Το ημερολόγιο γράφει 17 Μαΐου 1985 όταν στις εφημερίδες δημοσιεύεται η πιο μακάβρια «αγγελία» στα ελληνικά χρονικά. Έκπληκτοι οι αναγνώστες αντικρίζουν την φωτογραφία ενός άντρα που τους «κοιτάζει» με το παγωμένο βλέμμα του. Δυο μέρες νωρίτερα είχε πέσει νεκρός από πυρά αστυνομικών στην περίφημη «μάχη του Γκύζη», που αποδείχθηκε καθοριστική στον πόλεμο κράτους-τρομοκρατών που μαινόταν εκείνα τα χρόνια.
Ανάμεσα στο σοκαρισμένο κοινό είναι και οι γονείς αυτού του ανθρώπου. Οι γονείς, δηλαδή, του Χρήστου Τσουτσουβή, που ως τότε πίστευαν αυτά που τους έλεγε το παιδί τους, θεωρώντας ότι ζούσε και εργαζόταν στην Αυστρία όπου ήταν τόσο πολυάσχολος που δεν προλάβαινε καν να τους επισκεφτεί. Τελικά, η αλήθεια ήταν ότι επρόκειτο για έναν ασυμβίβαστο (ακόμη και με τα μέτρα της τρομοκρατίας) επαναστάτη ο οποίος βρέθηκε σε κόντρα ακόμη και με τους συντρόφους του.
Σχεδόν ολόκληρη η ζωή και η δράση του Χρήστου Τσουτσουβή χαρακτηρίζεται και σημαδεύεται από συγκρούσεις. Γεννημένος σε ένα από τα χωριά της περιοχής της Νεμέας στην Κορινθία το 1953. Ανήσυχο πνεύμα από μικρός, ονειρεύτηκε να αλλάξει τον κόσμο και να τον κάνει ένα πιο δίκαιο μέρος. Την περίοδο της δικτατορίας μεταβαίνει στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Γκρατς της Αυστρίας. Εκεί εντάσσεται στο ΠΑΚ (προάγγελος του ΠΑΣΟΚ) και αναπτύσσει αντικαθεστωτική δράση. Πιθανολογείται ότι εκεί και τότε είχε και την πρώτη του γνωριμία με τα όπλα και τους εκρηκτικούς μηχανισμούς.
Μετά την πτώση της χούντας ακολουθεί την φυσική ροή των πραγμάτων και συμμετέχει στις δράσεις του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα γίνεται και αντιπρόσωπος του κόμματος στις εκλογές του 1974. Όπως προείπαμε, όμως, ολόκληρη η ζωή του Τσουτσουβή ήταν γεμάτη με απογοητεύσεις όταν ένιωθε προδομένος από ομοϊδεάτες του που συμβιβάζονταν με το σύστημα. Αυτό με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα ήρθε πολύ νωρίς, οδηγώντας τον σε πιο ακραίες θέσεις. Κομβική χρονιά αποδεικνύεται το 1976 όταν και εντάχθηκε στον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα. Είναι η περίοδος που σταδιακά ξεπετάγονται διάφορες τρομοκρατικές ομάδες και στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία και η Γερμανία. Η λεγόμενη «ένοπλη πάλη» για να χτυπηθεί το διεφθαρμένο σύστημα μετατρέπεται σε καταφύγιο για πρώην ρομαντικούς, αλλά πλέον αποφασισμένους επαναστάτες που δεν έχουν δισταγμούς ακόμη κι όταν πρόκειται να αφαιρέσουν ζωές ανθρώπων που έχουν ήδη καταδικάσει στο μυαλό τους.
Η πρώτη επιχείρηση στην οποία συμμετέχει είναι το χτύπημα στο εργοστάσιο της ΑΕG, το οποίο λειτουργούσε στην περιοχή του Ρέντη. Οι ελληνικές αρχές περίμεναν ότι κάποια γερμανική εταιρεία θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο και βρίσκονται σε επιφυλακή. Τη νύχτα της 20ής Οκτωβρίου 1977 αστυνομικοί που περιπολούν στην περιοχή θεωρούν ύποπτο ένα λευκό FIAT 128 και πλησιάζουν για αναγνώριση. Όπως θα αποδειχτεί, σε αυτό επιβαίνει ο Τσουτσουβής, ο στενός φίλος του Χρήστος Κασσίμης και ακόμη δύο άτομα… Ακολουθεί κυνηγητό στους γύρω δρόμους και στη συνέχεια σφοδρή ανταλλαγή πυρών. Ο απολογισμός είναι αιματηρός. Οι δύο αστυνομικοί Στεργίου και Πλεσσας τραυματίζονται αλλά από την άλλη νεκρός είναι ο Κασσίμης ο οποίος θα αφήσει την τελευταία πνοή του στο νοσοκομείο.
Αυτό το περιστατικό σκληραίνει ακόμη περισσότερο τον Τσουτσουβή ο οποίος μετά την απώλεια του ιδεολογικού συντρόφου του υιοθετεί μια ακόμη πιο ακραία στάση σε σχέση με την ένοπλη βία. Εικάζεται πως το επόμενο διάστημα μέσα στους κόλπους του ΕΛΑ κυριαρχούν δύο διαφορετικές τάσεις, με τον Τσουτσουβή να είναι εκείνους που εξέφρασε το πιο δυναμικό κομμάτι. Εκείνο που δεν συμβιβαζόταν με τοποθετήσεις βομβών αλλά ζητά να χυθεί αίμα ώστε το μήνυμα να είναι ξεκάθαρο. Η υπόθεση του βασανιστή της χούντας, Πέτρου Μπάμπαλη είναι εκείνη η οποία θα οδηγήσει τελικά στην οριστική ρήξη.
Ο Τσουτσουβής είναι από εκείνους που επιμένουν στην εκτέλεσή του και όντως είναι ο ένας από τους δύο που το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1979 του στήνουν καρτέρι έξω από το σπίτι του στον Άγιο Σώστη της Νέας Σμύρνης. Όταν λίγο μετά τις 21:30 παρκάρει το αυτοκίνητο του στο υπόγειο γκαράζ, τον πλησιάζουν και τον γαζώνουν με 8 σφαίρες. Δίπλα στο κορμί του αφήνουν και μια πολυσέλιδη προκήρυξη, με την οργάνωση «Ομάδα: Ιούνης ’78» να αναλαμβάνει την ευθύνη της δολοφονίας, αφού δεν επρόκειτο για ομόφωνη απόφαση του ΕΛΑ, που τελικά το 1985 θα αποδεχθεί την πατρότητα του χτυπήματος.
Αντίστοιχο μοιάζει να είναι το παρασκήνιο πίσω από την οργάνωση «Οχτώβρης ‘80» που εμφανίζεται από το πουθενά με τους εντυπωσιακούς εμπρησμούς στα πολυκαταστήματα «Μινιόν» και «Κατράντζος» τα οποία καταστρέφονται ολοσχερώς στις 19 Δεκεμβρίου 1980. Μέσα στην επόμενη χρονιά ακολουθούν τα χτυπήματα στη ΔΕΗ Αγίων Αναργύρων, στο φαρμακείο Μαρινόπουλος επί της οδού Πατησίων και σε έξι φορτηγά γνωστής φαρμακευτικής εταιρείας. Από αυτά που γνωρίζουμε σήμερα, θεωρείται ότι στην ουσία ήταν ένα παρακλάδι του ΕΛΑ στο οποίο προσχώρησαν -με πρώτο τον Τσουτσουβή- μέλη που επιθυμούσαν κλιμάκωση της δράσης, χωρίς πάντως να αποδειχθεί οριστικά ότι όντως αυτό συνέβη.
Αυτό το οποίο θεωρείται βέβαιο πάντως είναι πως τελικά ο Τσουτσουβής και άλλοι σύντροφοί του θα αποχωρήσουν οριστικά και θα ιδρύσουν την «Αντικρατική Πάλη», την ώρα που τόσο ο ΕΛΑ όσο και η 17 Νοέμβρη δεν συμφωνούν με τις δράσεις των νέων οργανώσεων. Για ακόμη μία φορά ο Κορίνθιος τρομοκράτης επιλέγει έναν διαφορετικό δρόμο θεωρώντας συμβιβασμό οτιδήποτε λιγότερο από τον ανένδοτο ένοπλο αγώνα. Η οργάνωση θα ταράξει τα «νερά» την πρωταπριλιά του 1985 όταν θα εκτελέσει τον εισαγγελέα Γιώργο Θεοφανόπουλο έξω από το σπίτι του στην οδό Λυκούργου στην Καλλιθέα. Στην προκήρυξη που αφήνουν πίσω τους αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Ήταν ένας μισθοφόρος, που δεν δίσταζε να στέλνει τους άλλους, με απόλυτη ψυχρότητα, στη φυλακή, στα βασανιστήρια, ακόμα και στο θάνατο. Είχε πάρει για τον εαυτό του δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή και την τύχη των άλλων, δικαίωμα που εμείς σήμερα του στερήσαμε»…
Η τελευταία πράξη θα παιχτεί τον Μάιο του 1985 στου Γκύζη. Η αστυνομία εντοπίζει μια μοτοσυκλέτα με πλαστές πινακίδες και διακριτικά την θέτει σε παρακολούθηση. Όταν την Τετάρτη 15 Μαΐου δύο άνδρες θα επιχειρήσουν να επιβιβαστούν σε αυτή, ένα αμάξι της Κρατικής Ασφάλειας με συμβατικές πινακίδες και δίχως διακριτικά θα τους πλησιάσει και θα ακολουθήσει μια πραγματική μάχη στην κυριολεξία. Από τα πυκνά πυρά πέφτει επί τόπου νεκρός ο Βασίλης Μπούρας που οδηγούσε το αμάξι και λίγο αργότερα θα αφήνουν την ύστατη πνοή τους στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» ο Γιώργος Δουγένης και ο Γιώργος Γεωργίου. Από την άλλη μεριά υπάρχει ένας νεκρός, αγνώστων –εκείνη την ώρα στοιχείων- ενώ ο δεύτερος τρομοκράτης διαφεύγει και η ταυτότητά του παραμένει μυστήριο μέχρι και σήμερα.
Η ταυτοποίηση του θύματος αποδεικνύεται αδύνατη. Μην ξεχνάμε ότι τότε δεν υπήρχαν τεχνικές DNA, ενώ από τον έλεγχο των αποτυπωμάτων δεν προκύπτει τίποτα αφού ο Τσουτσουβής δεν είχε συλληφθεί στο παρελθόν. Τότε αποφασίζεται το αδιανόητο. Μια φωτογραφία του νεκρού θα δημοσιευτεί στις εφημερίδες, με τις αρχές να καλούν τους πολίτες να αναγνωρίσουν εκείνο το πρόσωπο. Ο ΧρήστοςΤσουτσουβής στέκεται με αυτό το παγωμένο βλέμμα και τα ορθάνοιχτα μάτια, στο πιο αποτρόπαιο θέαμα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Οι γονείς του θα τον αναγνωρίσουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο κι έτσι θα πέσουν οριστικά τίτλοι τέλους στη δράση ενός αδίστακτου κακοποιού, σύμφωνα με τις αρχές ή ενός ασυμβίβαστου επαναστάτη, όπως προτιμούν να τον βλέπουν οι υποστηρικτές του μέχρι και στις μέρες μας.