«Αφανίστε τους Ρομά»: Ο κιθαρίστας για τον οποίο οι Ναζί παράκουσαν την εντολή του Χίτλερ

Τζάνγκο Ράινχαρντ: Ο θρυλικός κιθαρίστας με τα τρία δάχτυλα που «εξημέρωσε» το Ναζισμό

«Ο Τζάνγκο με θύμωνε πάρα πολύ. Πολλές φορές δεν ερχόταν, δεν ξέραμε που να τον βρούμε. Άλλες ξεχνούσε να φέρει μαζί του την κιθάρα. Έπινε όλη μέρα. Πολλές φορές του έδωσα χρήματα, πολλές φορές τον μίσησα. Τα ξεχνούσα όλα όμως όταν έπιανε την κιθάρα. Όταν έπαιζε τον λάτρευα! Όλοι λάτρευαν τον Τζάνγκο όταν έπαιζε. Ακόμα και οι Ναζί…».

Μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε να μιλήσει με τέτοιο… θράσος για τον θρυλικό Τζάνγκο Ράινχαρντ. Ο φίλος και συνοδοιπόρος του, Στεφάν Γκραπέλι, ήταν αυτός που είχε βάλει το χεράκι του για να εξελιχθεί ένας μελλοθάνατος τσιγγάνος σε attraction ακόμα και για αυτούς που ήταν εντεταλμένοι να τον «φιμώσουν».

«Είναι κάτι σαν υπεράνθρωπος. Μακράν ο πιο εκπληκτικός κιθαρίστας όλων των εποχών. Είναι σύντομο, αλλά ένα από τα πιο ένδοξα βίντεο, αυτό στο οποίο παίζει σαν “τρελός”. Το μελέτησα σε αργή κίνηση για να δω καλύτερα αυτά τα δύο δάχτυλα που πηγαίνουν αστραπιαία πάνω, κάτω, στην ταστιέρα», έχει πει για αυτόν ο Αγγλος ροκ κιθαρίστας, Τζεφ Μπεκ.

Γιατί, όμως, δύο δάχτυλα και όχι τέσσερα; Διότι ο Τζάνγκο Ράινχαρντ τόσα είχε διαθέσιμα. Σε ηλικία 18 ετών τραυματίστηκε σοβαρά από πυρκαγιά που ξέσπασε στο τροχόσπιτό του. Υπέστη εγκαύματα 1ου και 2ου βαθμού σε πολλά μέρη του σώματός του, ενώ το τρίτο και τέταρτο από τα δάχτυλα του (ο παράμεσος και ο μικρός) παρέλυσαν. Το ίδιο συνέβη και στο αριστερό πόδι του. Οι γιατροί του είπαν ότι δεν πρόκειται να παίξει ξανά κιθάρα και το κυριότερο ότι θα έπρεπε να ακρωτηριάσουν το πόδι του.

Ο Ράινχαρντ αρνήθηκε να υποβληθεί σε επέμβαση και έφυγε με ιδία ευθύνη από το νοσοκομείο. Όχι μόνο ήταν σε ένα χρόνο ικανός – έστω με τη βοήθεια μπαστουνιού στην αρχή – να περπατήσει ξανά, αλλά επανήλθε στην οργανοπαιξία. Και το έκανε με μία εντελώς νέα τεχνική. Μία τεχνική που αυτός ανακάλυψε.

Ή καλύτερα η ακατάληπτη θέληση και επιμονή του. Αξιοποίησε το χρόνο της αποθεραπείας του με ατελείωτες ώρες εξάσκησης. Σωματικά ήταν δυσκίνητος, πνευματικά όμως έτοιμος να κινήσει γη και ουρανό. Όταν πια ολοκληρώθηκε αυτή η επίπονη διαδικασία, είχε εξελιχθεί σε ένα φαινόμενο προς εξέταση.

Είχε μάθει να παίζει όλα τα κιθαριστικά σόλο του με τα δύο δάχτυλα, και χρησιμοποιούσε τα δύο τραυματισμένα μόνο για την απόδοση συγχορδιών. Ακόμα και η… επιστήμη σήκωνε τα χέρια ψηλά.

Γεννημένος το 1910 στο Βέλγιο από τσιγγάνους γονείς, ο Τζάνγκο Ράινχαρντ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων σε καταυλισμούς των Ρομά κοντά στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία έμαθε να παίζει μπάντζο, κιθάρα και βιολί και ήδη στα 13 του ήταν σε θέση να βγάζει τα προς το ζην από τη μουσική.

Μετά τη μερική αποκατάσταση των τραυμάτων του, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην κιθάρα. Μαζί και στην Τζαζ, επηρεασμένος από τις μουσικές των Λούις Άρμστρονγκ και του Ντιούκ Έλινγκτον. «Παντρεύοντας» όργανο με είδος μουσικής εφηύρε αυτό που ονομάστηκε «hot jazz guitar», ένα νέο στυλ τεχνικής τζαζ κιθάρας, που πλέον αποτελεί μουσική παράδοση στη γαλλική τσιγγάνικη κουλτούρα.

Το 1933 ο Ράινχαρντ γνώρισε τον νεαρό τότε Γκραμπέλι, έναν βιολιστή με ανάλογα μουσικά ενδιαφέροντα. Άρχισαν να εξελίσσουν μαζί το νέο είδος, αλλά στη νυχτερινή Γαλλία δεν υπήρχαν ακόμα οι προϋποθέσεις για να βγάλουν χρήματα απ’ αυτό. Έτσι αποφάσισαν να το διαδώσουν και τρόπο τινά να το… επιβάλλουν στο μουσικό κοινό, ενώνοντας τις δυνάμεις τους.

Το 1934 σχηματίζουν στο Παρίσι την μπάντα «Quintette du Hot Club de France». Εκτός από τους δύο, το κουϊντέτο πλαισίωναν ο αδελφός του Τζάνγκο, Τζόσεφ Ράινχαρντ, ο επίσης κιθαρίστας Ροζέρ Σαπό και ο μπασίστας Λουίς Βολά. Επρόκειτο για ένα από τα λίγα τόσο σημαντικά συγκροτήματα Τζαζ που βασίστηκε μόνο σε έγχορδα. Σήμερα θεωρείται ένα από τα κορυφαία της ιστορίας του πενταγράμμου.

Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις στη μικρή δισκογραφική εταιρεία Ultraphone, προκάλεσαν αίσθηση, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν δεκάδες άλλες με επιτυχία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Οι εμφανίσεις τους εξελίχθηκαν σε happening για τη νυχτερινή ζωή του Παρισιού, καθώς η κιθάρα του Τζάνγκο και η συγχορδία της είχαν αναλάβει να συστήσουν στο γαλλικό κοινό αυτό που μεταλαμπάδευσαν στην Ευρώπη από τον αμερικανικό νότο. Δεν περιορίστηκαν όμως εντός συνόρων. Με την απήχηση τους να αυξάνεται ραγδαία, το επόμενο βήμα ήταν οι περιοδείες.

Το έργο τους, όμως, έμελλε να διακοπεί με «βίαιο» τρόπο. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939, βρήκε το Quintette να περιοδεύει στη Βρετανία. Ο Γκραπέλι προτίμησε να μείνει στην πιο ασφαλή Αγγλία. Ο Τζάνγκο όμως επέστρεψε, αφήνοντας μόνο τη γυναίκα του στο Νησί. Ήταν ό,τι πιο ριψοκίνδυνο είχε κάνει στη ζωή του. Τότε βέβαια δεν γνώριζε ακόμη. Είχε ενδείξεις αλλά όχι αποδείξεις ότι πέραν των Εβραίων οι Ναζί θα εξαπέλυαν ένα ανηλεές κυνήγι σε όλη την Ευρώπη και κατά των Ρομά.

Είχε όμως αποδείξεις για την οπτική τους απέναντι στην Τζαζ. Από το 1922 η Τζαζ ήταν απαγορευμένη στη Γερμανία και από το 1933 οι θιασώτες της διώκωνταν. Το είδος τελούσε υπό καταστολή, καθώς ο Χίτλερ και ο Γιόζεφ Γκέμπελς θεωρούσαν ότι αποτελούσε μέρος μιας διεθνούς συνωμοσίας, με στόχο να υπονομεύσει το μεγαλείο της Γερμανίας…

Το 1940 ο Ράινχαρντ προσπάθησε να το σκάσει από την ήδη γερμανοκρατούμενη Γαλλία, με προορισμό την ουδέτερη Ελβετία. Η απόπειρα οδήγησε στη σύλληψη του, αλλά η φήμη του αποδείχτηκε σωτήρια. Ένας αξιωματικός της Λουτβάφε, κρυφός λάτρης της Τζαζ, ονόματι Ντίτριχ Σουλτς – Κεν, μεσολάβησε παρασκηνιακά ώστε να ελευθερωθεί και να επιστρέψει στη Γαλλία.

Μαθαίνοντας ότι οι ομοεθνείς του οδηγούνται κατά χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και θανατώνονται στα κρεματόρια, προσπάθησε ξανά, λίγες ημέρες αργότερα, να διαφύγει από τη Γαλλία. ‘Εφτασε έως τα ελβετικά σύνορα, αλλά οι Ελβετοί συνοριοφύλακες δεν είχαν… εντρυφήσει στην Τζαζ. Τον γύρισαν πίσω.

Αυτοί που εντρύφησαν τελικά όμως ήταν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Περίπου 600.000 Ρομά σφαγιάστηκαν κατά την εξαετία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τους Ναζί, ο Ράινχαρντ όμως έφτασε να δίνει συναυλίες με κοινό αποτελούμενο και από Γερμανούς αξιωματικούς.

Παρακούωντας τη γενική εντολή του Βερολίνου περί εξόντωσης των Ρομά, οι κατακτητές του Παρισιού έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στην μπάντα – φαινόμενο, που ξεσήκωνε πολύπαθα και ρακένδυτα πλήθη. Είχαν αντιληφθεί την αξία χορήγησης άρτου και θεαμάτων σε ένα νικημένο και μίζερο από την κατοχή λαό.

Σιγά – σιγά βέβαια, πολλοί Γερμανοί ένστολοι έγιναν θαυμαστές του Τζάνγκο, ο οποίος είχε πέσει ξανά με τα μούτρα στη δουλειά. Αντικαθιστώντας το βιολί του Γκραπέλι με το κλαρινέτο του Χούμπερτ Ροστάινγκ, άρχισε ξανά να συνθέτει, να ηχογραφεί και να παίζει σε μαγαζιά και συναυλίες.

Δεν προσεταιρίστηκε όμως ποτέ τους κατακτητές. Ένα από τα τραγούδια του, το «Nuages», εξελίχτηκε σε ανεπίσημο παριζιάνικο ύμνο της ελπίδας για ελευθερία. Οι συνθέσεις του γινόταν ανάρπαστες σε πωλήσεις, έστω και αν ήταν τα «απαγορευμένα» της εποχής.

Μετά το τέλος του πολέμου, o Ράινχαρντ πήγε στην Αγγλία για να ανταμώσει ξανά με τον Γκραπέλι. Το Φθινόπωρο του 1946 έφυγε για περιοδεία στις ΗΠΑ, όπου εμφανίστηκε στο Music Hall του Κλίβελαντ, ως ειδικός προσκεκλημένος – σολίστ του θρύλου της Τζαζ Ντιουκ Έλινγκτον. Όπου και αν εμφανίστηκε, είχε μεγάλη απήχηση, αλλά οι προσπάθειες για μόνιμη συνεργασία στις ΗΠΑ δεν ευοδώθηκαν και το 1947 επέστρεψε στη Γαλλία.

Η επόμενη διετία χαρακτηρίστηκε από αυτές τις αυτοκαταστροφικές συνήθειες, στις οποίες αναφέρθηκε στη συνέντευξη του ο Γκραπέλι το 1992. Ο Ράινχαρντ είχε τεράστια δυσκολία να προσαρμοστεί στον προπολεμικό τσιγγάνικο τρόπο ζωής. Δεν ήξερε όμως και κανέναν άλλον. Αλκοόλ, ασωτίες και μια αλαζονική στάση ζωής διέκριναν την πιο αντιπαραγωγική περίοδο της καριέρας του. Μπορούσε να πάει στη συναυλία χωρίς την κιθάρα ή να μην πάει και καθόλου, αρνούμενος να σηκωθεί από το κρεβάτι.

Άλλες φορές άφηνε στα κρύα του λουτρού τους συνεργάτες του σε sold out κονσέρτα για να «περπατήσει στην παραλία» ή να «μυρίσει τη δροσιά». Είχε καταντήσει εντελώς αναξιόπιστος μεταξύ οπαδών και μάνατζερ, ενώ οι προστριβές με τους συνεργάτες του ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.

Όλα αυτά έως το 1949, οπότε η ανάγκη για μια νέα αρχή τον οδήγησε στη Ρώμη. Εκεί στρατολόγησε τρεις Ιταλούς τζαζίστες (μπάσο, πιάνο, ταμπούρο) και ηχογράφησε πάνω από 60 τραγούδια. Ορισμένα εξ’ αυτών συμπεριλήφθηκαν σε έναν από τους σημαντικότερους δίσκους του, το «Djangology», που ηχογραφήθηκε την ίδια χρονιά.

Το 1950 επέστρεψε στο Παρίσι, όπου συνάντησε ξανά τον περιοδεύοντα «βασιλιά της Swing» Μπένι Γκούντμαν. Για δεύτερη φορά φορά ο Τζάνγκο αρνήθηκε την πρόσκληση του να τον ακολουθήσει στις ΗΠΑ και να συνεχίσει μαζί του την καριέρα του. Αν είχε ενδώσει, πιθανόν να είχε προσθέσει άμμο σε μια κλεψύδρα που έφτανε στο τέλος της.

Στις 16 Μαΐου του 1953 και ενώ είχε φτάσει σχεδόν έξω από το σπίτι του ύστερα από την εμφάνιση του σε Τζαζ- κλαμπ του Παρισιού, κατέρρευσε. Από το 1951 είχε αποσυρθεί σε ένα χωριό κοντά στο Φοντενμπλό, περί τα 60 χλμ. από την πρωτεύουσα. Ήταν Σάββατο και ο γιατρός άργησε σχεδόν μια… μέρα.

Όταν πια αφίχθη στο νοσοκομείο, διαπιστώθηκε ο θάνατός του από εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε ηλικία 43 ετών ο Τζάνγκο είχε φύγει αιφνίδια από τα εγκόσμια. Αφήνοντας πίσω του κάτι λιγότερο από 100 τραγούδια και κάποιες συνθέσεις που θεωρούνται από τα πιο κλασικά κομμάτια της Τζαζ. Τέτοια είναι τα «Minor», «Swing», «Daphne», «Belleville», «Swing 42» και τα προαναφερόμενα «Nuages», «Djangology».

Για αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, η υστεροφημία του Τζάνγκο δεν είχε καταφέρει να «βρει» τη δέουσα θέση στην παγκόσμια μουσική ιστορία. Ίσως διότι η κιθάρα δεν ταυτίστηκε ποτέ ως όργανο με την Τζαζ, ίσως και λόγω της τσιγγάνικης καταγωγής του. Πιθανόν και γιατί όταν κάποιος ακούει τη φράση «Τζαζ» το μυαλό του πηγαίνει αυτόματα στη Νέα Ορλεάνη και τους Αφροαμερικανούς θιασώτες της.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, έχει καταγραφεί μια προσπάθεια από καλλιτεχνικούς φορείς για να αποκτήσει το όνομα Ράινχαρντ την ιστορική βαρύτητα που αντίστοιχεί στο αξεπέραστο ταλέντο του αυτοδίδακτου τσιγγάνου. Ετήσια φεστιβάλ «Τζάνγκο» πραγματοποιούνται και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ενώ το έργο κάποιων βιογραφιών (του) που έχουν εκδοθεί, ήρθε να συμπληρώσει η γαλλική ταινία «Django», που το 2016 άνοιξε τις πύλες του 67ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Βέβαια, οι ειδήμονες της κιθάρας δεν χρειάζονται ούτε φεστιβάλ, ούτε βιογραφίες για να ντύσουν νοερά με την άχλη του μύθου αυτόν που αποτελεί την επιτομή της ιδιοφυίας στο είδος τους.

Για αυτούς υπήρξαν βιρτουόζοι και βιρτουόζοι, υπήρξε και ο… Τζάνγκο Ράινχαρντ. Το ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν σε μουσικές σελίδες του διαδικτύου δεν έχει να κάνει με το πόσο μεγάλος ήταν, αλλά αν ακόμα και αυτός, ο Τζίμι Χέντριξ, κατάφερε να τον ξεπεράσει! Σύγκριση που ενδέχεται να ακούγεται… ιερόσυλη για κάποιον αδαή, όχι όμως φυσικά για τους επαγγελματίες κιθαρίστες.

«Ακόμα και σήμερα κανείς δεν έχει φτάσει στο επίπεδό του. Υπάρχουν πολλοί που παίζουν γρήγορα και πολλοί που παίζουν καθαρά, κανείς όμως με όλη την πληρότητα της έκφρασης του Τζάνγκο. Ο συνδυασμός αυτής της απίστευτης ταχύτητας με την αίσθηση ότι η κάθε νότα έχει τη δική της προσωπικότητα, δημιουργεί αυτή την απίστευτη τεχνική», είχε πει ο Τζέρι Γκαρσία, κιθαρίστας των περίφημων «Grateful Dead». Ήταν μόνο ένας από τους πολλούς μετρ του σιναφιού, που εκπεφρασμένα (όπως και οι Πολ ΜακΚάρτνεϊ, Κιθ Ρίτσαρντς, Λες Πόλ, Τόνι Αϊόμι) έπιναν και πίνουν νερό στο όνομα «Τζάνγκο».

Ναι, ο Τζίμι Χέντριξ πέθανε μόλις στα 28. Αλλά ο Τζάνγκο Ράινχαρντ έπαιζε με δύο δάχτυλα λιγότερα…