Το δύσκολο, πλέον, δεν είναι (τόσο το) να μάθεις κάτι. Το δύσκολο είναι να το φιλτράρεις. Να καταλάβεις δηλαδή τι ισχύει και τι όχι. Θεωρητικά αυτό είναι δουλειά των δημοσιογράφων, αλλά ας μην ανοίξουμε τούτη τη στιγμή ένα πονεμένο για το σινάφι μας κεφάλαιο.
Μέσα λοιπόν στον κυκεώνα της πληροφορίας και με την απόλυτη κυριαρχία των social media είναι πολύ πιο εύκολο να πέσεις στην παγίδα αυτού που λέμε «fake news». Ειδικά αν αυτές οι ψευδείς ειδήσεις ακολουθούν ένα μοτίβο αληθοφάνειας.
Είναι κρίσιμο, όμως, να καταλάβουμε πως αυτό δεν είναι ένα «καινούριο φρούτο». Παντού και πάντα υπήρχαν αυτά τα «ράδιο αρβύλα», λες και υπακούν σε κάποιο άγραφο νόμο που θέλει τους ανθρώπους να αρέσκονται στο να εφευρίσκουν ιστορίες και να τις διαδίδουν. Είτε αυτές εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα είτε όχι.
Κι μετά από μια μάλλον φλύαρη, αλλά φρονούμε απαραίτητη εισαγωγή, ερχόμαστε στο θέμα μας: Χένρι Κίσινγκερ – καταχωρημένος στις συνειδήσεις πολλών ως «εχθρός του ελληνισμού». Κυρίως από τότε που ο εμβληματικός Αμερικανός διπλωμάτης ενθάρρυνε, ή έστω δεν αποθάρρυνε, την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.
Μπορεί να τον αποκαλούσαν και «μάγο των διεθνών σχέσεων» αλλά για μας τους Έλληνες αυτή η «μαγεία» ήταν… μαύρη. Δεν μας βοήθησε σχεδόν ποτέ σε κάποιο στόχο μας, ήταν σκληρός διαπραγματευτής, με μάλλον ανύπαρκτη ηθική πυξίδα και σκοτεινές επιδιώξεις. Δεν έκανε ποτέ μισή υποχώρηση σε σχέση με αυτό που είχε ορίσει πως πρέπει στο (πολυμήχανο) μυαλό του.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με το χρόνο να φορτώνει πιότερο συναισθηματικά και πρακτικά την ταμπέλα του «κακού», καλλιεργήθηκαν οι συνθήκες για να γίνει πιστευτή σε πλατιά μάζα του κόσμου μια ιστορία που θα έπρεπε βάσει κοινής λογικής να απορριφθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Πως δηλαδή ο Κίσινγκερ είχε πει, με μια βραχνή φωνή και την προφορά που κληρονόμησε από τη γερμανική καταγωγή του, τα παρακάτω λόγια:
«Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. (…) Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει…».
Άλλοι έλεγαν πως το ξεστόμισε το 1994, σε μια εκδήλωση στην Ουάσιγκτον. Άλλοι ανέφεραν ως πηγή το φύλλο της εφημερίδας Turkish Daily News της 17/2/97. Κάποιοι γυρνούσαν το χρόνο ακόμα πιο πίσω και τοποθετούσαν την εν λόγω δήλωση στο Νοέμβριο του 1973.
Μια ή άλλη, το 1997 ήταν η χρονιά που η υπόθεση σήκωσε σκόνη, προκάλεσε ντόρο. Μέχρι και πολιτικά πρόσωπα έπεσαν στην παγίδα, φωνάζοντας έμπλεοι οργής για αυτήν τη «μέγιστη πρόκληση». Γεννήθηκαν έτσι οξύτατες και υβριστικές δημόσιες αντιπαραθέσεις.
Ήταν τόση η φασαρία που ο ίδιος ο Κίσινγκερ αναγκάστηκε να τη διαψεύσει, ενώ έγινε και έρευνα που έδειξε πως ποτέ δεν υπήρξε η παραμικρή τέτοια αναφορά στην τουρκική εφημερίδα. Παρόλο που αυτό δημοσιεύτηκε ως απάντηση και για να λήξει το θέμα, πολύς κόσμος είχε μείνει στο πρώτο σκέλος.
Και η επίμαχη φράση συνέχισε να διαδίδεται με ταχύτητα, προκαλώντας θυμό και εντείνοντας την πεποίθηση πολλών αρεσκόμενων σε σενάρια συνωμοσίας πως μας «κυνηγάνε οι απ’ έξω». Είχαμε άλλωστε πάντα εύκολο ως λαός το να υιοθετήσουμε τα ρόλο του αδικημένου στη διεθνή σκηνή, του θύματος.
Κι έπειτα δεν ήταν και απίθανο να «ψαρώσει» κανείς, καθώς όπως είπαμε ο Χένρι Κίσινγκερ είχε πολύ κακή φήμη στα μέρη μας. Ήταν ο «ανθέλληνας», τελεία. Και παύλα.
Χωρίς πάντως αυτοί που το υποστήριζαν να σκέφτονται, ακούσια ή μη, πως πάνω από όλα, ως κορυφαίος διπλωμάτης, υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της πατρίδας του. Και αυτό που τον ένοιαζε ήταν οι άλλοι να κάνουν όπως αυτός όριζε – Έλληνες ή Τούρκοι, ποσώς τον ενδιέφερε η εθνικότητα. Κυνικά, ο κόσμος της realpolitik.
Και κυρίως: Ένας τόσο έμπειρος επαγγελματίας δεν θα γινόταν ποτέ να πει τέτοια «χοντράδα» δημοσίως. Ακόμα και αν το πίστευε ή το σκεφτόταν, κάτι που προφανώς δεν γίνεται να ξέρουμε. Επίσης πώς πλήττεται άραγε ένας λαός «βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες»; Ή «τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα»;
Όμως κάτι τόσο φαινομενικά απλό δεν ακουγόταν όσο θα έπρεπε. Και η επίμαχη ατάκα ολοένα αναπαράγονταν χωρίς καν αμφιβολία για το αν ήταν αληθής ή όχι. Και άντεξε στο χρόνο, έγινε ένας επίμονος «αστικός μύθος», Πόσο μάλλον καθώς βόλευε ορισμένους «παίκτες» της εγχώριας πολιτικής σκηνής, που είχαν επενδύσει στον «αντιαμερικανισμό». Και γενικώς στον εθνικισμό.