Χρειάστηκαν δέκα χρόνια έρευνας για να συγκεντρώσει ο Παντελής Βούλγαρης το υλικό για το σενάριο της ταινίας «Ψυχή Βαθιά». Και όπως συμβαίνει σχεδόν κάθε φορά που κάποιος αγγίζει το θέμα του Εμφύλιου σπαραγμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξαν αντιδράσεις και αντικρουόμενες απόψεις. Ωστόσο όλες οι πλευρές συμφώνησαν σε ένα πράγμα: Στην σπαρακτική ερμηνεία του Θανάση Βέγγου, που μέσα σε ελάχιστες λέξεις μετέφερε το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής.
Προφανώς ο δημιουργός ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι το έργο του αποτελεί κάποιο ιστορικό ντοκουμέντο. Άλλωστε και ο ίδιος έχοντας συγκεκριμένες πολιτικές καταβολές δεν θα μπορούσε να είναι εκ προοιμίου αντικειμενικός. Είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο ένα προϊόν μυθοπλασίας να διαθέτει και απόλυτη ιστορική ακρίβεια και είναι πολύ συχνό το φαινόμενο, όταν μιλάμε για ανάλογες παραγωγές, ορισμένοι να θεωρούν ότι θίγονται από την προσέγγιση που επιχειρείται.
Από αυτήν την «παγίδα» δεν ξέφυγε ούτε ο Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος κατηγορήθηκε το 2009, όταν το φιλμ βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, πως δεν επέλεξε «στρατόπεδο», ενώ ιδίως από τον φίλα προσκείμενο στην Αριστερά Τύπο, υπήρξαν σοβαρές ενστάσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε απόσπασμα από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης» της εποχής που έκανε λόγο για «σκόπιμη απόκρυψη του ταξικού χαρακτήρα του πολέμου», ενώ η «Αυγή» από την πλευρά της έγραψε ότι από την «Ψυχή Βαθιά» απουσιάζουν δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά του εμφυλίου, δηλαδή το μίσος για τον πολιτικό αντίπαλο και ο φόβος για τον διπλανό σου.
Βέβαια ο στόχος του Έλληνα σκηνοθέτη δεν ήταν να φτιάξει μια ταινία που θα αντικαταστήσει στα σχολεία τα ιστορικά βιβλία, αλλά να επιχειρήσει μια ματιά στα γεγονότα (που έτσι κι αλλιώς το κάθε αντιμαχόμενο στρατόπεδο προσεγγίζει στην βάση της δικής του «αλήθειας») βάζοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Θέτοντας την παράμετρο που συχνά προσπερνιέται ότι πολλοί ήταν εκείνοι που βρέθηκαν αντιμαχόμενοι σε μια σύρραξη δίχως οι ίδιοι να το επιλέξουν και κυρίως χωρίς να διαθέτουν το ιδεολογικό υπόβαθρο, ακόμη και τον φανατισμό που πολλές φορές προκαλείται από αυτόν.
Στο επίκεντρο της υπόθεσης είναι δύο αδέλφια που στρατολογήθηκαν από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, με γνώμονα την γνώση που είχαν για τις περιοχές στο Βίτσι και στον Γράμμο όπου εξελίσσεται ο Εμφύλιος. Και παρά το γεγονός ότι ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα, προσπαθούν να επικοινωνήσουν και σε τελική ανάλυση να κάνουν αυτό που αρνούνταν να κάνουν άλλοι στην θέση τους. Να παραμείνουν άνθρωποι… Να παραμείνουν πραγματικά αδέρφια…
Ο Θανάσης Βέγγος εδώ συνεργάζεται ξανά με τον Παντελή Βούλγαρη, έχοντας έναν μικρό ρόλο ενός παππού που φτάνει μέχρι την πρώτη γραμμή με έναν και μοναδικό στόχο. Να πάρει πίσω την σορό του αγοριού του και να το θάψει, δείχνοντας τον σεβασμό στον νεκρό. Ένα στοιχείο που ειδικά στην ελληνική ιστορία το συναντάμε ήδη από τα Ομηρικά έπη. Ο διάλογός του με τον Ταξίαρχο στον οποίο απευθύνεται είναι μια σπαραχτική και συνάμα σεμνή κραυγή… Μια επίκληση στην απλή ανθρώπινη υπόσταση και παράλληλα μια σιωπηλή καταγγελία της παράνοιας που περικλείει κάθε αδελφοκτόνος πόλεμος.
«Δεν είναι πόλεμος ετούτο που μας βρήκε κύριε Ταξίαρχε… Ντροπή είναι… Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες; Θέλω να τον κηδέψω στο χωριό. Τον περιμένει όλο το χωριό. Δεν γυρίζω μονάχος. Το σπίτι μου καμένο. Να έχω έναν τάφο να πηγαίνω»… Με αυτά τα λόγια μοιάζει αδύνατο να διαφωνήσει κανείς, ανεξάρτητα από το πού ανήκει πολιτικά και ιδεολογικά. Και στην συγκλονιστική ερμηνεία του Θανάση Βέγγου είναι αδύνατο να βρεις ψεγάδια, σε αντίθεση με την ανθρώπινη υπόσταση που είναι γεμάτη με τέτοια…