Το χωριό που σβήστηκε απ' το χάρτη: Τα σημάδια της βιβλικής καταστροφής στην Ευρυτανία που αγνόησε η πολιτεία

Η ευτυχής συγκυρία που έσωσε πολλούς από τους κατοίκους του χωριού

Η έλλειψη πρόνοιας και στοιχειώδους οργάνωσης, ακόμα και σε ζωτικής σημασίας ζητήματα, είναι ίδιον του ελληνικού κράτους από ίδρυσής του, όπως τόσο τραγικά αποδείχτηκε και στο πέραν πάσης λογικής δυστύχημα στα Τέμπη.

Οι προειδοποιήσεις και οι ενδείξεις ήταν εκεί. Ουδείς όμως από τον κρατικό μηχανισμό ασχολήθηκε σοβαρά μαζί τους. Όπως δεν ασχολήθηκε και στην περίπτωση… αφανισμού ενός ελληνικού χωριού πριν από πολλά χρόνια. Το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, χτισμένο στους πρόποδες του όρους Χελιδώνα, έγινε ευρέως γνωστό στο Πανελλήνιο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, καθώς εκεί ο ΕΛΑΣ ταπείνωσε το Δεκέμβρη του 1942 μια ιταλική φάλαγγα και εξάπλωσε τη φήμη του και την επιρροή του με την προσέλκυση πάμπολλων εθελοντών.

Έγινε όμως πολύ πιο οικείο στους Έλληνες περίπου 20 χρόνια αργότερα για όλους τους λάθος λόγους. Οι κίνδυνοι κατολίσθησης που απειλούσαν το χωριό ήταν εγνωσμένοι. Ωστόσο αυτό που συνέβη στις 13 Ιανουαρίου 1963 υπερέβη κάθε φαντασία. Μια βιβλικού μεγέθους καταστροφή το έσβησε πρακτικά από το χάρτη.

Τις προηγούμενες μέρες έβρεχε καταρρακτωδώς και λίγο μετά τις 8 το πρωί ένας τεράστιος χωμάτινος όγκος αποκόπηκε από το βουνό Χελιδώνα, πυροδοτώντας μια άνευ προηγουμένου κατολίσθηση. Σκηνές χάους εκτυλίχθηκαν, με τους περίπου 300 κατοίκους του χωριού να τρέχουν πανικόβλητοι και σπαρακτικές κραυγές να σκίζουν τον αέρα. Η καταστροφή εξελίχθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Η χωμάτινη μάζα παρέσυρε βράχους, πέτρες και κορμούς δέντρων, με αποτέλεσμα να καταπλακώσουν και να ισοπεδώσουν 60 από τα 150 σπίτια του οικισμού.

Η ατμόσφαιρα δονούταν από ένα διαρκές και υποχθόνιο βουητό, ενώ οι κατολισθήσεις συνεχίστηκαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Ιανουαρίου. Ο τραγικός απολογισμός ήταν 13 νεκροί και πέντε τραυματίες. Σκοτώθηκαν επίσης εκατοντάδες ζώα, αιγοπρόβατα και αγελάδες. Το νεότερο θύμα ήταν 17 ετών και το γηραιότερο 100. «Απίθανοι όγκοι χωμάτων κυλούσαν ασυγκράτητοι και παρέσυραν στη χαράδρα σπίτια, ανθρώπους και ζώα. Έμοιαζε με κινηματογραφική σκηνή κι όμως ήταν αληθινό, φριχτό, σκέτη κόλαση», δήλωσε αυτόπτης μάρτυς και μέλος Ορειβατικού Συνδέσμου, που είχε επισκεφτεί το χωριό με άλλους Αθηναίους εκδρομείς.

Τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, που βίωσαν τέτοια συμφορά, πολλοί κάτοικοι του χωριού διεσώθησαν ακριβώς επειδή το τραγικό συμβάν έγινε Κυριακή. Την ώρα της κατολίσθησης βρίσκονταν στην εκκλησία του Αγίου Σώστη για να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία. Ο ναός ήταν μεταξύ των κτηρίων που γλίτωσαν και όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί επέζησαν. Σημαντική η συμβολή στη διάσωση ζωών και του δασκάλου Ανδρέα Πετένιου, ο οποίος τιμήθηκε από τον βασιλιά Παύλο Α’ με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Με απόλυτη ψυχραιμία και καθαρό μυαλό, ο δάσκαλος συγκέντρωσε σε ασφαλές σημείο τους 52 μαθητές που είχαν πάει να εκκλησιαστούν και δεν τους επέτρεψε να διασκορπιστούν.

Η τραγωδία δεν ήταν αναπόφευκτη. Τα προειδοποιητικά σημάδια είχαν εκδηλωθεί και οι Μικροχωρίτες είχαν ενημερώσει τη Νομαρχία Ευρυτανίας δύο ημέρες πριν. Στο έγγραφό του, το κοινοτικό συμβούλιο του Μικρού Χωριού έκανε λόγο για αιφνίδια διακοπή της λειτουργίας του υδραγωγείου και εμφάνιση ρωγμών στα σπίτια αρκετών χωριανών. Ζητούσε την έγκαιρη εκκένωση του χωριού και την αποστολή γεωλόγου, ωστόσο στις εκκλήσεις του δεν δόθηκε ποτέ απάντηση από τη Νομαρχία. Αντ’ αυτής ανέλαβε να απαντήσει η φύση…

Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός τότε κατοίκου του χωριού, του Δημήτριου Δερματά, η βροχή στην περιοχή ήταν εκείνη τη χρονιά πρωτοφανής: είχε ξεκινήσει από τις 24 Σεπτεμβρίου και δεν σταμάτησε έως την ημέρα της κατολίσθησης! Ο χειμώνας του ’63 ήταν άλλωστε από τους πιο σφοδρούς του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Ο ίδιος ανέφερε ότι την παραμονή της καταστροφής όλοι οι άντρες μαζεύτηκαν στο καφενείο του χωριού για να αποφασίσουν τι μέτρα μπορούν να λάβουν. «Η συζήτηση περιστρεφόταν μοναδικά γύρω από αυτά τα φαινόμενα, αλλά κανείς δεν φανταζόταν τι πρόκειται να γίνει. Το πολύ υπολογίζαμε να πέσει κάνα σπίτι…».

Στον απόηχο της βιβλικής καταστροφής, γεννήθηκε ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης. Το χωριό πρακτικά σταμάτησε να υπάρχει και 156 κάτοικοι μεταφέρθηκαν στο γειτονικό Μεγάλο Χωριό, ενώ οι υπόλοιποι 90 στο Καρπενήσι. Οι περισσότεροι όμως ήταν αποφασισμένοι να επιστρέψουν στον τόπο τους κι έτσι το Φεβρουάριο του 1964 ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανοικοδόμηση του χωριού. Όχι φυσικά στην ίδια – ρημαγμένη και ακατάλληλη για διαμονή – περιοχή, αλλά 2 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο της καταστροφής. Τέσσερα χρόνια μετά, το Νέο Μικρό Χωριό ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει σε μόνιμη βάση τους βιαίως ξεσπιτωμένους του 1963.

Το 1986 ανεγέρθηκε στην είσοδο του Παλιού Μικρού Χωριού ένα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων κι έκτοτε αποτελεί σημείο αναφοράς για όλους τους κατοίκους του Νέου Μικρού Χωριού. Από το 2016 υπάρχει και κάτι άλλο που κρατά ζωντανές  τις μνήμες της δολοφονικής κατολίσθησης. Είναι το συγκινητικό και παράλληλα αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του ντόπιου δημοσιογράφου Βαγγέλη Πλακά. Το βίντεο παρουσιάζει σπάνιο οπτικό υλικό και ντοκουμέντα. Μαρτυρίες από ειδικούς επιστήμονες, δημοσιογράφους, ιστορικούς και κατοίκους που βίωσαν το γεγονός, ενώ ο απόλυτα γλαφυρός τίτλος του είναι «Το χωριό που νίκησε το θάνατο»…