαν άπαντες στα πλατό, τα πράγματα έγινα ακόμη χειρότερα. Πλέον ο Κουροσάβα φλέρταρε με την απόλυτη παράνοια, εκφράζοντας εντελώς αβάσιμες φοβίες για την ζωή του. Ζήτησε να θωρακιστεί το αυτοκίνητό του και κυκλοφορούσε φορώντας κράνος και αλεξίσφαιρο γιλέκο, συνοδεία σωματοφύλακα και αποφεύγοντας τα υποτιθέμενα πυρά των υποτιθέμενων επίδοξων δολοφόνων του…

Μετά από 23 ημέρες γυρισμάτων το υλικό που ήταν διαθέσιμο δεν ξεπερνούσε τα 8 λεπτά. Με τέτοια… πρόοδο οι Αμερικανοί δεν έδειχναν διατεθειμένοι να κάνουν κι άλλη υπομονή και έψαχναν μια αφορμή για να λύσουν την συνεργασία τους. Φυσικά ο Κουροσάβα δεν άργησε να τους την δώσει όταν κάλεσε στις 2 τα ξημερώματα τον συντονιστή παραγωγής, Στάνλεϊ Γκόλντσμιθ, απαιτώντας να διώξουν όλο το συνεργείο της ταινίας επειδή το θεωρούσε απείθαρχο. Το επόμενο πρωί, αντίθετα, ανακοινώθηκε η δική του απόλυση.

Αυτό ήταν και το τέλος της καριέρας του Κουροσάβα στο Hollywood και θα μπορούσε να είναι και η αυλαία του γενικότερα καθώς τα ψυχολογικά προβλήματα εντάθηκαν και τον οδήγησαν ακόμη και σε απόπειρα αυτοκτονίας στις 21 Δεκεμβρίου 1971. Πλέον έμοιαζε αδύνατο να τον προσεγγίσει οποιοσδήποτε για άλλη ταινία, αλλά η σανίδα σωτηρίας ήρθε απρόσμενα από την Σοβιετική Ένωση. Το «Ντερσού Ουζαλά», συμπαραγωγή Σοβιετικών και Ιαπώνων, θα κερδίσει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας και –ακόμη σημαντικότερα- το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 1976, 24 χρόνια μετά από εκείνο του 1952 με το «Ρασομόν»!

Αυτό αποτέλεσε την αναγέννηση του Κουροσάβα μέσα από τις στάχτες του και σηματοδότησε μια δεύτερη περίοδο δημιουργίας όπου ανάμεσα σε άλλα έβαλε στην άκρη και το ασπρόμαυρο φιλμ, δίνοντας σε κοινό και κριτικούς ακόμη μια αιτία να τον αποθεώσουν για την παραμυθένια χρήση των χρωμάτων σε επόμενες δουλειές του. Πια η συμπεριφορά του στα γυρίσματα του «Τόρα! Τόρα! Τόρα!» ήταν απλά μια δυσάρεστη ανάμνηση και ενδεικτικό του πόσο ο Ιάπωνας είχε ανακτήσει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη όλων ήταν το γεγονός ότι Φράνσις Φορντ Κόπολα και Τζορτζ Λούκας ήταν ανάμεσα σε εκείνους που χρηματοδότησαν το θρυλικό «Καγκεμούσα» με το οποίο κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και άλλη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξένης Ταινίας. Ακολούθησε το 1985 το «Ραν» για το οποίο ό,τι κι αν γράψει κανείς (πέρα από το ότι ΠΡΕΠΕΙ να το δείτε) είναι λίγο… Σε αυτό το επικό πολεμικό δράμα ο Κουροσάβα παρουσιάζει την ιαπωνική εκδοχή του Βασιλιά Λιρ και αποθεώνεται από τους πάντες, κερδίζοντας ακόμη ένα Χρυσό Φοίνικα και ακόμη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ.

Τελικά το χρυσό αγαλματάκι βρήκε θέση στο σπίτι του το 1990, όταν τιμήθηκε για την συνολική προσφορά του στην 7η Τέχνη. Ιδιόρρυθμος, ψυχικά ασταθής και απρόβλεπτος, ο Κουροσάβα μπορεί να έχασε την ευκαιρία του να καθιερωθεί στο Hollywood αλλά η πορεία του έδειξε ότι ίσως να έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν. Απαλλαγμένος από τα «πρέπει» του εμπορικού σινεμά της λεγόμενης «Μέκκας του κινηματογράφου», ακολούθησε τα δικά του «θέλω» και διόλου άδικα κέρδισε μια θέση στην ιστορία ως ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς όλων των εποχών.