Τύχαινε να είναι ποδοσφαιρόφιλος και υποστηρικτής του Παναθηναϊκού, όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τους φιλάθλους του Ολυμπιακού. Ο λόγος για τον εμβληματικό Μίμη Φωτόπουλο.
Ο εκ των κορυφαίων ηθοποιών όλων των εποχών είχε εκθειάσει τους «ερυθρόλευκους», όταν η αγαπημένη τους ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1966, επιστρέφοντας στην κορυφή έπειτα από επτά ολόκληρα χρόνια.
Είχε λόγο και άποψη στα αθλητικά δρώμενα, διότι όταν ήταν μικρός έπαιζε μπάλα (δηλαδή κλωτσούσε ένα πάνινο τόπι) παρέα με τον μετέπειτα θρύλο του Παναθηναϊκού και του ελληνικού ποδοσφαίρου Αντώνη Μηγιάκη.
«Τότε δίναμε μια πεντάρα και βλέπαμε… λαθραία από τα Προσφυγικά. Μέχρι τον πόλεμο δεν έχανα ούτε αγώνα», έχει δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην «Αθλητική Ηχώ» στις 27 Μαΐου 1954, φανερώνοντας το πάθος του για το «τριφύλλι». Είχε προλάβει το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με τις λαμαρίνες και τα ξύλα γύρω-γύρω. Λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι ο Μίμης Φωτόπουλος είχε γεννηθεί το 1913.
Μιας και αναφέρθηκε το -τρισένδοξο- όνομά του, ο Μηγιάκης είχε συμμετάσχει στην ταινία «Οι Άσσοι του Γηπέδου» του 1956, μαζί με άλλες θρυλικές μορφές όπως ο Ανδρέας Μουράτης, ο Λάκης Πετρόπουλος, ο Στάθης Μανταλόζης, ο Κώστας Λινοξυλάκης κ.ά.
Ο Φωτόπουλος, πάντως, ήταν εκείνος εκ των δύο που έγινε ηθοποιός. Σταδιακά άρχισε να απομακρύνεται από τα γήπεδα. Καλύτερα, αν μας ρωτάτε, διότι η συνέχεια είναι γνωστή.
Στην ίδια συνέντευξη, στον δημοσιογράφο Γεώργιο Μπέρτσο, είχε πει: «Αργότερα με τράβηξε το θέατρο και σιγά-σιγά άρχισα να αραιώνω από τα ματς. Τώρα πηγαίνω σπανίως. Μην νομίσετε, όμως, ότι δεν με ενδιαφέρουν και ότι έπαψε να με συγκινεί ο αθλητισμός. Είμαι πάντοτε ενημερωμένος για ό,τι αφορά στην εξέλιξη και την πρόοδο του αθλητισμού μας από την εφημερίδα σας».
Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Φωτόπουλος υποδύθηκε έναν παράγοντα ερασιτεχνικής ομάδας στην ταινία «Γκολ στον έρωτα». Ήταν γραφτό να παραμένει συνδεδεμένος με το ποδόσφαιρο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Όταν έγινε αυτή η συνέντευξη σε ένα καφενεδάκι απέναντι από το θέατρο «Σαμαρτζή», ο Μπέρτσος ζήτησε από τον ηθοποιό να αποκαλύψει κάποια ανέκδοτη ιστορία από τη θεατρική του ζωή, όμως εκείνος τη συνέδεσε με πραγματικό γεγονός!
Το περιστατικό είχε γίνει έναν χρόνο νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Μάιο του 1953. Δεν διαδραματίστηκε στο σανίδι ή στα καμαρίνια, αλλά σε ένα… τρένο. Ο Φωτόπουλος συνταξίδευε με την αποστολή της Εθνικής ομάδας. Οι διεθνείς είχαν μπροστά τους έναν πολύ δύσκολο αγώνα με την πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία στο Βελιγράδι, στο πλαίσιο της προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954, ενώ εκείνος μία επαγγελματική υποχρέωση στη Θεσσαλονίκη.
Όλο το ζουμί ήταν το γεγονός ότι ο θρύλος του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου Ανδρέας Μουράτης είχε παρεξηγηθεί με την ΕΠΟ, εξ ου και η απόφασή του να μην μεταβεί στη γειτονική χώρα.
Ο λόγος πρέπει να περάσει στον Μίμη Φωτόπουλο, διότι ήταν απολαυστικός και στις διηγήσεις: «Η θέση του συμπληρώθηκε την τελευταία στιγμή και σε λίγο η ταχεία ξεκίνησε. Πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, όπου θα εμφανιζόμουν στο θέατρο της Κατερίνας που έπαιζε τότε εκεί.
Στη διαδρομή γνωριστήκαμε με τα παιδιά και κάναμε μαζί παρέα. Σε έναν σταθμό, λοιπόν, μόλις τους είδε ο κόσμος, άρχισε να τους επευφημεί και να καλεί τον Μουράτη, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του και ζητώντας επίμονα να βγει στο παράθυρο.
Όλοι βρέθηκαν τότε σε αμηχανία και για να μην δυσαρεστηθούν οι αγνοί εκείνοι φίλαθλοι που δεν γνώριζαν ότι ο Μουράτης δεν είχε αναχωρήσει μαζί με τους άλλους από την Αθήνα, εμφάνισαν στο παράθυρο του τρένου εμένα ως Μουράτη!
Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Οι φίλαθλοι που δεν είχαν καταλάβει τη φάρσα, άρχισαν να με χειροκροτούν, να με φωνάζουν, να μου πετούν λουλούδια κι εγώ απολάμβανα όλες εκείνες τις τιμές που προορίζονταν για εκείνον, ο οποίος δόξασε τόσες φορές το ελληνικό φουτμπώλ και που τώρα 2-3 άνθρωποι τον καταδίκασαν σε ποδοσφαιρικό “θάνατο”. Τα γέλια που κάναμε όλοι ύστερα, δεν λέγονται. Εγώ ιδίως γελούσα μέχρι τη Θεσσαλονίκη».
Λεπτομέρεια Νο1: Ο Φωτόπουλος υποστήριξε ότι σε εκείνο το ματς «χάσαμε άδικα με ένα γκολ οφσάιντ»
Λεπτομέρεια Νο2: Προπονητής της Εθνικής ομάδας εκείνη την εποχή ήταν ο Αντώνης Μηγιάκης