Τι είναι άραγε η έμπνευση; Να μια ερώτηση που υποθέτουμε δεν πρόκειται ποτέ να απαντηθεί ξεκάθαρα, ρητά και τελειωτικά. Δεν είναι πώς δεν μπορούμε να το ορίσουμε. Είναι, κυρίως, πως πρέπει κανείς να (το) νιώσει. Η φωνή της ψυχής. Κι αυτό, θαρρείς εξ ορισμού, είναι πάντα ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες.
Κι έπειτα, δεν υπάρχει ώρα ούτε μέρος. Αυτό το «κάτι» μας χτυπάει την πόρτα ακόμα και τις πιο ανύποπτες στιγμές, ακόμα και στα πιο απλά πράγματα.
Ο τρόπος που ο Σωκράτης Μάλαμας έγραψε την «Πριγκιπέσσα» είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα της άνωθεν διαχρονικής καλλιτεχνικής αλήθειας. Ο Έλληνας ερμηνευτής και τραγουδοποιός σκάρωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του από το πουθενά. Και το εννοούμε.
Να πώς ο ίδιος το είχε διηγηθεί σε συνέντευξη που είχε δώσει παλαιότερα στο ΒΗΜαgazino:
«Την έγραψα ως δώρο γενεθλίων σε μια γυναίκα, επειδή δεν είχα λεφτά να της πάρω κάτι. Μαγείρευε να φάμε φακές, που ήταν ό,τι είχε απομείνει, και ενώ την έβλεπα σκέφτηκα: “Αυτό αξίζει τον κόπο τώρα να το τραγουδήσει κάποιος, να το βγάλει προς τα έξω”. Το έγραψα και το έπαιξα κατευθείαν, χωρίς να μεσολαβήσει καθόλου χρόνος. Όταν το έπαιξα λύθηκα στα γέλια, το θεώρησα τόσο αστείο. Η φίλη μου, η οποία δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική, άφησε κάτω τις κουτάλες και μου είπε: “Πότε το έγραψες αυτό το τραγούδι; Το ξέρεις ότι είναι πάρα πολύ καλό; Απορώ γιατί γελάς”»..
Ναι. Μερικές φορές ακόμα και οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν άμεσα και σωστά αυτό που έχουν φτιάξει. Ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια των τελευταίων ετών δηλαδή θα μπορούσε κάλλιστα (ή χείριστα, πιο σωστά) να μην είχε βγει ποτέ σε κυκλοφορία.
Μια γυναίκα το έσωσε – συμβαίνει συχνά, οι γυναίκες να μας σώζουν δηλαδή! Εν προκειμένω γίνεται ακόμα πιο ωραίο, καθώς ο Μάλαμας παντρεύτηκε την τότε «μούσα» του. Είναι η σύζυγός του, με την οποία έχουν τέσσερα παιδιά. Τον Πέτρο, την Λυδία, την Γραμμένη και τον Γιάννη.
Για την ιστορία, να σημειώσουμε πως η «Πριγκιπέσσα» ήταν ένα από τα κομμάτια του άλμπουμ «Ο Φύλακας και ο Βασιλιάς» που κυκλοφόρησε το 2000. Όπως πολλά τραγούδια του Μάλαμα πήρε το χρόνο της μέχρι να αγαπηθεί από το κοινό σε μεγάλο εύρος.
Έγινε κτήμα και αίσθημα πολλών ανθρώπων χρόνο με το χρόνο, στόμα με στόμα. Σε μαγαζιά στο μισοσκόταδο με τις ρακές και τα κρασιά να βοηθάνε στο να πέσουν οι όποιες αναστολές, στα σπίτια ή όπου αλλού, εκεί που μαζεύονται οι παρέες. Έγινε κυρίως ένας ύμνος προς την αγάπη, τραγουδισμένη υπό ένα πολύ ιδιαίτερο ποιητικό πρίσμα. Ποιος είπε πως οι φακές είναι… άνοστες;
Σε μια άλλη συνέντευξή του, στη Lifo τότε, ο 66χρονος σήμερα συνθέτης είχε θέσει ως εξής τη διαδικασία της δημιουργίας ενός τραγουδιού:
«Τίποτα δεν με ωθεί να γράψω. Εκεί που πίνω κρασί με τους φίλους μου ή κάνω βόλτες με πιάνει κάτι που με κάνει να στριμωχτώ, να καθίσω σε μια γωνιά και να ασχοληθώ μόνο με αυτό. Είναι όπως μπαίνεις σε ένα λιβάδι την άνοιξη και βλέπεις και τσουκνίδες και μαργαρίτες. Ελπίζω να μην έγραψα μόνο τσουκνίδες στη ζωή μου».
Καμία σχέση με τσουκνίδες, θα πούμε εμείς. Δεν ταιριάζουν άλλωστε με μια Πριγκιπέσσα… Απίστευτος ο κόσμος και ο χαρακτήρας μας…