Είναι αντικειμενικό ότι μια από τις πιο κομβικές χρονιές στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας είναι το 2004. Όσοι άνθρωποι δεν είναι στην μετεφηβεία (ή και κάτω από αυτή) μπορούν να το καταλάβουν αυτό: για χρόνια, όλη η ελληνική κοινωνία ζούσε στον αστερισμό της έλευσης του 2004, της χρονιάς που οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα επανέρχονταν στην Αθήνα. Όταν τελικά εκείνη η χρονιά ήρθε συνοδεύτηκε και από το Euro της Εθνικής στο ποδόσφαιρο, ενώ με το πέρας εκείνου του καλοκαιριού όλοι πάνω-κάτω αντιλαμβανόμαστε την εποχή που ακολούθησε ως εκείνη της αντίστροφης μέτρησης για την έλευση της οικονομικής κρίσης.
Ναι, το 2004 είναι αληθινό ορόσημο για την ελληνική κοινωνία. Προτού ωστόσο προκαθοριστεί ως τέτοιο μέσω της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα, κάπου μέσα στα 80s ο κόσμος περίμενε πως εκείνη η ημερομηνία θα προηγούταν ακριβώς οκτώ χρόνια. Μπορεί πλέον να έχει ξεχαστεί αλλά υπήρξε μια εποχή που άπαντες ήταν σίγουροι πως η Αθήνα θα φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996. Ήταν τόσο έντονη η βεβαιότητα που το σοκ υπήρξε μεγάλο όταν τελικά ανατέθηκαν στην Ατλάντα.
Όσοι μάλιστα έχουν δει έστω και σε κασσέτες τους μυθικούς αγώνες της Εθνικής μπάσκετ του 1987 δεν γίνεται να μην θυμούνται ότι ανάμεσα στα πανό που ανέβαιναν στα κατάμεστα γήπεδα του ΣΕΦ και του ΟΑΚΑ πάντα υπήρχαν αναφορές στην επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων σπίτι τους, ακριβώς 100 χρόνια μετά. Από αυτή τη συμπλήρωση ενός αιώνα άλλωστε πήγαζε και η βεβαιότητα πως το 1996 θα ήταν η Αθήνα η οικοδέσποινα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες άλλωστε έλαβαν χώρα -αυτονόητα- στην Αθήνα το μακρινό 1896. Τότε η Αθήνα θεωρήθηκε η ιδανική πόλη για την αναβίωση των ιστορικών αγώνων, καθώς επρόκειτο για μια παράδοση της αρχαίας Ελλάδας. Με την ίδια λογική, στα 100 χρόνια οι Αγώνες έπρεπε για συμβολικούς λόγους να γυρίσουν και πάλι στην Αθήνα. Μάλιστα, θα είχαν το επετειακό όνομα «The Golden Olympics». Εν τέλει, τίποτα από αυτά δεν έγινε.
Η Αθήνα, η Ατλάντα, το Τορόντο, η Μελβούρνη, το Μάντσεστερ και το Βελιγράδι ήταν οι πέντε πόλεις που αναμετρήθηκαν σε μια δραματική ψηφοφορία για την ελληνική υποψηφιότητα, η οποία έφτασε μέχρι και τον τελευταίο γύρο μειοψηφώντας εν τέλει μόνο από από την πόλη των ΗΠΑ που πήρε την διοργάνωση. Το μούδιασμα ήταν τεράστιο…
Στην Ελλάδα η απογοήτευση συνοδεύτηκε από την άνοδο ενός ταιράστιου αισθήματος αντι-αμερικανισμού. Σύντομα, ακουγόταν παντού: για το ότι οι Αμερικάνοι μας έκλεψαν τους Ολυμπιακούς που αυτοδίκαια έπρεπε να έχουμε στα χέρια μας έφταιγε η… Coca Cola. Αυτός ο παγκόσμιος κολοσσός, με τα ποτάμια χρημάτων στα ταμεία του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να πάρουν οι κακοί Αμερικάνοι τους Ολυμπιακούς Αγώνες αφού πλήρωσαν για πάρτη των ΗΠΑ και έτσι τους χάσαμε μέσα από τα χέρια μας. Έπρεπε να πάρουμε εκδίκηση.
Και κάπως έτσι, ξεκίνησε η εποχή του μποϊκοτάζ στην Coca Cola: αν το είχες πάρει βαρέως που το 1996 δεν θα επέστρεφαν στα ιερά μας χώματα οι Ολυμπιακοί Αγώνες έπρεπε να μποϊκοτάρεις το δημοφιλέστερο αναψυκτικό του κόσμου, να αρνείσαι να το βάλεις στο στόμα σου. Έπρεπε να δοθεί ένα παγκόσμιο μήνυμα: οι Έλληνες δεν ξεχνάνε το κακό που τους έκανε αυτή η μάρκα και έτσι, θα την μποϊκοτάρουν αιωνίως.
Όταν μάλιστα διέρρευσαν τα νούμερα που συνόδεψαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, ο «ιερός πόλεμος» απέκτησε ακόμα πιο… ιερά χαρακτηριστικά. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Ατλάντα άλλωστε θεωρούνται οι πιο εμπορευματικοποιημένοι στην ιστορία του θεσμού Τα χρήματα που συγκέντρωσε η οργανωτική επιτροπή από τηλεοπτικά δικαιώματα, χορηγούς και εισιτήρια ανήλθαν στο ποσό των 2.300.000.000 δολαρίων, γεγονός που έκανε το ελληνικό κίνημα ενάντια στην Coca Cola να θεριέψει ακόμα περισσότερο.
Τα χρόνια φυσικά πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, το μποϊκοτάζ ξεχάστηκε, ο κόσμος άρχισε ξανά να αγοράζει και να πίνει Coca Cola. Η αφέλεια εκείνου του αυθόρμητου κινήματος πλέον συμβολίζει την εποχή μιας αθωότητας, μιας άλλης Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που κάπου χάθηκε σταδιακά μετά το 2004. Πόσο ειρωνικό: όταν τελικά μας έγινε το χατήρι…