Στις πρώτες πρωινές ώρες της Πρωτομαγιάς του 1976, ένα πράσινο Fiat Mirafiori που οδηγούσε ο Αλέκος Παναγούλης χάνει τον έλεγχο του και συγκρούεται με ένα υπόγειο κατάστημα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, στο ύψος του Αγίου Δημητρίου. Ο Αλέκος Παναγούλης, γνωστός για την προσπάθεια δολοφονίας του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου, τη συνολική του αντιδικτατορική δράση, αλλά και τα βασανιστήρια που υπέστη από τη χούντα των συνταγματαρχών, βρίσκει τραγικό θάνατο.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής, κάποιοι ήθελαν να βγάλουν από τη μέση τον Αλέκο Παναγούλη, επειδή είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας που έδειχναν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου με τη δικτατορία. Εξάλλου μετά την εκλογή το στη θέση του βουλευτή στις εκλογές του 1974 μετά την πτώση της Χούντας, ο Παναγούλης αποχωρεί από το κόμμα Ένωσης Κέντρου-Νέες Δυνάμεις με το οποίο εξελέγη, λόγω καταγγελιών του για συνεργασία διάφορων βουλευτών με το χουντικό καθεστώς, και παραμένει στη Βουλή ως ανεξάρτητος βουλευτής.
Πολλά γράφτηκαν όμως τίποτα από αυτά δεν αποδείχθηκε και τα δημοσιεύματα παρέμειναν στο επίπεδο των εικασιών. Ένας τραγουδιστής όμως που γνώριζε πολύ καλά τον δρόμο, διηγήθηκε στην αυτοβιογραφία του τι είδε εκείνη την ημέρα, μπροστά στο σημείο του δυστυχήματος που τον έπεισε ότι δεν ήταν «ατύχημα».
Ήταν ο Γιώργος Μαργαρίτης ο οποίος κυκλοφόρησε τη αυτοβιογραφία του πριν λίγα χρόνια με τίτλο «Γιώργος Μαργαρίτης – Ο Λαϊκός Τραγουδιστής» και την υπογραφή του συγγραφέα και στιχουργού Κώστα Μπαλαχούτη. Σε ένα διαφωτιστικό απόσπασμα του βιβλίου ο τραγουδιστής αναφέρει:
«Για να δείτε όμως, που οδηγεί, το πάθος του τζόγου και τι κατέβαζε η γκλάβα μου, θα σας διηγηθώ πως λειτουργούσα. Η Λεωφόρος Βουλιαγμένης δεν ήταν αυτή που ξέρουμε σήμερα. Υπήρχαν πολλά οικόπεδα. Σε τρία τέσσερα σημεία είχα κάποιες «κρυψώνες». Δηλαδή, διάλεγα πέτρες και όταν έφερνα «καλή ζαριά» έβαζα κάτω απ’ αυτές τις πέτρες ένα ποσόν για να ‘χω στις γκίνιες μου.
Έβαζα, έβγαζα, αυτή η δουλειά κράτησε πολλά χρόνια. Παραμελούσα τον καημό μου, έγινα αμελής, με κέρδισε το πάθος μου. Με έπαιρνε η κάτω βόλτα αλλά κάπου μέσα πίστευα όμως ότι θα την κάνω…
Πρωτομαγιά 1976. Κατέβαινα από Γλυφάδα προς Ομόνοια με ταξί να ρίξω καμιά ζαριά. Η Λεωφόρος Βουλιαγμένης ήταν γεμάτη από καβάτζες μου. Όποια πέτρα κι αν σήκωνες, έβρισκες χαρτζιλίκι από κάτω.
Ήθελα χρήματα για να πληρώσω την κούρσα και είπα του οδηγού να σταματήσει. Εκεί που τώρα είναι το Μετρό, δίπλα σε έναν βράχο, βλέπω κόσμο. Ήταν δύο περιπολικά και μαζεμένοι περίεργοι. Βλέπω ένα αμάξι σε άσχημη κατάσταση, χωμένο στην είσοδο μιας φανοποιίας. Μαθαίνω πως ήταν του Αλέξανδρου Παναγούλη. Τον είχαν κλείσει και έπεσε εκεί. Δεν ήταν ατύχημα, δεν μπαίνει το αμάξι έτσι… Το είδα κι αυτό το περιστατικό».