Όσοι προνομιούχοι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – το έζησαν, το είχαν στέκι και παρέα, το αναπολούν με χαμόγελο στα χείλη, μυριάδες εικόνες σαν σε ταινία στα μάτια και ένα κόμπο στο λαιμό. Ένα μαγαζί με πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα, εντελώς ξεχωριστό. Ήταν και η εποχή πολύ διαφορετική. Στα 80s και στα 90s οι επιλογές στη γαστρονομία και στη διασκέδαση, αν ήθελες κάτι έξω από τα συνηθισμένα, τα παραδοσιακά, μόνο πολλές δεν ήταν εν Αθήναις.
Τα «Δύο εννιάρια» όμως, αποτελούσαν ένα μέρος μαγικό – Πώς να εξηγήσεις αλλιώς ότι «9+9» (αυτό ήταν το επίσημο όνομα) έδινε άθροισμα… 10 με τόνο; Πρόκειται για ένα θρυλικό κλαμπ-ρέστοραν της πρωτεύουσας. Στα 80s δεν υπήρχε πιο in μαγαζί στο λεκανοπέδιο. Άφησε εποχή και αποτέλεσε οδηγό και πρότυπο για πολλές μετέπειτα παρόμοιες επιχειρήσεις.
Οι θαμώνες το αποκαλούσαν σκέτο «Εννιάρια». Βρισκόταν πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο και ήταν χωρισμένο σε 2 μέρη. Εξ ου και το όνομα 9+9. Αυτή τη διττή λειτουργία «μετέφραζε».
Στη δεξιά πλευρά ήταν το κλαμπ, το πρώτο «Εννιάρι» δηλαδή. Πλαισιωμένη από φιμέ καθρέφτες και όχι μεγαλύτερη από 70 τετραγωνικά, η αίθουσα στέγαζε τα καλύτερα πάρτι, ήταν η γενέθλια γη για τα νέα trends σε μουσική, ρούχα και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ήταν το ελληνικό Studio 54 – το θρυλικό κλαμπ της Νέας Υόρκης. Την fun νυχτερινή έκφραση για μια λαμπερή παρέα επωνύμων, που εκπροσωπούσαν ό,τι πιο προχωρημένο, γοητευτικό, μοδάτο και κοσμικό είχε τότε η χώρα μας.
Στην αριστερή πλευρά, βρισκόταν το έτερο «Εννιάρι». Το καλύτερο εστιατόριο της πόλης με διεθνή κοσμοπολίτικη κουζίνα. Για τους άνδρες πελάτες ήταν απαραίτητο το κοστούμι και γραβάτα. Και δεν χωρούσε καμία επιείκεια στο dress code και γενικά στο συνδυασμό «φήμη-λεφτά».
Αν δεν πληρούσες τις προϋποθέσεις, ήσουν εκτός. Ο Αλόρας, ο θρυλικός μετρ, είχε παροιμιώδη αυστηρά κριτήρια για ποιοι μπορούν να μπουν και ποιοι όχι στο μαγαζί. Τόσο ώστε το να κλείσει κανείς τραπέζι συνιστούσε τεράστια επιτυχία. Είχε μεγάλο ταλέντο στη δουλειά του, καθώς κατάφερνε και να κάνει ευτυχείς όσους τελικά άκουγαν το «ναι», αλλά και να κρατά «ζεστούς» όσους δεν τα κατάφερναν. Πάντα με ευγένεια και επαγγελματισμό που δεν έκρυβε πάντως έναν αέρα ανωτερότητας για το ότι «εμείς είμαστε το τοπ μαγαζί στην Αθήνα».
Ναι, δεν έμπαινες αν δεν είχες «μέσο». Μόνο έτσι άνοιγε η πόρτα. Κατανοητό συνεπώς γιατί ήταν στέκι αποκλειστικά επωνύμων, κοσμικών. Συνεπαγόταν ένα συγκεκριμένο οικονομικό και κοινωνικό status το να βρίσκεσαι εκεί μέσα.
Και να γεύεσαι πιάτα όπως φιλέ μινιόν σος μαδέρα, φιλέ ο πουάβρ, σατομπριάν, εσκαλόπ α λα κρεμ, μπεφ στρογγανόφ, σπαράγγια βινεγκρέτ, μανιτάρια α λα κρεμ, σολομό καπνιστό, γαρίδες κοκτέιλ, φέτα συναγρίδα ή σφυρίδα και για επιδόρπιο σουφλέ σοκολάτας. Όλα τούτα, εκείνη την εποχή, ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό και καινούριο στην Ελλάδα.
Οι πελάτες, επειδή ακριβώς είχαν ταξιδέψει και ζήσει στο εξωτερικό, γνώριζαν. Μπορούσαν να συγκρίνουν. Καταλάβαιναν συνεπώς πόσο ποιοτικό ήταν αυτό που τους προσφέρονταν. Και το εκτιμούσαν αναλόγως και δεόντως.
Να πούμε επίσης πως το μαγαζί είχε και καλοκαιρινή βερσιόν. Μεταφερόταν στις «9 Μούσες» στον Αστέρα σε μεγαλύτερο χώρο με τον κύριο Κώστα, τον πορτιέρη, να γίνεται πιο ελαστικός αναφορικά με το ποιος μπαίνει και ποιος όχι. Είθισται το θέρος να είμαστε πιο χαλαροί και cool.
Ήταν ίσως μια άτυπη κίνηση τιμής προς τις ρίζες του μαγαζιού, που κρατούσαν από τη Μύκονο. Εκεί ήταν αρχικά οι «9 Μούσες», δημιούργημα του επιχειρηματία Κώστα Ζουγανέλη. Το κυκλαδίτικο νησί μπορεί να μην ήταν αυτό το «ξεχωριστό κράτος» που ξέρουμε στις μέρες μας, αλλά ήταν και τότε στέκι για σταρ του εγχώριου και διεθνούς τζετ σετ.
Όταν πάρθηκε η απόφαση να μεταφερθεί το μαγαζί στην Αθήνα για να δημιουργηθούν τα «Δύο Εννιάρια», επιλέχτηκε το Παγκράτι, πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο. Μια κίνηση-έκπληξη, αφού ως τότε θεωρούταν δεδομένο πως οτιδήποτε αφορούσε την «καλή κοινωνία» ήταν για Κολωνάκι και πουθενά αλλού. Ο Ζουγανέλης, ωστόσο, μόνο τυχαίος δεν ήταν. Η διορατικότητά του υπήρξε παροιμιώδης, στη Μύκονο είχε ανοίξει την επιχείρησή του το 1964 ενώ όλοι οι γύρω του τον κοιτούσαν με απορία για το τι πάει να κάνει, όταν το νησί ήταν παρθένο επιχειρηματικά και τουριστικά. Μπροστά από την εποχή του; Ο ορισμός.
Θέλησε συνεπώς, όταν μετακόμισε επιχειρηματικά στην πρωτεύουσα, να κάνει κάτι πρωτοποριακό. Για την ελίτ. Γι’ αυτό είχε ψάξει τα πάντα, κάθε λεπτομέρεια. Στο μενού, στη διακόσμηση, στο ύφος. Δημιουργώντας εν τέλει ένα σικ χαρακτήρα που έκανε τους θαμώνες να νιώθουν ξεχωριστοί.
Δεν ήταν για το ευρύ κοινό τα «Δύο Εννιάρια», καλώς ή κακώς. Στην πράξη λειτούργησε ως ένα κλειστό κλαμπ (ρέστοραν) για την αριστοκρατία. Κάτι που σήμερα δίνει μια θρυλική κοσμοπολίτικη χροιά σε μια νοσταλγική διήγηση για μια εποχή που παρήλθε ανεπιστρεπτί.