Οι λάτρεις του ρεμπέτικου τοποθετούν έναν ιερό χαρακτηρισμό πριν από το μικρό του όνομα. Ο «Άγιος Μάρκος». Απόψεις υπάρχουν πολλές και ενστάσεις θα βρίσκονται πάντα. Το μόνο δεδομένο, πάντως, είναι ότι ο Βαμβακάρης αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ρίζα του πελώριου δέντρου που ονομάζεται «ελληνικό λαϊκό τραγούδι».
Λαϊκό με την ευρεία έννοια, διότι και το ροκ, επί παραδείγματι, στον λαό απευθύνεται. Τι ακούς ένα μπουζούκι στην Κοκκινιά, τι ακούς ένα μπάντζο στο Τενεσί, ένα και το αυτό είναι. Ενδεικτικά, ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε στην προσωπική κορυφή του τον Συριανό ογκόλιθο.
Εν προκειμένω, το αφιέρωμα εστιάζει στο τέλος του Μάρκου Βαμβακάρη και όχι στη ζωή του, για την οποία θα έπρεπε να γραφτούν εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις. Σκοπός είναι να αναδειχθεί η λατρεία συναδέλφων και θαυμαστών προς το πρόσωπό του. Πέρασε τα μύρια όσα, αδικήθηκε, αλλά το παν είναι η υστεροφημία.
Είχε γεννηθεί στις 10 Μαΐου 1905 και «έφυγε» στις 8 Φεβρουαρίου 1972, δηλαδή λίγους μήνες πριν από τα 67 του χρόνια. Αιτία θανάτου ήταν η νεφρική ανεπάρκεια, απόρροια του σακχαρώδους διαβήτη και καρδιακών ενοχλήσεων που τον ταλαιπωρούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα ισόγειο διαμέρισμα της οδού Δαιδάλου 24 στη Νίκαια.
Η κηδεία του έγινε την επόμενη ημέρα με την παρουσία καθολικών ιερέων στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών (είχε αφοριστεί επειδή παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη γυναίκα του, αλλά η ποινή ήρθη το 1966).
Στην εφημερίδα «Τα Νέα», ανήμερα της ταφής του Μάρκου, ένας άλλος γίγαντας του λαϊκού τραγουδιού, ο Βασίλης Τσιτσάνης, προέβη στην εξής μαρτυρία: «Στο κέντρο του κυρ-Αποστόλη, στο Αιγάλεω, για λίγο σώπασαν όλοι. Ύστερα, το γκαρσόνι, ο Λευτέρης ο Μυτιληνιός, ξεκρέμασε από τον τοίχο μια παλιά φωτογραφία του Μάρκου, με χρυσή, μπιχλιμπιδωτή κορνίζα. Την ακούμπησε, με σέβας, πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα, μπροστά από την ορχήστρα κι όλοι την κοίταζαν. ‘Ε, ρε Μάρκο, φιλαράκο’, είπε αυτός με το μπουζούκι.
Και αμέσως όλοι έπιασαν τα όργανα κι άρχισαν να παίζουν τη ‘Φραγκοσυριανή’ δυνατά, κλαμένα, παράφωνα, όμορφα – σαν να ‘τανε το τελευταίο τραγούδι που παίζανε στη ζωή τους. Σαν να ‘τανε, δηλαδή, η συντέλεια του κόσμου και τίποτε άλλο. Ήταν το πρώτο μνημόσυνο του Μάρκου».
Όπως δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα ο Δομένικος Βαμβακάρης, για την κηδεία του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο, προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.
Πλήθος κόσμου συνόδευσε τον μεγάλο ρεμπέτη στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών, σε μία πομπή που ξεκίνησε από το σπίτι του στην οδό Δαιδάλου 24.
Ο Δομένικος και ο Στέλιος αποχαιρέτησαν τον πατέρα τους, παίζοντας ορισμένες από τις αμέτρητες επιτυχίες του.
Το «παρών» στις 16:30 της 9ης Φεβρουαρίου 1972 έδωσαν πολλοί εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού χώρου, όπως ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Τόλης Βοσκόπουλος και ο Μιχάλης Μενιδιάτης.
Βασίλης Τσιτσάνης και Γιάννης Παπαϊωάννου έστειλαν στεφάνι από κοινού, αναφέροντας «στον συνάδελφόν μας Μάρκον». Πού να φαντάζονταν πως έξι μήνες αργότερα (3/8/1972) θα έχανε τη ζωή του σε τροχαίο και ο Παπαϊωάννου… Τρεις μήνες νωρίτερα (16/11/1971) είχε «φύγει» ο Στράτος Παγιουμτζής και έναν μήνα νωρίτερα (7/1/1972) η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. «Μαύρη» περίοδος για τον ελληνικό πολιτισμό εκείνο το διάστημα.
Τον Ιούλιο του 2020, τμήμα των οστών του Μάρκου Βαμβακάρη μεταφέρθηκε στο μνημείο που φτιάχτηκε προς τιμήν του στο Καθολικό Κοιμητήριο Ερμούπολης, στην αγαπημένη του Σύρο.
«Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα.
Και γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος τού τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη, και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.
Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι για τους οποίους έχω γράψει, γράφω, μα και θα γράψω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μιας και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγγνώμη και η συγχώρεση».
*Από την «Αυτοβιογραφία» του Μάρκου Βαμβακάρη