«Αίσχος για τη χώρα»: Η ταινία του Ηλιόπουλου που όταν βγήκε χαρακτηρίστηκε ανθελληνική σήμερα θεωρείται αριστούργημα

Μόνο αυτή θα μπορούσε να κυκλοφορήσει ύστερα από 67 χρόνια ξανά στους κινηματογράφους…

Το 1954 ο 28χρονος τότε Νίκος Κούνδουρος κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο του με τη «Μαγική Πόλη». Δύο χρόνια αργότερα σκηνοθετεί τη ταινία, που για πολλούς, παραμένει, 67 χρόνια μετά, η κορυφαία στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.

Κι όμως, ο εμβληματικός «Δράκος» δεν ήταν παρά μια εισπρακτική αποτυχία όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες, ενώ η κριτική που του επεφύλασσε μερίδα του Τύπου ήταν υπέρμετρα σκληρή. Η ταινία «τσίγκλαγε» ευαίσθητες χορδές της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας, μαζί και τα συντηρητικά και συχνά-πυκνά ακροδεξιά, αντανακλαστικά κέντρων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.

Ο «Δράκος» ακτινογραφεί την αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης ενός φοβισμένου μικροαστού που ζει στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο. Η αίσθηση απομόνωσης και φόβου εντείνεται από τη μετεμφυλιακή καταπιεστική συναίνεση και από την υποτέλεια της Ελλάδας στις ξένες δυνάμεις. Κυρίως όμως από τον τρόμο της δράσης του παρακράτους.

Είναι μια ταινία που εμβαθύνει στον εκφασισμό του μέσου (μικρο)αστού. Ο κεντρικός χαρακτήρας, που τόσο μαεστρικά υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος σε έναν κόντρα ρόλο βάσει της τυποποίησης του στο κωμικό είδος, βρίσκει καταφύγιο σε ακραίες ομάδες, κυνηγημένος από τη μοναξιά του, την ανασφάλεια και την κρατική καταστολή. Ένας υπαλληλάκος στην τράπεζα ταπεινός, κοινωνικά δειλός, που δεν έχει με ποιον να περάσει την αργία της Πρωτοχρονιάς, αισθάνεται για πρώτη φορά ξεχωριστός και σεβάσμιος σε ένα περιβάλλον, όταν μια ομάδα παράνομων, περιθωριακών νομίζουν ότι πρόκειται για τον κατά συρροή δολοφόνο, γνωστό ως «Δράκο», που έχει επικηρυχθεί και αναζητούν οι αρχές.

Ο Θωμάς, περί ου ο λόγος, διαπιστώνει βλέποντας μια φωτογραφία σε εφημερίδα ότι είναι φτυστός με το Δράκο και στην προσπάθεια του να διαφύγει των αστυνομικών γίνεται ένα με τους κακοποιούς σε καμπαρέ της Τρούμπας, όπου ανεβαίνει αυτόματα στην κορυφή της ιεραρχίας, ως δήθεν ο πιο αδίστακτος όλων. Τελικά, οι πραγματικοί ανήθικοι κατασπαράξουν όση ανθρωπιά τού έχει απομείνει, χρησιμοποιώντας τον για τους ιδιοτελείς, βδελυρούς σκοπούς τους.

Μπροστάρηδες στην εχθρική προς την ταινία στάση ήταν οι εφημερίδες της εποχής «Εστία» και «Αυγή», φτάνοντας ακόμα και να ζητούν την επέμβαση του εισαγγελέα προκειμένου να σταματήσει την προβολή της στις αίθουσες, λόγω ανθελληνικών μηνυμάτων («πρόκειται για ένα αίσχος για τη χώρα»).

Απόλυτα ενδεικτικό είναι το απόσπασμα από άρθρο του Άδωνι Κύρου στην Εστία μετά την προβολή της ταινίας, την οποία χαρακτηρίζει… ελεεινό κατασκεύασμα: «Αυτή η ταινία, απίθανος και τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, καθίσταται εντελώς γελοία, και δεν ηξεύρει κανείς τι πρώτον και τι ύστερον να οικτήρη εκεί μέσα. Τας μωράς γελοιότητας των λαθρεμπόρων; Τον οικτρόν και πανάθλιον χορόν των χασικλήδων; Την διαπόμπευσιν του ιερού Ευαγγελίου; Την οικτράν εμφάνισιν και κατασυκοφάντησιν της Αστυνομίας; Ή τους αθλιεστέρους και βρωμεροτέρους συνοικισμούς των Αθηνών και του Πειραιώς, όπου εγυρίσθη το ελεεινόν αυτό κατασκεύασμα;»

Ο ίδιος ο Νίκος Κούνδουρος έχει δηλώσει ότι «στο Ρεξ και το Αττικόν, άκουγα τα σφυρίγματα και τις ειρωνικές φωνές των θεατών που ένιωθαν εξαπατημένοι», έχοντας μπει κρυφά στις αίθουσες όπου παιζόταν ο Δράκος «για να δω τις αντιδράσεις του κοινού».

Ωστόσο το δημιούργημά του ήταν πολύ καλό για να μείνει στα αζήτητα. Η αναγνώριση του φιλμ άρχισε να έρχεται μια δεκαετία μετά. Χρειάστηκε να περάσει τόσο διάστημα ώστε να αναδειχθεί η αξία της ταινίας και να αναλυθεί το βάθος της.

Μεταγενέστερα λοιπόν, ο Μάριος Πλωρίτης έκρινε ότι «για πρώτη φορά ο ελληνικός κινηματογράφος κάνει ένα βήμα τόσο τολμηρό, καθώς ο Δράκος πηγαίνει πολύ μακρύτερα και πολύ βαθύτερα από κάθε άλλη ελληνική ταινία». Γ». Η Ρωζίτα Σώκου εκτίμησε ότι «ο Δράκος αποτελεί την συγκλονιστική προσφορά της Ελλάδος στην διεθνή κινηματογραφική ποίηση», ενώ τα σέβη του στο έργο είχε υποβάλλει και ο Μ. Καραγάτσης, τοποθετώντας το δίπλα στα κορυφαία δημιουργήματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Βασίλης Ραφαηλίδης («Με την πρώτη πραγματικά σημαντική ελληνική ταινία το ελληνικό σινεμά πέρασε από την προϊστορία στην Ιστορία») και η Κατίνα Παξινού («πραγματικός άθλος για τον ελληνικό κινηματογράφο»).

Από την χρονιά προβολής του κιόλας – και κόντρα στο κλίμα που συνάντησε εντός συνόρων – ο «Δράκος» έκανε αισθητή την παρουσία του στο εξωτερικό, καθώς το 1956 προβλήθηκε στο διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και απέσπασε Ειδική Μνεία.

Στις 12 Οκτωβρίου 2011 (ή αλλιώς στην 67η επέτειο από την απελευθέρωση των Αθηνών), ο αρθρογράφος του Guardian Πίτερ Μπράντσο καταγράφει την εμπειρία του από την ανάγνωση του μυθιστορήματος «Ελευθερία», δημιούργημα του εκ των διασημότερων σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων, Τζόναθαν Φράνζεν, προκειμένου να διαφημίσει  τον «Δράκο» στο κοινό της μεγάλης βρετανικής εφημερίδας. Στο βιβλίο του Φράνζεν ο «Δράκος» έχει πρωταγωνιστική θέση. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί έναν πολιτισμικό χάρτη της νεότερης Αμερικής μέσα από τα μάτια και την πορεία ενός ζευγαριού των ‘70s: του Walter και της Patty. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή, το ζευγάρι επισκέπτεται έναν κινηματογράφο, όπου προβάλλεται ο Δράκος. Αργότερα στο βιβλίο, θα συζητήσουν μεταξύ τους για ό,τι είδαν: ο Walter θα το θεωρήσει μια πολιτική αλληγορία της πάλης ενάντια στη μετεμφυλιακή δεξιά καταπίεση, η δε Patty σαν μια καθαρά προσωπική ιστορία για την αρρενωπότητα και την ανάληψη δράσης.

Στο άρθρο του ο Μπράντσο αναφέρει ότι το με το βιβλίο του ο Φράνζεν έχει αναθερμάνει διεθνώς το ενδιαφέρον για την ταινία, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «τρομερή», αναλύοντας το σεναριακό και σκηνοθετικό της βάθος. Εξαίρει παράλληλα τον Έλληνα κινηματογραφιστή Γιάννη Στυλιανού για το ότι ανέβασε ολόκληρη την ταινία στο YouTube και έβαλε αγγλικούς υπότιτλους, λύνοντας ένα μεγάλο πρόβλημα μισού και πλέον αιώνα. «Η ανεύρεση του φιλμ με υπότιτλους ή σε μορφή DVD δεν είναι καθόλου εύκολη και θα πρέπει όλοι να είμαστε ευγνώμονες στον Γιάννη Στυλιανού γιατί ο Δράκος είναι μια ταινία λαμπρή!».

Εξηνταεφτά χρόνια μετά ο «Δράκος» παραμένει επίκαιρος όσο τότε – έστω και αν τη δεκαετία του ’50 εθελοτυφλούσαν για να μην το διακρίνουν – και επέστρεψε (από 31 Αυγούστου) στις κινηματογραφικές αίθουσες, αναγνωρισμένος ων όπως του πρέπει.

Όπως θα έπρεπε δηλαδή να αναγνωρίζεται ένα φιλμ με τις υπογραφές του Ιάκωβου Καμπανέλλη (σενάριο), Νίκου Κούνδουρου, Μάνου Χατζιδάκη (μουσικό θέμα) και Ντίνου Ηλιόπουλου…