Σπιναλόγκα

Επίκληση από το βασίλειο του αργού θανάτου: Ο λεπρός που επιθυμούσε διακαώς την «Αθλητική Ηχώ» στη Σπιναλόγκα

Μια σπαρακτική κραυγή

Πριν από μερικά χρόνια, συγκεκριμένα τη σεζόν 2010-11, είχε προβληθεί η σειρά «Το νησί» στο Mega Channel. Σε μία από τις ακριβότερες ελληνικές παραγωγές, η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ, ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης μετέφερε με μεγάλη επιτυχία στη «μικρή οθόνη» τη «ζωή» στη Σπιναλόγκα. Οι παλιοί θυμήθηκαν και οι νέοι έμαθαν.

Πρόκειται φυσικά για τη βραχονησίδα των 85 περίπου στρεμμάτων που βρίσκεται στον κόλπο της Ελούντας, απέναντι από το χωριό Πλάκα του νομού Λασιθίου.

Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Καλυδών, όμως, οι Ενετοί κατακτητές τη «βάφτισαν» Σπιναλόγκα είτε από το λατινικό “spina lunga” που σημαίνει «μακρύ αγκάθι» είτε από την παραφθορά του τοπωνυμίου «στην Ολούντα» (κοντά στη σημερινή Ελούντα βρισκόταν η αρχαία πόλη Ολούς ή Ολούντας).

Το 1873 ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Αρμάουερ Χάνσεν ανακάλυψε το μυκοβακτήριο της λέπρας, της αποκρουστικής λοιμώδους ασθένειας που παραμορφώνει τους νοσούντες με την αλλοίωση του δέρματος και την εμφάνιση εξογκωμάτων.

Ακόμα και στις μέρες μας ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ταλαιπωρείται από αυτή, κυρίως σε χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής.

Πώς συνδέεται, όμως, η Σπιναλόγκα με τη νόσο του Χάνσεν, όπως αναφέρεται συχνά κατ’ ευφημισμόν η ασθένεια;

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η καραντίνα ήταν η μοναδική λύση για την αποφυγή της μετάδοσής της. Επομένως, αναφορικά με τη χώρα μας, στις 30 Μαΐου 1903 υπογράφηκε η απόφαση της μετατροπής της βραχονησίδας σε λεπροκομείο. Μερικούς μήνες αργότερα, αρχής γενομένης από τις 13 Οκτωβρίου 1904, μεταφέρθηκαν 251 ασθενείς, 148 άνδρες και 103 γυναίκες.

Όταν η Κρήτη ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το 1913, στη Σπιναλόγκα άρχισαν να καταφθάνουν ολοένα και περισσότεροι χανσενικοί, ορισμένοι εκ των οποίων καταγόμενοι από χώρες του εξωτερικού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1717 μέχρι το 1904, οι ασθενείς ζούσαν κοντά στη σημερινή Χρυσοπηγή του νομού Ηρακλείου που τότε ονομαζόταν Μισκίν (στα τουρκικά σημαίνει «λεπρός»).

Επειδή, όμως, απείχαν μόλις 15-20 λεπτά από την πόλη, με γαϊδουράκι, οι εμπλεκόμενοι φορείς έκριναν ότι αποτελούν εστία μόλυνσης και αποφάσισαν να μεταφερθούν στη Σπιναλόγκα.

Ήταν τέτοια η κατακραυγή της κοινωνίας και ο φόβος των υπολοίπων, που ακόμα κι οι Ιταλοί (κι αργότερα οι Γερμανοί) κατά την περίοδο της Κατοχής δεν τολμούσαν να πατήσουν το πόδι τους στη βραχονησίδα.

Μάλιστα, οι ίδιοι κατακτητές έπρεπε να τροφοδοτούν τους λεπρούς, καθώς είχαν απομακρύνει τους κατοίκους της Πλάκας και είχαν οχυρώσει την παράλια περιοχή, υπό τον φόβο αγγλικής επίθεσης.

Συνεπώς, ήταν εύκολο να εκπέμψουν παράνομοι ραδιοφωνικοί σταθμοί και να συνταχθούν δελτία ειδήσεων από το Λονδίνο ή το Κάιρο. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή τη δημοσιογραφική αναφορά, θα διαβάσετε ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα στην «Αθλητική Ηχώ». Πώς γίνεται η σχετική σύνδεση;

Η ιστορική εφημερίδα άρχισε να εκδίδεται το 1945. Άρα στα πρώτα 12 χρόνια λειτουργίας της η Σπιναλόγκα εξακολουθούσε να φιλοξενεί χανσενικούς. Ώσπου, το 1957, η χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων έβαλε τέλος στην καραντίνα των ασθενών.

Μέχρι, όμως, να συμβεί αυτό, οι κάτοικοι της βραχονησίδας βίωναν ένα δράμα. Το αποτύπωσε ιδανικά ένας λεπρός, ονόματι Κώστας Χατζηδάκης, με το γράμμα που έστειλε στην «Αθλητική Ηχώ». Το συνέταξε στις 26 Φεβρουαρίου 1954 και δημοσιεύθηκε στις 9 Μαρτίου 1954.

Ο χανσενικός, ο οποίος τύχαινε να είναι φίλαθλος, χρησιμοποιεί φράσεις όπως «επίγειος κόλασις», «απόκληρος της ζωής», «απομακρυσμένος ακόμη και από τον θάνατον», «βασίλειο του αργού θανάτου».

Παράλληλα, υποβάλλει θερμή παράκληση προς την εφημερίδα για να γίνει δωρεάν συνδρομητής, προκειμένου «να μου ελαφρύνετε το φορτίον, να μου γλυκάνετε τον πόνον».

Είναι πραγματικά σπαρακτικός ο τρόπος που γράφει ο Κώστας Χατζηδάκης και αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο το γράμμα του, όπως επίσης να τονιστεί ότι τελικά εισακούστηκε η επιθυμία του από την «Αθλητική Ηχώ».

«Αξιότιμε κ. Διευθυντά,

Από την θλιβεράν μου διαμονή, το οδυνηρό κρεβάτι του ατελείωτου πόνου και της απελπισίας, μιαν θερμήν παράκλησιν σας απευθύνω με την παρούσαν μου, βέβαιος διά τα ευγενή, ευσπλαχνικά και φιλανθρωπικά σας αισθήματα, ότι θα μου γίνετε ευεργέτης εις την δεινήν θέσιν που βρίσκομαι, ενώ και εγώ, σαν όλους τους ανθρώπους, έπλαθα όνειρα διά το άδηλον μέλλον.

Ο φοβερός τυφών της μοίρας τα γκρέμισε όλα, τα έκαμε συντρίμμια και τώρα στενάζω κάτω από το ασήκωτο βάρος της ασθενείας.

Λεπρός, περνώ τις ώρες της δραματικής και συννεφιασμένης από τον πόνο ζωής μου, στο απαίσιον ξερονήσι της Σπιναλόγκας.

Σωστό ανθρώπινον ράκος, στο οδυνηρό κρεβάτι του πόνου, βρέθηκα μόνος, εγκαταλελειμμένος από όλους, απωθημένος από παντού, απόκληρος της ζωής, απομακρυσμένος ακόμη και από τον θάνατον.

Από την κόλασιν αυτήν σας θερμοπαρακαλώ, σας ικετέυω, εάν έχετε την ευγενή καλωσύνη να με γράψετε συνδρομητήν δωρεάν εις την εφημερίδα “Αθλητική Ηχώ”, να μου φέρνη τα αθλητικά νέα εδώ, στο βασίλειο του αργού θανάτου και να μου κρατά συντροφιά.

Από το πενιχρότατό μου επίδομα αδυνατώ και μία εφημερίδα ακόμη να αγοράσω. Σας ικετεύω, στέλνετέ μου ένα φύλλο. Εάν θέλετε ημπορείτε να μου ελαφρύνετε το φορτίον, να μου γλυκάνετε τον πόνον. Βέβαιος διά το στοργικόν σας ενδιαφέρον, ευχαριστώ θερμώς εκ των προτέρων. Μετ’ απείρων ευχαριστικών και με ικεσίαν.

Απόκληρος ζωής ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
Νοσοκομείον Σπιναλόγκας, Μεραμβέλλου Κρήτης»

Ακριβώς από κάτω υπήρχε η αντίδραση της εφημερίδας:

«Η διεύθυνσις της “Αθλητικής Ηχούς” ευθύς όταν έλαβε το συγκινητικό αυτό γράμμα, έδωσεν εντολήν να στέλλεται το φύλλο στην Σπιναλόγκα.

Είθε αυτή η μηδαμινή προσφορά να φέρη στους “θαμμένους ζωντανούς” αδελφούς μας την ανταύγεια της χαράς των ελληνικών και ξένων στίβων και να καταυγάση το βαθύ σκοτάδι μέσα στο οποίον κινούνται, με το φως της ελπίδας».