Δεν ξεχώριζες σκαρί, έβλεπες μόνο θάλασσα: Το θρυλικό πλοίο των Σποράδων με τον καπετάνιο που «τιθάσευσε» 12 μποφόρ

Ένα βαπόρι-θρύλος

Με σήμα-κατατεθέν τον κατάλευκο κύκνο που κοσμούσε την πλώρη του, το ομώνυμο καράβι το οποίο αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο στην περιοχή των Σποράδων, είχε την ίδια, άδοξη κατάληξη με άλλα γέρικα σκαριά. Κατέληξε σε διαλυτήριο για σκραπ, παρά την ιστορία που είχε καταγράψει στις ελληνικές θάλασσες.

Οι θρύλοι που το συνόδευσαν σε αυτό το ταξίδι του το οποίο κράτησε ολόκληρες δεκαετίες, πολλοί. Μέχρι και ο πρώην (και αδικοχαμένος) πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Τζον Κένεντι, υπήρξε επιβάτης του. Κάποτε, μάλιστα, την περίοδο του μεσοπολέμου, ιδιοκτήτης του ήταν ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Φιορέλο Χένρι Λα Γκουάρντια! Ήταν η εποχή, βέβαια, που το πλοίο βρισκόταν ακόμη στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, όπου ναυπηγήθηκε στο Μέιν.

Το ημερολόγιο έγραφε τότε 1930 και το «Sylvia», όπως ήταν το πρώτο όνομά του, πραγματοποίησε το παρθενικό του ταξίδι, αλλά δέκα χρόνια αργότερα, με το ξέσπασμα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, η χρήση του πέρασε στα χέρια του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ. Μετονομάστηκε σε «USS Tourmaline» και έχοντας ως βάση του την Νέα Υόρκη, χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό σκάφος και παρέμεινε τέτοιο μέχρι και ένα χρόνο μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, ως το 1946, όταν και οι επόμενες σελίδες στην ιστορία του άρχισαν να γράφονται στα… ελληνικά.

Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Μανώλη Κουλουκουντή, ο οποίος από το 1940 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών της Νέας Υόρκης. Μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο αγόρασαν το βαπόρι το οποίο με την ονομασία «Adelphic», πλέον, διέσχισε τον Ατλαντικό ωκεανό μεταφέροντας τρόφιμα και υγειονομικό υλικό της αμερικανικής βοήθειας για λογαριασμό της UNRRA. Τότε ήταν που έδεσε για πρώτη φορά στον Πειραιά και αμέσως μετά οδηγήθηκε σε ναυπηγίο προκειμένου να λάβουν χώρα οι απαραίτητες αλλαγές ώστε να είναι σε θέση να λειτουργήσει ως επιβατικό.

Με το όνομα «Κύκνος» πια, και το πανέμορφο πουλί ως σήμα να το κοσμεί, δρομολογήθηκε στις ελληνικές θάλασσες. Το παρθενικό του ταξίδι για λογαριασμό της εταιρείας «Σαρωνικός» πραγματοποιήθηκε τελικά το 1947 και ξεκίνησε τελικά τα ταξίδια του με αφετηρία και τερματισμό το λιμάνι του Βόλου, συνδέοντας αρχικά την πόλη της Μαγνησίας με Αιδηψό και Χαλκίδα ενώ μία πενταετία αργότερα, δηλαδή το 1952, τα δρομολόγια επεκτάθηκαν και στα νησιά των Βορείων Σποράδων, δηλαδή Σκιάθο, Σκόπελο, Αλόννησο, αλλά και Σκύρο.

Η παρουσία του σε εκείνες τις θάλασσες υπήρξε καθοριστική για την οικονομία της περιοχής αλλά και για τις ανθρώπινες σχέσεις, αφού μιλάμε για μια εποχή δίχως το σημερινό οδικό δίκτυο. Τα πάντα μεταφέρονταν δια θαλάσσης, ακόμη και σκυριανά γαϊδουράκια, όπως αποκαλύπτουν μαρτυρίες από εκείνα τα δύσκολα χρόνια.

Μία από αυτές, εκείνη του Στέργιου Μιχελή που υπήρξε επί σειρά ετών μέλος του πληρώματος και μάλιστα σε διάφορα πόστα, φιλοξενήθηκε σε αφιέρωμα της εφημερίδας «Θεσσαλία» για το «Κύκνος». Εκεί δεν έλειψε η αναφορά στην ιστορική φιγούρα του καπετάνιου Κυριάκου Μαστροκόλια, για τον οποίο διηγείται ο απόμαχος ναυτικός: «Ήταν ένας πάρα πολύ καλός καπετάνιος. Δεν φοβόταν τη θάλασσα. Μαζί του έχω “φάει” 12 μποφόρ. Από τη Γλώσσα μέχρι τη Σκιάθο. Η διαδρομή αυτή ήταν ακριβώς 25 λεπτά με το “Κύκνος”. Στο μπουγάζι εκείνο κάναμε τρεισήμισι ώρες. Δεν ξεχώριζες το σκαρί, έβλεπες μόνο θάλασσα. Ήταν, όμως, πάρα πολύ γερό το βαπόρι. Είχε και βαθιά καρίνα. Ήταν καλοσχεδιασμένο. Και ο καπετάνιος πάρα πολύ σκληρός ναυτικός»…

Το 1974 χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια της επιστράτευσης προκειμένου να μεταφέρει Έλληνες για να καταταγούν και στη συνέχεια μετέφερε οπλίτες αλλά και πολεμικό υλικό από τον Βόλο στη Λήμνο, ενώ μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, μπήκαν οριστικά οι τίτλοι τέλους καθώς έδεσε για τελευταία φορά στους προβλήτες του λιμανιού της πόλης.

Η προσπάθεια ενός ιδιώτη να το μετατρέψει σε πλωτό εστιατόριο και καφετέρια δεν καρποφόρησαν κι έτσι μοιραία το κάποτε εμβληματικό σκαρί οδηγήθηκε σε διαλυτήριο και μετατράπηκε σε σκραπ. Το μόνο που απέμεινε για να θυμίζει τις μέρες της δόξας του, όταν όργωνε θυμωμένες θάλασσες, είναι ένα φωτιστικό το οποίο κράτησε ως ενθύμιο ο Στράτος Μιχελής… «Το έχω στο σπίτι μου μέχρι σήμερα, πάνω σε μία πέργκολα», λέει και συνεχίζει: «Κρίμα που είχε ετούτη την κατάληξη. Ήταν ένα από τα καλύτερα πλοία που πέρασαν ποτέ από την Ελλάδα»…