Όταν ταξιδεύεις σε κρουαζιερόπλοιο –και μάλιστα στο Ινδικό ωκεανό– και παίρνεις το βραδινό σου, είναι λογικό να είσαι προετοιμασμένος ότι μπορεί να χυθεί και λίγο κρασί στο τραπεζομάντηλο… Τίποτα, όμως, δεν είχε προετοιμάσει τους ταξιδιώτες του «Ωκεανός» για αυτό που θα αντιμετώπιζαν στις 4 Αυγούστου 1991, όταν πελώρια κύματα κατάπιναν το πλοίο -και σύμφωνα με πολλούς από αυτούς- οι μόνοι που έσπευσαν αν τους βοηθήσουν ήταν οι… άσχετοι μουσικοί του καραβιού…
Με 571 επιβάτες εκείνη την μοιραία βραδιά, είναι πραγματικά απίστευτο το ότι δεν υπήρξαν θύματα. Ειδικά εφόσον πιστέψουμε τις δεκάδες μαρτυρίες ανθρώπων που υποστήριξαν ότι μόνο πολύ λίγα από τα μέλη του πληρώματος βρέθηκαν στο πλευρό τους για να οργανώσουν –ως όφειλαν- την συντεταγμένη εκκένωση του πλοίου. Οι περισσότεροι εξ αυτών –σύμφωνα πάντα με τις ίδιες καταγγελίες- ήταν από τους πρώτους που επιβιβάστηκαν σε σωστικές λέμβους, ενώ το… κακό παράδειγμα φέρεται να έδωσε ο καπετάνιος, ο οποίος άφησε πλοίο και ταξιδιώτες στην μοίρα τους, ενώ ο ίδιος εγκατέλειπε το κρουαζιερόπλοιο με ελικόπτερο!
Αυτή η φοβερή ιστορία έχει πολύ ελληνικό στοιχείο. Το πλοίο το οποίος είχε κατασκευαστεί το 1952, έκανε το δρομολόγιο Μασσαλία-Μαδαγκασκάρη-Άγιο Μαυρίκιο, αλλά άνηκε στην «Ηπειρωτική Lines», συμφερόντων της οικογένειας Ποταμιάνου, ενώ Έλληνες ήταν και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος, με πρώτο τον πλοίαρχο, Γιάννη Αβρανά.
Άσχετα με το τι πραγματικά συνέβη, πάντως εκείνο το βράδυ, η δήλωσή του που παίχτηκε από όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία και προκάλεσε παγκόσμια ανατριχίλα, ήταν: «Η εγκατάλειψη του πλοίου ισχύει για όλους. Δεν έχει σημασία τι ώρα θα έφευγα εγώ»… Ασφαλώς είναι δύσκολο μετά από μια τέτοια κυνική ομολογία να μην πιστέψεις αυτά που μετέφεραν άλλοι επιβαίνοντες και κυρίως ένας από τους πλέον αναπάντεχους ήρωες της υπόθεσης. Ο κιθαρίστας –τότε- Μος Χιλς από την Ζιμπάμπουε, ο οποίος μαζί με την μπασίστα και σύζυγό του, Τρέισι, διασκέδαζαν τους ταξιδιώτες μέχρι την ώρα που όλοι κατάλαβαν ότι κάτι πήγαινε εντελώς λάθος…
Αν και οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν καλές, ο καπετάνιος είχε πάρει την απόφαση για απόπλου από το λιμάνι του Ιστ Λόντον της Νοτίου Αφρικής με προορισμό το Ντέρμπαν. Πιθανότατα βλέποντας και ο ίδιος κύματα ύψους κοντά στα 15 μέτρα να χτυπούν το σκαρί κι ενώ έπνεαν ισχυρότατοι άνεμοι 40 κόμβων, να το είχε στο μεταξύ μετανιώσει. Όπως και να ‘χει, ένα από τα χτυπήματα αποδείχθηκε καθοριστικό. Οι επιβάτες ένιωσαν το αρχικό τράνταγμα και είδαν τα φώτα να σβήνουν. Ανησύχησαν μεν, αλλά δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι την ίδια στιγμή η εξαγωγή στις ηλεκτρογεννήτριες είχε ανοίξει από ένα κύμα και έμπαζαν νερά. Ο –τότε- ύπαρχος του πλοίου, Χρήστος Νικολάου, μιλώντας στα «ΝΕΑ», θυμάται: «Μέσα σε οκτώ λεπτά έκλεισα τις υδατοστεγείς πόρτες. Στο ενδιάμεσο όμως ο πρώτος μηχανικός τρομοκρατήθηκε. Κατέβασε τους διακόπτες, σταμάτησε τις ηλεκτρογεννήτριες και τις μηχανές», λέει. Ουσιαστικά από εκείνο το σημείο το καράβι δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα πλεύσης κι έγινε έρμαιο στον καιρό.
Κι όλα αυτά ενώ μόλις στα 4 μίλια υπήρχε στεριά. Θεωρητικά προς τα εκεί θα οδηγούσαν το «Ωκεανός» ώστε να σταματήσει σε αβαθή νερά, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Οι περισσότεροι επιβάτες δεν θυμούνται μέλη του πληρώματος να τους βοηθούν όταν πλέον έγινε ξεκάθαρο ότι το πλοίο είχε πάρει κλίση και αργά ή γρήγορα θα βυθιζόταν. Αντίθετα, μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον Μος Χιλς και άλλους, μάγειρες ή σερβιτόρους, που έκαναν ό,τι περνούσαν από τα χέρια τους για να οργανώσουν το απόλυτο χαός.
Ο ίδιος ο κιθαρίστας θυμάται την προσπάθειά τους να κατεβάσουν σωστικές λέμβους στην μανιασμένη θάλασσα χωρίς καν να γνωρίζουν πώς ακριβώς λειτουργούσε ο μηχανισμός. Την ίδια ώρα στην άλλη πλευρά του καραβιού, σύμφωνα με τις καταγγελίες τους, ο πρώτος μηχανικός και άλλα 30 άτομα, επιβιβάζονταν σε βάρκα αφήνοντας τους πάντες στην τύχη τους. Ο Μος Χιλς έψαχνε εναγωνίως να βρει κάποιον υπεύθυνο κι έφτασε μέχρι την γέφυρα. Εκεί θα έπρεπε να βρίσκεται ο καπετάνιος με τα υψηλόβαθμα στελέχη του, αλλά δεν είδε κανέναν. Αντιγράφοντας περισσότερο σκηνές από ταινίες, σήκωσε τον ασύρματο και εξέπεμψε SOS. Από την άλλη άκρη της γραμμής μια φωνή τον ρώτησε ποιο πλοίο ήταν και στη συνέχεια του ζήτησε να δώσει το στίγμα για να το εντοπίσει. Όταν έλαβε την απάντηση ότι ο συνομιλητής του δεν γνώριζε να το κάνει, αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο βαθμός του. «Δεν έχω βαθμό, είμαι ο κιθαρίστας της μπάντας και δίπλα μου έχω την κοπέλα μου που παίζει μπάσο», αποκρίθηκε…
Από πλοία που βρίσκονταν κοντά στο «Ωκεανός» κατέστη δυνατός ο εντοπισμός και αμέσως έσπευσαν άλλα καράβια αλλά και ελικόπτερα για την διάσωση. Στο τρίτο που έφτασε τα ξημερώματα πια, ανέβηκε και ο πλοίαρχος κι ενώ στο κατάστρωμα βρίσκονταν ακόμη περίπου άλλα 100 άτομα που ζητούσαν βοήθεια. Σύμφωνα με την δική του εκδοχή, ήθελε απλά να πάρει μια καλύτερη εικόνα από ψηλά και στη συνέχεια θα επέστρεφε, αλλά ο καιρός δεν επέτρεψε μια νέα προσέγγιση… Αργότερα βέβαια παραδέχτηκε αυτά που προαναφέραμε και μάλιστα μπροστά στις κάμερες, ενώ μιλώντας επίσης στα «ΝΕΑ» της εποχής, υποστήριξε: «Οι συνθήκες ήταν τραγικές και η δική μου ευθύνη παραπάνω από μεγάλη. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε μέχρι εκείνη την ώρα αν είναι ζωντανοί όσοι έφυγαν με τις βάρκες. Ήθελα να κατέβω στο κατάστρωμα, όπου είχαν μείνει ξαπλωμένοι στο δάπεδο, σκεπασμένοι με κουβέρτες επιβάτες και μέλη του πληρώματος που για να πάρουν κουράγιο τραγουδούσαν. Κάτι ο δυνατός άνεμος, κάτι ο πιλότος του ελικοπτέρου, δεν με άφησαν να κατέβω». Λίγη ώρα αργότερα το πλοίο βυθιζόταν στο βάθος 81 μέτρων σημείο.
Σαν από θαύμα, δεν υπήρξε κάποιο θύμα, ενώ όλα τα μέλη του πληρώματος κρατήθηκαν σε περιορισμό στο Ντέρμπαν, όπου θα περνούσαν από δίκη. Ο ύπαρχος, Χρήστος Νικολάου, ενημέρωσε έναν δικό του άνθρωπο στην Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία και τελικά μετά από μυστική επιχείρηση, φυγαδεύτηκαν στην Ελλάδα. Την υπόθεση ανέλαβε το Ανώτατο Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων του υπουργείου Ναυτιλίας. Από αυτήν την διαδικασία απαλλάχθηκαν όλοι, χωρίς καν να περάσει οποιοσδήποτε από δίκη.
Ο πλοίαρχος Γιάννης Αβρανάς έφυγε από την εταιρεία και για ακόμη ένα χρόνο, μέχρι να συνταξιοδοτηθεί, ταξίδευε με ξένη σημαία. Μέσα σε αυτό το πολύ μικρό χρονικό διάστημα είδε δύο από τα καράβια του να πιάνουν φωτιά. Κατά διαβολική σύμπτωση, την δεύτερη φορά στο πλοίο που έσπευσε να τον σώσει βρισκόταν και ο πρώην ύπαρχός του στο «Ωκεανός», Χρήστος Νικολάου, ο οποίος του έσωσε την ζωή.