Πολύ πριν από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια: Οι 5 μεγαλύτερες αλλαγές στην εκπαίδευση στην Ελλάδα

Προκάλεσαν ντόρο κατά το παρελθόν

Η εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίσκεται ένα βήμα πριν από μία ιστορική στιγμή: την καθιέρωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Το επίμαχο σχέδιο νόμου έχει ξεσηκώσει την ακαδημαϊκή και την ευρύτερη κοινότητα, με διαδοχικές κινητοποιήσεις.

Οι Φοιτητικοί Σύλλογοι έχουν πάρει αγωνιστικές αποφάσεις επί σειρά εβδομάδων σε πάνω από 150 Πανεπιστημιακά Τμήματα, ενώ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ήδη διαδηλώσει εναντίον της κατάργησης του άρθρου 16.

Το εν λόγω άρθρο ορίζει πως η παιδεία αποτελεί «βασική αποστολή του Κράτους», προβλέπει ότι η ανώτατη εκπαίδευση «παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου», τους απονέμει «πλήρη αυτοδιοίκηση».

Εντούτοις, θέτει τα ιδρύματα «υπό την εποπτεία του Κράτους» και αναγνωρίζει στους καθηγητές τους την ιδιότητα του «δημόσιου λειτουργού».

Οι διατάξεις αυτές, όπως ερμηνεύονται μέχρι σήμερα από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, απαγορεύουν την ίδρυση και τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Βέβαια, η ιστορία περιλαμβάνει και την άλλη πλευρά, καθώς το Σύνταγμα του 1911 απέκλειε το εκπαιδευτικό μονοπώλιο του Κράτους, επέτρεπε την ίδρυση πανεπιστημιακών σχολών από ιδιώτες (όπως η «Πάντειος» και η «Βιομηχανική Σχολή» του Πειραιά, δηλαδή το σημερινό Πανεπιστήμιο Πειραιώς).

Πολλές ήταν οι αλλαγές, πάντως, που προκάλεσαν ντόρο κατά το παρελθόν, αρχής γενομένης από την επίσημη γλώσσα.

Η καθαρεύουσα είχε ψηφιστεί στην πρώτη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, όμως, σταδιακά καταργήθηκε και το 1920 μπήκε η δημοτική στα σχολεία.

Επανήλθε ως επίσημη γλώσσα μέχρι το 1929, με τη δεύτερη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ώσπου στις 28 Ιανουαρίου 1976 «κόπηκε» οριστικά από τον Γεώργιο Ράλλη.

Τότε επιβλήθηκε η νεοελληνική (δημοτική), «άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων», σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Παρεμπιπτόντως, τον Ιανουάριο του 1982, επί ΠΑΣΟΚ, ψηφίστηκε στη Βουλή η χρήση της οξείας και μόνο (που από τότε ονομάζεται απλώς «τόνος») και των διαλυτικών, παρακάμπτοντας τη βαρεία και την περισπωμένη.

Το 1976 ξεκίνησαν και οι συζητήσεις για τη δημιουργία μεικτών σχολείων, με το υπουργείο Παιδείας να αξιώνει από τους γονείς να εκφράσουν σχετική άποψη.

Η πλειοψηφία διαφώνησε, ωστόσο έως το 1982 η μονοφυλική εκπαίδευση είχε καταργηθεί εντελώς.

Δώδεκα χρόνια νωρίτερα, ήτοι το 1964, καταργήθηκε το ιστορικό πηλήκιο με την κουκουβάγια, το οποίο ήταν υποχρεωτικό για τους μαθητές (κυρίως της επαρχίας).

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, είχε αναφερθεί στον σχετικό διαχωρισμό που υφίστατο.

«Το μέτρον τούτο εφαρμόζεται σήμερον όχι εις την πρωτεύουσαν αλλά μόνον εις τας επαρχίας, ωσάν να μην έχουν τα ίδια δικαιώματα εις την αμφίεσίν των οι επαρχιώται μαθηταί με τους μαθητάς των Αθηνών», ήταν τα λόγια του.

Έναν χρόνο αργότερα, συγκεκριμένα το 1965, οι ποδιές των μαθητών και μαθητριών από μαύρες έγιναν «μπλε του ουρανού και της θάλασσας, προς ενίσχυσιν του εθνικού φρονήματος».

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ποδιά έγινε άτυπα… κοριτσίστικη υπόθεση, ώσπου στις 6 Φεβρουαρίου 1982 καταργήθηκε με εγκύκλιο του Λευτέρη Βερυβάκη.

Η τελευταία μεγάλη αλλαγή είναι νωπή προς όλους όσοι είναι γονείς, μαθητές (και όχι μήνες), διότι εφαρμόστηκε την εποχή της πανδημίας της Covid-19.

Καλά καταλάβατε. Η στήλη αναφέρεται στη χρήση μάσκας, όταν ακόμη ο ιός θεωρείτο ιδιαίτερα επικίνδυνος. Παράλληλα, ήταν υποχρεωτικά τα τεστ που αποδείκνυαν αν κάποιος είναι θετικός ή αρνητικός. Προφανώς δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε όλους όσοι δεν ακολουθούσαν τις κυβερνητικές και υγειονομικές οδηγίες.

Χαρακτηριστικά η ΚΥΑ ανέφερε τότε ότι η χρήση μη ιατρικής μάσκας ήταν υποχρεωτική στα ελληνικά σχολεία για τους μαθητές κάθε ηλικίας: «α) σε όλους τους εσωτερικούς χώρους των σχολικών μονάδων, β) στους εξωτερικούς χώρους των σχολικών μονάδων, όταν υπάρχει συνωστισμός, όπως ενδεικτικά κατά την προσέλευση και αποχώρηση από τη σχολική μονάδα, καθώς και στην περίπτωση συνωστισμού σε κυλικεία εξωτερικού χώρου, γ) στα μέσα μεταφοράς μαθητών, δ) κατά την περίοδο προσαρμογής στο νηπιαγωγείο, από υγιή, σταθερό συνοδό (γονέα, κηδεμόνα ή άλλο πρόσωπο)».