Ευλογημένος τόπος η Κρήτη, αλλά λες και κάποιος έχει φθονήσει τις ομορφιές της, έχει δεχτεί την μανία της φύσης σε πολλές περιπτώσεις, όπως εκείνη που κάποτε προκάλεσε τον Μινωικό πολιτισμό, τον σπουδαιότερο που είχε αναπτυχθεί ως τότε στην Οικουμένη.
Η τελευταία πραγματικά μεγάλη καταστροφή, χωρίς βέβαια να συγκρίνεται με εκείνη που προκλήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, ήρθε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1856. Ξημέρωνε Κυριακή και οι κάτοικοι του Ηρακλείου πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο όταν περίπου στις 02:45 ένιωσαν την γη να τρέμει και είδαν με απόγνωση τα σπίτια τους να μετατρέπονται σε ερείπια, με την φωτιά που ξέσπασε σε ορισμένα από τα σημεία της πόλης να κατακαίει ότι είχε απομείνει από τις ξύλινες –κατά κύριο λόγο- κατασκευές.
Ένας Θεός ξέρει πόσους νεκρούς θα μετράγαμε εάν τα 7,7 Ρίχτερ χτύπαγαν το Ηράκλειο ή κάποια άλλη πόλη σε μεταγενέστερη εποχή, ειδικά έναν αιώνα αργότερα. Τότε, δηλαδή, που πλέον οι κατασκευές ήταν βαρύτερες και τα πολυώροφα κτίρια είχαν ήδη εμφανιστεί, χωρίς όμως να υπάρχει η σημερινή γνώση και τα υλικά οικοδομών τα κατάλληλα για αντισεισμική προστασία…
Εκείνο το ξημέρωμα της 30ής Σεπτεμβρίου πάντως, σύμφωνα με τις μαρτυρίες η γη σείστηκε για τρία ολόκληρα λεπτά. Τόσο διήρκησε ο βρυχηθμός του Εγκέλαδου που σκόρπισε τον πανικό και τον θάνατο στους κατοίκους του Ηρακλείου οι οποίοι ξύπνησαν έντρομοι βλέποντας τα χαμόσπιτά τους να καταρρέουν. Ο μετέπειτα γενικός γραμματέας της διοίκησης του νησιού, Νικόλαος Σταυράκης, ήταν τότε ένα παιδί μόλις 10 ετών. Ήταν από εκείνους που γλίτωσαν –αν και τραυματίστηκε- και χρόνια αργότερα κατέγραψε ιστορικά την καταστροφή.
Όπως γράφει, από τα 3.620 σπίτια 18 μόνο έμειναν όρθια και κατοικήσιμα. Τα περισσότερα εξ αυτών είτε γκρεμίστηκαν ολοσχερώς είτε κατέστησαν πλήρως ακατάλληλα για να φιλοξενήσουν πίσω τους δυστυχείς Ηρακλειώτες που εν μέσω τουρκικής κατοχής, προσπάθησαν να γιατρέψουν τις πληγές του. Ωστόσο 538 κάτοικοι καταπλακώθηκαν από τα ίδια τους τα σπίτια και έχασαν την ζωή τους, ενώ εκατοντάδες υπήρξαν και οι τραυματίες.
Τα περισσότερα θύματα, όπως είναι λογικό, καταγράφηκαν στο Ηράκλειο, κοντά στο οποίο ήταν και το επίκεντρο του σεισμού. Όμως ζημιές αλλά και νεκροί υπήρξαν και σε άλλες περιοχές της Κρήτης, ακόμη και στα Χανιά όπου έπαθαν ζημιές σχεδόν όλα τα σπίτια, όμως, λίγα κατέρρευσαν. Στο Ρέθυμνο όλα σχεδόν τα σπίτια έπαθαν βλάβες. Βαρύτατο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές πλήρωσε το χωριό Βούτες το οποίο στην ουσία ισοπεδώθηκε, έχοντας 42 απώλειες. Τεράστιες, όμως ήταν οι καταστροφές και στα χωριά Καλέσα, Πετροκέφαλο, Πενταμόδι, Άγιος Μύρων, Κιθαρίδα, Ασίτες, Επισκοπή Πεδιάδος και στα Αϊτάνια. Πολλά προβλήματα σημειώθηκαν ακόμη στις επαρχίες Μεραμβέλλου και Ιεράπετρας.
Το χτύπημα ήταν τέτοιας έντασης πάντως που ακόμη και σε περιοχές μακριά από το νησί σημειώθηκαν μέχρι και θάνατοι, όπως αναφέρουν σε βιβλίου τους οι Βασίλης και η Κατερίνα Παπαζάχου. Στη Ρόδο σκοτώθηκαν 60 άνθρωποι, στην Κάρπαθο 20, ενώ νεκροί υπήρξαν στην Σαντορίνη και στην Αμοργό. Ο σεισμός έγινε αισθητός στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα, τη Σμύρνη (!), ενώ τα απόνερά του –κυριολεκτικά- έφτασαν μέχρι την Μέση Ανατολή, καθώς σημειώθηκε τσουνάμι στον πολύ μακρινό Λίβανο…
Πάντως για τον σεισμό καταγραφή στον Κώδικα 10 της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, που αποτελεί μετόχι του Αγίου Όρους στις Μουρνιές Χανίων, ανεβάζει τον αριθμό των θυμάτων σε 1500. Η «Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών», που δημοσιεύτηκε το 1932, αναφέρει χαρακτηριστικά (με την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου): «1856: Σεπτεμρίου 30: Κυριακή ξημέρομα εις τας ενέα ώρας της Νυκτός έκαμε ένα τρομερόν Σεισμόν και εβάσταξε έως τρία λεπτά, όσθε οπού το κάστρο το Μεγάλου δεν έμιναν, παρά τριάντα τρι σπύθια γερά και εχάθησαν άνθρωποι χίλη πεντακόσι∙ ομοίως και ένα χορίον εβούλισε παντάπασης εις αυτό το μέρος∙ εις δε τα Χανιά εχάλασαν μερικά σπίθια και εκκλησίαις εχάλασαν και τζαμιά έπεσαν κάτο, και η αγία Μονή εν ταις Μουρνιαίς εχάλασε και τα περισσότερα σπύθια εράγισαν».
Αυτή η καταστροφή υπήρξε ακόμη μία στη μακρά λίστα των σεισμών που χτύπησαν την Κρήτη στους ιστορικούς χρόνους. Υπάρχουν καταγραφές για σοβαρό περιστατικό από την εποχή του Νέρωνα το 66 μ.Χ., την εποχή του Δεκίου το 251 μ.Χ. και ξανά το 365 μ.Χ. Κατά την διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας σημειώθηκαν μεγάλοι σεισμοί το 1303 και το 1508 και για αυτόν τον τελευταίο έχει σωθεί η καταγραφή του Δούκα της Κρήτης, Ιερώνυμου Δονάτου ο οποίος κάνει λόγο 30.000 νεκρούς, με Σητεία, Ιεράπετρα και Χάνδακα να ισοπεδώνονται, ενώ το 1810 –ξανά στο Ηράκλειο- ο Εγκέλαδος έκοψε το νήμα της ζωής σε 3.000 ανθρώπους.