«Έχω ζήσει δέκα ζωές» συνήθιζε να λέει ο Βασίλης Καρράς, σπεύδοντας ωστόσο να συμπληρώσει πως παρέμενε μέχρι την τελευταία στιγμή ένα παιδί που δεν είχε χορτάσει και αναζητούσε πάντοτε νέες εμπειρίες, λες και ήταν έφηβος ή έκανε ακόμη τα πρώτα του βήματα στον χώρο. Σε μια πορεία η οποία ξεκίνησε ουσιαστικά σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης όπου μπόρεσε να επιβάλει τους δικούς του όρους.
Βρισκόμαστε στην δεκαετία του 1970, όταν ο Βασίλης Καρράς και η σύζυγός του, Χριστίνα, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την Γερμανία, όπου ο νεαρός –ακόμα- καλλιτέχνης πραγματοποιούσε εμφανίσεις και να επιστρέψουν στην Θεσσαλονίκη.
Εκεί, δηλαδή, όπου εκείνος βρέθηκε σε ηλικία μόλις 10 ετών μαζί με την οικογένειά του, μετακομίζοντας από την Καβάλα. Η συμπρωτεύουσα άλλωστε υπήρξε πάντοτε ο δικός του «φυσικός» χώρος. Βορειοελλαδίτης και ο ίδιος, καταλάβαινε καλύτερα τους ανθρώπους (όχι μόνο της νύχτας) και ουσιαστικά μιλούσε την ίδια γλώσσα με αυτούς.
Έτσι κι αλλιώς σε μια συνοικία της Θεσσαλονίκης, στον Εύοσμο ήταν που από το 1969 είχε πραγματοποιήσει και τις πρώτες εμφανίσεις του ως τραγουδιστής, δουλεύοντας παράλληλα και πάνω σε οτιδήποτε άλλο έβρισκε να κάνει, κυρίως σε συνεργεία αυτοκινήτων που ήταν και η άλλη μεγάλη του αγάπη. Εκεί, στο μαγαζί «Πρόσφυγας» από τα 16 χρόνια του κιόλας είχε αφήσει τα διαπιστευτήριά του, δημιουργώντας τις συνθήκες που θα έβρισκε μπροστά του και όταν επέστρεψε. Δηλαδή ένα όνομα που ήδη είχε γίνει γνωστό, έστω στον μικρόκοσμο εκείνου του στενού –ακόμα- κύκλου.
Το κακό της υπόθεσης βέβαια ήταν ότι ο Βασίλης Καρράς δεν είχε γίνει ακόμη εκείνο το μεγάλο όνομα που θα μπορούσε να «χτυπήσει» μεγάλο μεροκάματο. Όμως έχοντας ήδη ένα παιδί με την σύζυγό του, Χριστίνα Κεσογλίδη, την κόρη τους Χριστίνα, ήξερε ότι με τα λεφτά που «έπαιζαν» τότε στα μαγαζιά δεν θα έβγαζε εύκολα πέρα…
Βρέθηκε λοιπόν στο «Μινουΐ», ιδιοκτησίας Γιαννακόπουλου και ξεκινάει να δουλεύει, κάνοντας αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα από όλους. Να διασκεδάζει τον κόσμο που συνέρρεε τα βράδια και να τραγουδάει μέχρι τα ξημερώματα για τους καημούς και τους νταλκάδες του. Βλέποντας το… λαϊκό προσκύνημα και τον χαμό που συνέβαινε στο… κατάστημα, δεν άργησε να βρει έναν τρόπο ώστε να κερδίσει και αυτός ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την… πίτα που ο ίδιος είχε… φτιάξει.
Έπιασε, λοιπόν, τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και του έκανε μια πρόταση την οποία όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δεν μπορούσε να αρνηθεί. «Κύριε Γιαννακόπουλε, δεν ξέρω τι παίρνουν οι άλλοι, ούτε με νοιάζει. Για να συνεργαστούμε, λοιπόν, θέλω να μου δώσεις το 30% με 40% του τζίρου από τα πιάτα», του είπε!
Όπως μάλλον ήταν φυσικό, ο Γιαννακόπουλος αρχικά δεν έδειξε διατεθειμένος να συμφωνήσει. «Είσαι τρελός, παιδί μου; Τι είναι αυτά που λες;», του απάντησε, παίζοντας ουσιαστικά το τελευταίο του χαρτί. Έτσι κι αλλιώς γνώριζε ότι από το σπάσιμο των πιάτων ήταν το μεγαλύτερο και μάλιστα καθαρό κέρδος και όχι από την υπόλοιπη κατανάλωση.
Η κουβέντα πάντως δεν κράτησε και πάρα πολύ, αφού ο μαθημένος από πολύ μικρός στα δύσκολα Βασίλης Καρράς, ήξερε να αντιμετωπίζει χωρίς φόβο τις προκλήσεις που συναντούσε στη ζωή του. Μετά από σχετικά σύντομες διαπραγματεύσεις, λοιπόν, ο επιχειρηματίας αποφάσισε ότι δεν τον έπαιρνε να ρισκάρει και να χάσει την… κότα που έκανε τα χρυσά αυγά, ή μάλλον τα χρυσά πιάτα!
Στο τέλος οι δυο τους σηκώθηκαν από το τραπέζι όπου κάθονταν και έδωσαν τα χέρια, σφραγίζοντας την συμφωνία τους, με τον Βασίλη Καρρά να φεύγει κάθε βράδυ από το «Μινουΐ» με το 25% του τζίρου από τα πιάτα που έσπαγαν οι θαμώνες. Ένα φαινόμενο που τα επόμενα χρόνια έγινε ακόμη πιο έντονο, έφερε πραγματικά λεφτά στο σπίτι κι έκανε τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή να παραδεχτεί: «Τότε αξίζει τον κόπο να τραγουδάς, ρε μάγκα. Και να τα δίνεις όλα στην πίστα, βρε αδερφέ»…