Με IQ σχεδόν το διπλάσιο του Αινστάιν και περίπου 100 μονάδες πάνω από αυτό του Νεύτωνα, θα περίμενε κανείς ότι ο Γουίλιαμ Τζέιμς Σίντις θα έμενε για πάντα στην ιστορία με επιτεύγματα που θα άλλαζαν τον κόσμο. Αντίθετα, όμως, η μεγαλύτερη (πιθανότατα) ιδιοφυία που πάτησε ποτέ στη Γη, έζησε μια ζωή μέσα στην αμφισβήτηση και κατέληξε να πεθάνει μόνος και ξεχασμένος.
Αυτή η ιδιαίτερη και μοναδική περίπτωση ανθρώπου γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1898, όμως η ευφυΐα του δεν ήταν πρωταπριλιάτικο ψέμα. Υπολογίστηκε μεταξύ 250 και 300, την ώρα που εκείνη του Άλμπερτ Αϊνστάιν ήταν 160 κι εκείνη του Νεύτωνα θεωρείται ότι άγγιζε το 190!
Κι αν αυτά τα νούμερα από μόνα τους ίσως να μην σας λένε πολλά, ας αφήσουμε τα ίδια τα γεγονότα να το κάνουν. Σε ηλικία μόλις 18 μηνών ήξερε να διαβάζει, στα 6 του χρόνια μιλούσε (εκτός από αγγλικά) γαλλικά, ρωσικά, γερμανικά, εβραϊκά, τουρκικά, αρμενικά και λατινικά, ενώ δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 8 όταν άρχισε να γράφει ποιήματα στην γαλλική γλώσσα και λίγο αργότερα μια νουβέλα αλλά και ένα… Σύνταγμα μιας ουτοπικής χώρας που δημιούργησε μέσα στο μυαλό του…
Οι γονείς του (γιατρός ο πατέρας και ψυχολόγος η μητέρα) περιγράφονται από τους σύγχρονούς του ως αρκετά δεσποτικοί και απαιτητικοί άνθρωποι, που από την πλευρά τους θέλησαν να σπρώξουν το παιδί στις επιστήμες αναγνωρίζοντας την μοναδικότητά του. Φαίνεται όμως ότι για τον Σίντις αυτή η κατάσταση αποτέλεσε ευχή και κατάρα μαζί. Η προβολή την οποία έλαβε για τα κατορθώματά του ήταν κάτι αδύνατο να διαχειριστεί ενώ παράλληλα οι γονείς του δεν προστάτεψαν ικανοποιητικά την εύθραυστη παιδική ψυχή του, με δυσάρεστα αποτελέσματα που φάνηκαν αργότερα, ειδικά μετά τα 11 χρόνια του όταν έγινε δεκτός στο φημισμένο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Εκεί έδωσε μια διάλεξη μπροστά σε φοιτητές με τα διπλάσια χρόνια του και εκπροσώπους του Τύπου, με θέμα τα «Μεγέθη της Τέταρτης Διάστασης». Μετά από δύο ώρες οι παρευρισκόμενοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό και οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «την μετενσάρκωση του Ευκλείδη»! Στα 16 του όχι μόνο είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του, αλλά ήταν σε θέση να διδάξει κιόλας.. Αυτή, όμως, ήταν μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη ήταν πολύ πιο σκληρή, καθώς ο μικρός ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί και συχνά γινόταν αντικείμενο χλευασμού και πειραγμάτων ακόμα και από τους ίδιους τους φοιτητές εξαιτίας της κοινωνικής ανασφάλειάς του.
Σε έναν «φυσιολογικό» κόσμο, εκείνος αντιμετωπιζόταν σαν… «φρικιό», με τον ίδιο τρόπο που θα κοιτούσε κανείς την «γυναίκα με το μούσι» σε ένα τσίρκο της εποχής. Ο νεαρός πλέον έμοιαζε να είναι απροσάρμοστος και κάπως έτσι βρέθηκε μακριά από τον πανεπιστημιακό χώρο, ενώ σταδιακά απομονώθηκε. Έκανε δουλειές όσο το δυνατόν πιο απλές και καθημερινές, ενώ προσπαθούσε με κάθε δυνατό τρόπο να κρύβει την ταυτότητά του. Μάλιστα, όταν κάποιος τον αναγνώριζε, ο Σίντις άλλαζε εργασία και περιβάλλον. «Μόνο η όψη μια μαθηματικής εξίσωσης με αρρωσταίνει. Το μόνο που θέλω να κάνω είναι να διαχειρίζομαι μια αριθμομηχανή, αλλά δεν με αφήνουν ήσυχο», είχε δηλώσει κάποια στιγμή στη ζωή του…
Η χαριστική βολή για εκείνον ήρθε όταν συνειδητοποίησε ότι το περιοδικό «New Yorker» είχε στείλει μια δημοσιογράφο του προκειμένου να γίνει φίλη του και μέσω αυτής της υποκριτικής στάσης της να γράψει ένα άρθρο για εκείνην την «χαμένη μεγαλοφυΐα». Ο Σίντις κατέθεσε αγωγή εναντίον του περιοδικού, αλλά νιώθοντας για άλλη μια φορά προδομένος, κλείστηκε ακόμη πιο πολύ στον εαυτό του. Όλο αυτό το διάστημα εξέδωσε δεκάδες βιβλία, αλλά όλα με ψευδώνυμα. Μάλιστα ο βιογράφος του θεωρεί ότι ίσως ο πραγματικός αριθμός να ανέρχεται σε εκατοντάδες και δηλώνει απόλυτα βέβαιος ότι ποτέ δεν θα μάθουμε την αλήθεια.
Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι τελικά έφυγε από αυτόν τον κόσμο σε ηλικία 46 ετών από εγκεφαλική αιμορραγία, την ίδια ακριβώς ασθένεια από την οποία πέθανε και ο πατέρας του στα 56 του. Ο άνθρωπος με IQ κοντά στο 300 δεν μπόρεσε να κάνει κάτι για να αποφύγει το πεπρωμένο του και πέθανε ολομόναχος και παντελώς ξεχασμένος…