Την απελευθέρωση από τους Τούρκους η Ελλάδα την οφείλει σε χιλιάδες αγωνιστές. Σε εξεγερμένους που πολέμησαν από κάθε μετερίζι, μέσα ή έξω από τα πεδία της μάχης, για τη λύτρωση από τη σκλαβιά. Αν υπάρχει όμως μια μορφή με την οποία συνδέθηκε ο αγώνας για την ελευθερία, ο ξεσηκωμός απέναντι στον κατακτητή είναι αναμφίβολα ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης…
Έχουμε συνηθίσει λοιπόν αυτή τη μορφή ν’ αποτυπώνεται αγέρωχη, επιβλητική, ξέχειλη από θάρρος και πίστη στην τελική νίκη.
Υπήρξαν ωστόσο κάποιες (ελάχιστες) φορές που ακόμα και ο «Γέρος του Μοριά» λύγισε. Πού δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον πόνο και την οργή του: Όταν έχασε τον πρωτότοκο γιο του στον αιματηρό εμφύλιο μετά την επανάσταση… Όταν αποδοκιμάστηκε από τον όχλο στο Ναύπλιο, έχοντας καταδικαστεί (ποιος, ο πρωτεργάτης για την απελευθέρωση) σε φυλάκιση…
Κι όταν έγινε σχεδόν αυτόπτης μάρτυρας της προδοσίας, η οποία οδήγησε στον χαμό του μικρότερου κι αγαπημένου αδερφού του, Γιάννη… Χρόνια λοιπόν πριν φουντώσει η Επανάσταση, το μακρινό 1805, η αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων στα αποκαλούμενα Ορλωφικά του 1770 είχε πτοήσει εύλογα το ηθικό.
Δεν είχε σιγάσει ωστόσο το πάθος των κλεφτών για ελευθερία και τον αγώνα τους στα βουνά ενάντια των Τούρκων. Και προκειμένου να μην πάρει διαστάσεις, η οθωμανική διοίκηση δεν περιοριζόταν σε στρατιωτικούς τρόπους για να τον καταπνίξει.
Σε αυτό το πλαίσιο (και πέρα από τις εντολές στους δημογέροντες και τους δεσποτάδες να στρέφουν τους πιστούς εναντίον των κλεφτών) επιστρατεύτηκε ακόμα και το Πατριαρχείο. Εκδόθηκε λοιπόν σκληρό επιτίμιο (κατάρα επί της ουσίας) από τον Πατριάρχη Καλλίνικο, η οποία διαβιβάστηκε από το Φανάρι σε όλες τις εκκλησίες του Μοριά.
Έτσι, οι κλέφτες δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μονάχα τους Τούρκους, αλλά και Έλληνες που δεν βοηθούσαν (στην καλύτερη περίπτωση) ή και συνεργάζονταν με τον κατακτητή εναντίον τους… Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το κλίμα διωγμού, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διέσπασε το σώμα του σε μπουλούκια και έδωσε εντολή να κατευθυνθούν στις ακτές για ν’ αποδράσουν στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα μπουλούκια ηγούταν ο αδερφός του Γιάννης (με το παρατσούκλι «Ζορμπάς»), συμμετείχε ο ξάδερφός του, Γιώργος και τέσσερις ακόμα Κολοκοτρωναίοι (από τους συνολικά 70 που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα εναντίον των Τούρκων). Όλοι τους κατευθύνθηκαν, κατόπιν εντολών του «Γέρου», στο Παλαιοχώρι, κάτω από τη Δημητσάνα, για να τους κρύψει ένας πιστός φίλος της οικογένειας.
Επειδή όμως εκείνος έλειπε από το χωριό, οι Κολοκοτρωναίοι προχώρησαν και (παρά την επισήμανση του Θόδωρου να μην πλησιάσουν σ’ εκείνο το σημείο) προσέγγισαν τη Μονή Αιμυαλών…
Εκεί συνάντησαν έναν καλόγερο, τον Γεράσιμο, που κλάδευε το αμπέλι του μοναστηριού. Τους έδωσε μεν φαγητό και κρασί για να στυλωθούν, αλλά τους προέτρεψε (φοβούμενος το φιρμάνι των Τούρκων για σκληρές τιμωρίες σε όσους υπέθαλπαν κλέφτες) ν’ αποχωρήσουν. Όταν λοιπόν το μπουλούκι αρνήθηκε ν’ αποχωρήσει, ο καλόγερος έβαλε μπρος το σχέδιο της μεγάλης προδοσίας:
Τους έβαλε να κρυφτούν σ’ ένα ληνό (σ.σ. μικρό κτίσμα από πέτρες στο οποίο βρισκόταν το πατητήρι για τα σταφύλια και η δεξαμενή για τον μούστο) και αφού τους έκανε να πιστέψουν ότι ήταν ασφαλείς, ειδοποίησε τους τοπικούς «προύχοντες». Κι εκείνοι, όχι μόνο ενημέρωσαν τους Τούρκους της Στεμνίτσας, αλλά φρόντισαν να στείλουν και δικούς τους ενόπλους (!) για ν’ αποκλείσουν εν τω μεταξύ τους Κολοκοτρωναίους.
Όταν έφτασε λοιπόν το τουρκικό απόσπασμα και οι κλέφτες συνειδητοποίησαν τι συνέβη, ξεκίνησε η ανταλλαγή πυρών: Οι αποκλεισμένοι Έλληνες τουφεκούσαν από παράθυρα και πολεμίστρες και οι πολιορκητές Τούρκοι (αφού διαπίστωσαν ότι είχαν απώλειες και δεν απέδιδε ο συγκεκριμένος τρόπος) τους πρότειναν να παραδοθούν.
Κι όταν η απάντηση που πήραν ήταν περήφανα αρνητική, υλοποίησαν το εναλλακτικό πλάνο για να βγάλουν έξω τους πολιορκημένους: Έβγαλαν κεραμίδια από τη στέγη, πέταξαν αναμμένο θειάφι (ζυμωμένο με λάδι) και προκάλεσαν πυρκαγιά στα κλήματα που βρίσκονταν εντός του ληνού! Μην έχοντας λοιπόν άλλη επιλογή για να μην καούν ζωντανοί, οι Κολοκοτρωναίοι επέλεξαν έναν τιμημένο θάνατο:
Με μπροστάρη τον Γιάννη Κολοκοτρώνη όρμησαν έξω με τα γιαταγάνια και πριν πέσουν νεκροί από τα βόλια των Τούρκων, πρόλαβαν να πάρουν πολλούς μαζί τους στον θάνατο!
Ήταν τέτοια η μανία των κατακτητών (και η ανάγκη τους να χρησιμοποιήσουν το συμβάν για παραδειγματισμό) που δεν σεβάστηκαν ούτε τα πτώματα των νεκρών Ελλήνων: Τα κατακρεούργησαν, τους έκοψαν τα κεφάλια και αφού τα διαπόμπευσαν στη Δημητσάνα, τα έστειλαν στην Τρίπολη, όπου (με εντολή του πασά) κρεμάστηκαν στην πλατεία. Η παράδοση θέλει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όχι απλώς να ενημερώνεται για την ενέδρα, αλλά να παρακολουθεί με το κιάλι του από την κορφή του Μαινάλου (ανήμπορος ν’ αντιδράσει) το μακελειό που οδήγησε στον χαμό του αδερφού του.
Μέσα στον πόνο και την οδύνη του λοιπόν, άφησε ευχή και κατάρα στους απογόνους του να κάψουν μια μέρα την μονή και τους καλογέρους! Μια κατάρα ωστόσο που απέσυρε εντέλει λίγο πριν τον θάνατό του. Τότε, το 1942, επισκέφθηκε τη Μονή Αιμυαλών στο πλαίσιο της τελευταίας περιοδείας του στην Πελοπόννησο και καλωσορίστηκε ως ήρωας του ελληνικού έθνους από τους καλόγερους.
Και μπορεί τελικά να τους συγχώρησε, αλλά αρνήθηκε πεισματικά (παρά τις παραινέσεις τους) να μπει στη μονή. Εκεί στέκει ακόμα σήμερα ο περίφημος Ληνός των Κολοκοτρωναίων, ως μνημείο μαρτυρίας για την πατρίδα, με την μαρμάρινη επιγραφή που αναφέρει:
«ΛΗΝΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟΝ ΑΓΩΝΑ
ΕΠΕΣΑΝ ΕΝΔΟΞΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥ ΛΗΝΟΥ ΤΟΥΤΟΥ
ΤΗΝ 1 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1806
ΕΞ ΚΛΕΦΤΑΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ
ΥΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗΝ ΖΟΡΜΠΑΝ».
Όσο για τον ίδιο τον Θεόδωρο Κολοτρώνη, είχε προλάβει να τιμήσει ήδη τη μνήμη του αδικοχαμένου αδερφού του. Δίνοντάς τ’ όνομά του στον γιο που απέκτησε τη χρονιά του θανάτου του, τον περίφημο Γιάννη ή Γενναίο Κολοκοτρώνη: Επίσης ήρωα του αγώνα και μετέπειτα υπουργό και πρωθυπουργό της χώρας επί της βασιλείας Όθωνα…