«Ceterum censeo Carthaginem esse delendam» («Κατά τα λοιπά πιστεύω ότι η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί»), ήταν η φράση με την οποία τελείωνε κάθε του λόγο στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο ο Κάτων ο Πρεσβύτερος, στην προσπάθεια του να πείσει τους Ρωμαίους να ξεμπερδέψουν μια και καλή με την Καρχηδόνα, με μια αλά Ναζί επιλογή «Τελικής Λύσης». Η φράση έμεινε στην ιστορία ακριβώς γιατί η άποψη του επικράτησε και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σβηστεί κυριολεκτικά από το χάρτη ένας πολιτισμός που άκμασε για περίπου μισό αιώνα.
Η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 π.Χ. από τους Φοίνικες στα περίχωρα της σημερινής πρωτεύουσας της Τυνησίας, Τύνιδας. Εξελίχθηκε στο κέντρο του αρχαίου πολιτισμού των Καρχηδονίων και στην πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας, που στην περίοδο ακμής της ήλεγχε τις ακτές της βορειοδυτικής Αφρικής, εδάφη της νότιας Ιβηρικής και τα νησιά Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική, Μάλτα και Βαλεαρίδες.
Ως η κυρίαρχη δύναμη της δυτικής Μεσογείου, η Καρχηδόνα ήρθε αναπόφευκτα σε αντιπαράθεση με πολλούς λαούς. Έπειτα από αιώνες συγκρούσεων με τους Έλληνες της Σικελίας, ήταν μοιραίο να τεθεί αντιμέτωπη με τη νεογέννητη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, σε μια αβυσσαλέα αντιζηλία που καθόρισε τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας. Από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. ήταν σαφές ότι ο κόσμος δεν χωρούσε και τις δύο υπερδυνάμεις της αρχαιότητας, καθώς τα γεωστρατηγικά συμφέροντά τους ήταν αντικρουόμενα.
Οι μεταξύ τους πολεμικές συγκρούσεις ξεκίνησαν το 264 π.Χ. και χωρίστηκαν σε τρεις φάσεις. Η πρώτη διήρκεσε 23 χρόνια και ολοκληρώθηκε με νίκη της Ρώμης και εκδίωξη των Καρχηδόνιων από τη Σικελία.
«Hannibal ante portas»
Η δεύτερη (218 π.Χ. – 202 π.Χ) είχε ως ορόσημο μια ακόμα πιο γνωστή λατινική φράση. Το «Hannibal ante portas» («ο Αννίβας προ των πυλών»), στοίχειωνε για χρόνια τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μετά τη σαρωτική νίκη του Καρχηδόνιου στρατηλάτη επί των Ρωμαίων στις Κάννες της Απουλίας το 216 π.Χ. και την άφιξη των στρατευμάτων του λίγο έξω από τα τείχη της αιώνιας πόλης. Η εν λόγω μάχη, στο πλαίσιο του Β’ Καρχηδονιακού πολέμου και της εκστρατείας του Αννίβα στην Ιταλία, θεωρείται μία από τις κορυφαίες επιδείξεις στρατηγικής ιδιοφυίας στην παγκόσμια Ιστορία. Παρότι διέθεταν υπερδιπλάσιο στρατό, οι Ρωμαίοι κατατροπώθηκαν, χάνοντας, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, σχεδόν 70.000 στρατιώτες, σε μία από τις μεγαλύτερες ανθρωποσφαγές του αρχαίου κόσμου.
Ο Αννίβας ωστόσο δεν αποπειράθηκε να αλώσει τη Ρώμη, θεωρώντας απροσπέλαστη την οχύρωσή της για τον καταπονημένο στρατό του, ύστερα από τη διέλευση των Πυρηναίων και των Άλπεων, αλλά και των τριών σφοδρών (νικηφόρων) μαχών απέναντι στους Ρωμαίους. Και μόνο που είχε βρεθεί τόσο κοντά στη Ρώμη, έχοντας ξεκινήσει από την Αφρική και περάσει μέσα από τις Άλπεις έμοιαζε με ένα στρατηγικό θαύμα, το οποίο έμεινε όμως ανολοκλήρωτο. Το στράτευμα του Αννίβα είχε θέσει σε απειλή την ίδια την ύπαρξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πολλά χρόνια προτού φτάσει στην κορύφωσή της, με το πιο παράτολμο και ευφάνταστο στρατηγικό σχέδιο. Είχε μεταφέρει τον πόλεμο στην καρδιά του εχθρού, διανύοντας μια αχανή και προπάντων κακοτράχαλη απόσταση με τα πόδια.
Ωστόσο οι ενισχύσεις από την Καρχηδόνα που περίμενε ο Αφρικανός πολέμαρχος για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στο αντίπαλο δέος, δεν έφτασαν ποτέ. Οι Ρωμαίοι βρήκαν το χρόνο να ανασυγκροτηθούν και τελικά την πλάστιγγα έγειρε το ότι διέθεταν σαφώς περισσότερες εφεδρείες και πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες αναπλήρωσης των απωλειών τους. Η Ρώμη οχύρωσε τα νώτα της αποκόπτοντας τον Αννίβα στη νότια Ιταλία, όπου είχε καταφύγει και παράλληλα απάντησε με το ίδιο νόμισμα. Επιτέθηκε και κυρίευσε καρχηδονιακές κτήσεις στην Ισπανία, ενώ ακολούθως τα στρατεύματα του Πόπλιου Κορνήλιου Σκιπίωνα αφίχθησαν στη Βόρεια Αφρική για να εξαναγκαστεί ο Αννίβας σε εκκένωση της νότιας Ιταλίας.
Πράγματι, μετά την ήττα των Καρχηδόνιων από τους Ρωμαίους στη μάχη των «Μεγάλων Πεδίων», ο Αννίβας εγκατέλειψε εσπευσμένα τις μέχρι πρότινος κατακτήσεις του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στη Ζάμα της Βορείου Αφρικής. Ο Αννίβας παρατάχθηκε με μεγαλύτερη δύναμη, αλλά ηττήθηκε κατά κράτος από τον Σκιπίωνα. Λέγεται ότι οι ελέφαντες που τέθηκαν ως εμπροσθοφυλακή γύρισαν μπούμερανγκ, προκαλώντας μεγάλη ζημιά στους Καρχηδόνιους με την πανικόβλητη – από τους ήχους των ρωμαϊκών σαλπίγγων – υποχώρησή τους. Η πρώτη ήττα του Αννίβα σηματοδότησε τον ίδιο χρόνο (202 π.Χ.) τη συνθηκολόγηση της Καρχηδόνας, η οποία θα έπρεπε πια να περιοριστεί στην Αφρική και να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση. Όσο για τον ηγέτη των ηττημένων, εξορίστηκε και κατόπιν κυνηγήθηκε από τους Ρωμαίους, αλλάζοντας διαρκώς τόπους διαμονής. Πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες μεταξύ 183-181 π.Χ., αν και κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι αυτοκτόνησε με δηλητήριο όταν διαπίστωσε ότι το κάστρο στο οποίο κρυβόταν είχε περικυκλωθεί από τους Ρωμαίους.
Η τριετής πολιορκία και το όργιο σφαγής
Μετά τη νέα ήττα και δεύτερη συνθηκολόγηση των Καρχηδόνιων, ακολούθησαν 33 χρόνια ειρήνης. Η έκβαση της μάχης στη Ζάμα είχε παγιώσει τη στρατιωτική υπεροχή των Ρωμαίων σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, μία υπεροχή η οποία διατηρήθηκε για τους επόμενους έξι αιώνες.
Αιτία για τον τρίτο και τελευταίο πόλεμο μεταξύ των δύο πλευρών υπήρξε η ταχεία ανάπτυξη της οικονομικής και εμπορικής δύναμης των Καρχηδονίων. Οι Ρωμαίοι ανησυχούσαν και για την στρατιωτική ανάκαμψη της και τότε ήταν που προέκριναν την επιλογή αφανισμού της Καρχηδόνας. Η αφορμή δόθηκε το 149 π.Χ., όταν οι Καρχηδόνιοι αντέδρασαν στην επεκτατική πολιτική της Νουμιδίας (περιοχή της σημερινής Αλγερίας) και ως αμυνόμενοι ενεπλάκησαν σε εχθροπραξίες, παραβιάζοντας έναν από τους όρους της συνθήκης του 202 π.Χ. Μολονότι οι Καρχηδόνοι ηττήθηκαν, η Ρώμη βρήκε την ευκαιρία να επικαλεστεί το δικαίωμα που της παρείχε η συνθήκη και αποβίβασε στρατό στην Αφρική, θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο της.
Οι εισβολείς αξίωσαν να εκκενωθεί η πόλη και οι κάτοικοί της να μετακινηθούν σε απόσταση τουλάχιστον 10 μιλίων. Φυσικά η Καρχηδόνα επέλεξε να αμυνθεί υπέρ βωμών και εστιών κι έτσι ξεκίνησε μια πολιορκία που κράτησε τρία χρόνια. Οι Ρωμαίοι είχαν βαρύτατες απώλειες αλλά μετά από αποκλεισμό όλων των διόδων ανεφοδιασμού κατάφεραν το 146 π.Χ. να αλώσουν την πόλη. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα όργιο σφαγής και αποκτήνωσης – αναμφίβολα η πιο βάρβαρη εντολή που κλήθηκε ποτέ να εφαρμόσει ο ρωμαϊκός στρατός. Ο στρατηγός Σκιπίων Αιμιλιανός, που κατέλαβε την πόλη, δίστασε να ακολουθήσει την εντολή της Συγκλήτου για την ολοσχερή καταστροφή της Καρχηδόνας και λέγεται ότι αφότου οι ενστάσεις του απορρίφθηκαν από την κεντρική διοίκηση, δάκρυσε ατενίζοντας την ισοπέδωση μιας πόλης με τεράστια ιστορία και ευημερία 700 ετών. Οι ιστορικοί συγκλίνουν στο ότι από έναν πληθυσμό άνω των 500.000 έμειναν ζωντανοί μόνο 50.000 και αυτοί πουλήθηκαν στη συνέχεια ως σκλάβοι.
Η φωτιά στην πόλη έκαιγε για 10 ημέρες και μάλιστα σύμφωνα με κάποιες πηγές το καταστροφικό μένος ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, καθώς όλη η έκταση της πόλης οργώθηκε και την έσπειραν με αλάτι για να μη μπορεί τίποτα πλέον να φυτρώσει εκεί. Απόλυτα ενδεικτικό της τεράστιος ισχύος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ότι παράλληλα με την αφρικάνικη επιχείρηση διεξήγαγαν πόλεμο και στην Ελλάδα. Μετά την κατάληψη της Μακεδονίας εξουδετέρωσαν τους τελευταίους ελληνικούς θύλακες αντίστασης στη μάχη της Λευκόπετρας, επίσης το 146 π.Χ., καταστρέφοντας άλλη μία ιστορική πόλη, την Κόρινθο.
Η νέα Καρχηδόνα και το οριστικό τέλος
Σχεδόν έναν αιώνα μετά την πτώση της Καρχηδόνας, μια νέα «Ρωμαϊκή Καρχηδόνα» χτίστηκε στην ίδια τοποθεσία από τον Ιούλιο Καίσαρα μεταξύ 49 και 44 π.Χ. Σύντομα έγινε το κέντρο της επαρχίας της Αφρικής, η οποία αποτελούσε σημαντικό τροφοδότη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μια από τις πλουσιότερες επαρχίες της. Μέχρι τον πρώτο αιώνα, η Καρθαγένη είχε εξελιχθεί στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με μέγιστο πληθυσμό 500.000 κατοίκων.
To 429 μ.Χ. η πόλη καταλήφθηκε από τους Βανδάλους και βίωσε ξανά μιας ευρείας μορφή λεηλασία. To 534 οι Βάνδαλοι νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς και η πρώην Καρχηδόνα περιήλθε στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έως και το 686, οπότε έπεσε στα χέρια των Αράβων και εφαρμόστηκε ξανά πάνω της η πολιτική της καμένης γης.
Σήμερα, όποιος επισκεφτεί την περιοχή όπου ήταν χτισμένη η αρχαία Καρχηδόνα – 15 χιλιόμετρα από την Τύνιδα – δεν αντικρίζει παρά ελάχιστα ερείπια. Μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις της αρχαιότητας και μια αυτοκρατορία που λίγο έλειψε να κυβερνήσει τον κόσμο – «σε ισχύ ήταν ίσοι με τους Έλληνες, σε πλούτο ήταν ίσοι με τους Πέρσες», έγραψε ο Ρωμαίος ιστορικός ελληνικής καταγωγής Αππιανός – κατέληξε τελικά να είναι ένας δυσδιάκριτος σωρός από χαλάσματα.