Κάθε γουλιά και μία φράση. Κάθε φράση και ένα βήμα προς το κατώφλι της αιωνιότητας. Κανείς δεν ξέρει αν ο περιλάλητος εθισμός του σε αυτές τις γουλιές από καφέ βοήθησε τη μετάβαση του στην αθανασία ή αν ήταν εκείνος που τον έστειλε μια ώρα αρχύτερα στο θάνατο.
Πιθανόν βέβαια συνέβησαν και τα δύο. Σίγουρα αν σε μια φαντασιόπληκτη ενοχική παρόρμηση ζήλεψε τη συμφωνία του Φάουστ. Δικός του διάβολος οι κόκκοι του καφέ. Αυτοσκοπός η νοητική αθφαρσία. Τίμημα η περιορισμένη διάρκεια. «Κάνε με τρανό και μετά σκότωσε με». Και τον σκότωσε…
Ένα ζεστό πρωινό του 1828, ένας κοντόχρονδρος άνδρας, 29 ετών, κακοντυμένος, με λιπαρά μαλλιά και ξεχειλωμένες κάλτσες στάθηκε στην πλατεία Βεντόμ του Παρισιού. Η αποτυχημένη επένδυση του σε μια εκτυπωτική εταιρεία τον είχε καταχρεώσει με 50.000 φράγκα και μολονότι η μία από τις ερωμένες του ήταν δούκισσα, η τσέπη του παρέμενε άδεια.
Τα δεκάδες -ανούσια για το κοινό- έργα που είχε εκδώσει, όλα δημοσιευμένα με διάφορα ψευδώνυμα, δεν είχαν καμία λογοτεχνική αξία. Όπως κοντοστάθηκε, έστρεψε το βλέμμα του προς το άγαλμα του Ναπολέοντα. «Κάποια μέρα, σύντομα, θα κατακτήσω και εγώ τον κόσμο», ψέλλισε σα να ήταν ο τελευταίος φίλος που του είχε απομείνει. Ο άνδρας λεγόταν Ονορέ ντε Μπαλζάκ.
Για την ακρίβεια λεγόταν Ονορέ Μπαλζάκ, αλλά πρόσθεσε ο ίδιος το «de» για να υποδηλώνει καταγωγή αριστοκρατική. Δεν υπήρχε ωστόσο τίποτε στο γενεαλογικό του δέντρο που να δικαιολογεί τέτοιο τίτλο. Πληρούσε όμως όλα εκείνα (τα άλλα) που δικαιολογούν τον τίτλο μιας από τις πιο πολυσχιδείς προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Και αυτό το συγκεκριμένο χάρισμα που τον ανέδειξε σε έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες απο καταβολής πένας.
Έγραφε ακατάπαυστα, πολύ συχνά ολόκληρα μερόνυχτα. Συνήθως 15 ώρες το 24ωρο και πάντοτε τουλάχιστον από τη 1 μετά τα μεσάνυχτα έως τις 8 το πρωί. Ένας από τους πολυγραφότερους όλων των εποχών. Δημιουργός 2.504 ηρώων μέσα από τα βιβλία του, μολονότι πέθανε στα 51.
Υπερβολικός σε όλα. Μετρ των καταχρήσεων. Σε φαγητό, γυναίκες, ακριβά ρούχα και πολυτελή έπιπλα. Τα δύο πρώτα βιβλία με το δικό του όνομα τα κυκλοφόρησε για να τροφοδοτήσει αυτές τις ανάγκες. Και να καλύψει τα χρέη που αυτές του δημιουργούσαν. Ο μεγαλύτερος εθισμός του όμως, αυτός που ξεπέρασε ακόμα και τον σεξουαλικό σε… τιτλούχες (μαρκησίες, δούκισες, κοντέσες κ.λ.π) ήταν ο καφές.
Όλα τα κείμενα και οι πραγματείες που μιλούν για τη ζωή του αποτυπώνουν την εργασιομανία του, με σημείο αναφοράς το δημοφιλέστερο ρόφημα. Όχι ότι προσπάθησε να το «κουκουλώσει» ο ίδιος. Αν πιστεύετε ότι είστε εθισμένοι στον καφέ, ακόμα και ο ίδιος, ένας μαέστρος της γλωσσοπλασίας, δεν θα μπορούσε να βρει φράση για τη δική του σχέση με αυτόν. Έπινε κατά μέσο όρο από 20 έως 40 κούπες την ημέρα!
Θρυλείται δε ότι στην πιο «οργασμική» περίοδο συγγραφής της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» είχε φτάσει τις 50 κούπες ημερησίως, για να μένει ξύπνιος ολόκληρα μερόνυχτα. Ακούγεται μεταφυσικό, έστω και αν η κούπα περιείχε τότε τη μισή περίπου ποσότητα απ’ ότι σήμερα.
«The Pleasures and Pains of Coffee». Ετσι ονόμασε ένα από τα δοκίμια του, με το οποίο αναγορεύει τους λατρευτούς κόκκους σε όπιο της λογοτεχνίας. Τους περιγράφει ως «… σπινθήρες που φωταγωγούν όλη τη διαδρομή μέχρι τον εγκέφαλο. Από εκείνη τη στιγμή, όλα βρίσκονται σε ταραχώδη κατάσταση. Οι ιδέες επιταχύνονται σαν τάγματα ενός μεγάλου στρατού στο θρυλικό πεδίο μάχης του, και ο πόλεμος μαίνεται».
Και συνεχίζει με μανιώδη, ακατάληπτο θαυμασμό:
«Μνήμες συσσωρεύονται, φωτεινές σημαίες υψώνονται. Το ιππικό της μεταφοράς αναπτύσσει υπέροχους καλπασμούς. Το πυροβολικό της λογικής πλησιάζει βιαστικά με βαγόνια που κροταλίζουν και φυσίγγια. Στη φαντασία, σκοπευτές κοιτούν και πυροβολούν. Ακολουθούν μορφές και σχήματα και χαρακτήρες. Το χαρτί απλώνεται με μελάνι-γιατί η νυχτερινή εργασία ξεκινά και ολοκληρώνεται με το χείμαρρο αυτού του μαύρου νερού, όπως μια μάχη αρχίζει και τελειώνει με μαύρη σκόνη…».
Δεν επέτρεψε, ποτέ σε κανέναν άλλο, να του ετοιμάσει το ελιξίριο της έμπνευσης και διέγερσής του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1840, ένας φίλος του γιατρός, τον προειδοποίησε ότι ο εθισμός του θα τον σκοτώσει. «Χωρίς καφέ δεν θα γράψω άλλη λέξη(!)», απάντησε με κατάπληξη και απέχθεια στη νουθεσία.
Απεναντίας έδινε ο ίδιος συμβουλές για το πώς θα επιτύχει κανείς τη μέγιστη διέγερση, βάζοντας στα σωθικά του αυτό το «εσωτερικό πυρωτικό», όπως το είχε ονομάσει. Συστήνει να τον «καταναλώνει κανείς νηστικός, πολύ δυνατό, διαλυμένο με ελάχιστο νερό»! Αλλά αυτό μόνο αν πρόκειται για άνθρωπο «με εξαιρετική ευρωστία, με μαύρα και σκληρά μαλλιά, με δέρμα ωχρό και ροδοκόκκινο συνάμα, με χέρια τετράγωνα, με πόδια σαν χοντρά κολονάκια όπως εκείνα της πλατείας Λουδοβίκου ΙΕ’». Με άλλα λόγια το συνέστηνε μονάχα στον εαυτό του…
Η παροιμιώδης εξάρτηση του από τον καφέ οδήγησε αλυσίδες καφενείων όπως το καναδικό «Βalzac Coffee» και το γερμανικό «Βalzac’s Coffee» να αξιοποιήσουν τη σύνδεση του ονόματος του με αυτόν.
Η «Ανθρώπινη Κωμωδία» είναι ένα συγγραφικό έπος, αποτελούμενο από 91 ολοκληρωμένα και 48 ημιτελή έργα, μεταξύ των οποίων νουβέλες, μυθιστορήματα και πραγματείες. Περιγράφει εξαντλητικά τη γαλλική κοινωνία από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η Γαλλική Επαναστάση έως τη σύγχρονη εποχή του, θέλοντας –όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογο- να καταδείξει ότι οι ποικίλες κοινωνικές πιέσεις ευθύνονται για τις διαφορές ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.
Το έργο γράφτηκε σε μια περίοδο 19 ετών και έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του αιφνίδιου θανάτου του. Τον καθιέρωσε ως θεμελιωτή του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και θεωρείται ότι επηρέασε βαθύτατα ορισμένους από τους διασημότερους μεταγενέστερους λογοτέχνες, όπως ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Εμίλ Ζολά, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και προπαντών ο Όσκαρ Ουάιλντ.
Για περίπου μία δεκαετία τα έργα του Μπαλζάκ θεωρούνταν προσβλητικά για τα χρηστά ήθη, αμιγώς εμπορικά, ελαφρά σε νόημα ή φτηνά ρομάντζα.
Στην αρχή ούτε οι γονείς του δεν πίστευαν στο ταλέντο του, απαιτώντας να ακολουθήσει το επάγγελμα που σπούδασε (δικηγορία). Τελικά τους έπεισε να του δανείσουν κάποια χρήματα και μετέβη στο Παρίσι, όπου νοίκιασε ένα δωμάτιο, μετατρέποντας τη σοφίτα σε χώρο εργασίας.
Θαμμένος πίσω από σελίδες και ατελείωτες σημειώσεις (ακόμα και σε χαρτοπετσέτες), ξεκίνησε να συγγράφει το συναπάντημα της ευφυίας του με τη δόξα, μέσα από τα εν δυνάμει αριστουργήματά του. Και φυσικά παρέα με την καφεΐνη, που ενίσχυε την έμφυτη, ανεξάντλητη, ενέργειά του. Προικισμένος με αυτήν, δεν κοιμόταν σχεδόν ποτέ παραπάνω από τέσσερις ώρες την ημέρα…
Το 1825 η σχέση του με τη Δούκισσα Ντ’ Αμπραντές τον βοήθησε να γίνει γνωστός στους κοσμικούς κύκλους του Παρισιού και το 1829 έκανε την πρώτη επιτυχία του, με το υπογεγραμμένο από τον ίδιο μυθιστόρημα «Οι Σουάνοι». Ήταν η αρχή της αναγνώρισης του ως συγγραφέα, με την καταξίωση να έρχεται λίγο καιρό αργότερα χάρη στο «Η Φυσιολογία του γάμου».
Η φήμη του εκτοξεύθηκε το 1831 με το «La Peau de chagrin» («Το μαγικό δέρμα»). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα – προάγγελο του περίφημου «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Ουάιλντ. Πραγματεύεται την ιστορία ενός νέου άνδρα που βρίσκει ένα μαγικό κομμάτι δέρματος, το οποίο πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του. Για κάθε τέτοια όμως που υλοποιείται, το δέρμα συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, αφαιρώντας κάθε φορά και ένα μέρος της φυσικής ενέργειας του άνδρα. Ο δημιουργός είχε ξεκάθαρα ανακατέψει στη μυθοπλασία βιογραφικά στοιχεία…
Μετά το «La Peau de chagrin» μεγάλοι εκδότες του Παρισιού ανταγωνίζονταν να αναλάβουν τα δικαιώματα του επόμενου βιβλίου του, προσφέροντας χρηματικές προκαταβολές. Το έργο τον κατέστησε επιπλέον και περιζήτητο εραστή, ως ένα από τα μεγάλα πνεύματα της εποχής.
Από το κρεβάτι του πέρασε μεταξύ άλλων η ομορφότερη και διασημότερη ετέρα του Παρισιού, Ολιμπία Πελισιέρ, γνωστή για τις «στοχευμένες» επιλογές της. Εκείνη την εποχή ξεκίνησε επιπλέον η πλατωνική σχέση του –που 15 χρόνια αργότερα κατέληξε σε γάμο- με την πολωνικής καταγωγής κόμισσα Εβελίν Χάνσκα. Η αλληλογραφία τους άρχισε μέσω των επιστολών θαυμασμού που μπήκε στον πειρασμό να του στείλει.
Ο Μπαλζάκ βέβαια δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα ορκιζόταν αιώνια πίστη σε κάποια από τις θηλυκές κατακτήσεις του. Οι βιογράφοι του αναφέρουν ότι για κάποια περίοδο είχε παράλληλη σχέση ακόμα και με τέσσερις ερωμένες –οι περισσότερες στη ζωή του ήταν πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από αυτόν- ενώ θεωρούν τα δύο επιβεβαιωμένα νόθα παιδιά του ως πολύ μικρό αριθμό.
Το παράσημο του ως εραστής ήταν ότι το χρήμα δεν αποτέλεσε ποτέ μαγνήτης, αφού διαχρονικά δεν είχε δεκάρα στην τσέπη. Ή μάλλον είχε μόνο για να ικανοποιεί την ακόρεστη λαιμαργία του στο φαγητό και τη μαζική αγορά κοπανισμένου μαύρου καφέ. Οι εισπράξεις από τις πωλήσεις των βιβλίων του δεν αρκούσαν για να αποπληρώσει τα χρέη που δημιούργησε αρχικά ως τυπογράφος και εν συνεχεία με τις αποτυχημένες επενδύσεις του στο χρηματιστήριο. Το 1835 ανέλαβε την επιθεώρηση La Chronique De Paris, την οποία εγκατέλειψε τον Ιούλιο του 1836 ακόμη περισσότερο χρεωμένος.
Έφτασε να κρύβεται από τους πιστωτές του, την ίδια ώρα που εξακολουθούσε να απολαμβάνει το θαυμασμό της γαλλικής κοινωνίας, πλέον και ως θεατρικός συγγραφέας.
Ο όγκος του έργου του, για διάρκεια μόλις 25 χρόνων, παρέπεμπε σε κάτι υπεράνθρωπο. Να οφειλόταν άραγε στο δικό του… κομμάτι δέρμα, το καφέ «μαγικό» φίλτρο; Αν ναι, εκείνος μόνο το ήξερε. Μόνο αυτός έφτανε -καταγεγραμμένα- να καταναλώνει ολόκληρους κόκκους, ακόμα και τα κατακάθια του καφέ, όταν πλέον δεν τον άγγιζε ως ρόφημα. Και να χαρακτηρίζει μάλιστα τη διαδικασία μία «φρικτή και μάλλον βάναυση μέθοδο», που πρότεινε αποκλειστικά «σε δασύτριχους άντρες με περίσσιο σθένος»!
«Η δόξα είναι δηλητήριο, γι’αυτό πρέπει να την παίρνουμε σε μικρές δόσεις», έλεγε ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Ο ίδιος πήρε σε χιλιάδες μικρές δόσεις το «δηλητήριο» του. Με τίμημα να πιει τη δόξα μονορούφι. Άφησε την τελευταία πνοή του στο απόγειο αυτής, προδομένος από την καρδιά του. Μαζί άφησε παρακαταθήκη το πιο ωραίο από τα δεκάδες μυθιστορήματά του.
Αυτό του 29χρονου άσημου άνδρα, που έγινε και εκείνος… άγαλμα, τηρώντας κατά γράμμα την υπόσχεση του στον Ναπολέοντα.