Λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Ζάκυνθο θα λάβουν χώρα μια σειρά από εγκλήματα που θα συγκλονίσουν το νησί. Όταν, μάλιστα, θα γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες, οι κάτοικοι να μείνουν άφωνοι καθώς πίσω από τους αρχικά μυστηριώδεις θανάτους, κρυβόταν ένα από τα πιο σατανικά «ζευγάρια» που γνώρισε η Ελλάδα.
Στο εδώλιο κάθονται ένας ηλικιωμένος και μια ανήλικη κοπέλα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πρόκειται για συγγενικά μεταξύ τους πρόσωπα. Παππούς και εγγονή. Οι οποίοι όχι μόνο κατηγορούνται για φυσική και ηθική αυτουργία για τις δολοφονίες μελών της οικογένειάς τους, αλλά αποκαλύπτεται ότι είχαν και μεταξύ τους ερωτικές σχέσεις…
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, με την υποσημείωση ότι ακόμη και τόσες δεκαετίες αργότερα, δεν θα υπάρξει αναφορά στα πραγματικά ονόματα των πρωταγωνιστών. Ούτε καν στο χωριό του νησιού που συνέβησαν όλα. Ας αρκεστούμε στο γεγονός ότι βρισκόταν στο βόρειο τμήμα όπου μια γυναίκα η οποία είχε χάσει χρόνια τον άντρα της, παίρνει την απόφαση να παντρευτεί ξανά.
Ο νέος σύζυγός της είναι 73 ετών και από την αρχή δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια στην μικρή Μαρία. Την 13χρονη εγγονή, με την οποία περνά ολοένα και περισσότερο χρόνο μαζί της. Φαινομενικά είναι ένας τρυφερός παππούς που έχει ενδιαφέρον για το μικρό παιδί. Δυστυχώς, όμως, τα συναισθήματά του για εκείνη ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια που θέτει η συγγενική μεταξύ τους σχέση αλλά και η τεράστια διαφορά ηλικίας της τάξης των 60 χρόνων.
Ο 73χρονος αποπλανεί και ξεμυαλίζει το κορίτσι, συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις, χωρίς το υπόλοιπο χωριό να υποψιαστεί οτιδήποτε. Για καιρό ικανοποιεί τις αρρωστημένες ορέξεις του και όταν αρχίζει να φοβάται ότι μπορεί να γίνει αντιληπτή η δράση του, βάζει σε εφαρμογή το δεύτερο στάδιο του σχεδίου του. Να βγάλει από την μέση οποιονδήποτε μπορεί να τους ξεσκεπάσει. Και πιο συγκεκριμένα, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Απολύτως στοχευμένα αρχίζει με τον πιο επικίνδυνο «αντίπαλο». Τον πατέρα της Μαρίας. Ο 73χρονος σάτυρος την πείθει ότι ο μπαμπάς της πρέπει να πεθάνει, κατασκευάζει μυθεύματα για να την πείσει και της υπόσχεται ότι θα της αφήσει ολόκληρη την περιουσία του και θα την βοηθήσει να παντρευτεί ένα καλό παιδί.
Το ανήλικο κορίτσι μετατρέπεται εκτός από ερωτικό αντικείμενο και το απόλυτο υποχείριο…
Για να υλοποιηθεί το πλάνο χρησιμοποιείται αρσενικό. Μια ουσία πολύ δημοφιλή τον 19ο αιώνα αλλά και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου καθώς η επιστήμη δεν είχε προχωρήσει τόσο. Το δηλητήριο δεν μπορούσε να ανιχνευθεί στις τοξικολογικές εξετάσεις κι έτσι όταν ο πατέρας καταλήγει στο νοσοκομείο κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά έχει συμβεί. Την πρώτη φορά νοσηλεύεται και αποφεύγει το μοιραίο, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο ένα διάστημα αργότερα. Η ποσότητα που του ρίχνεται είναι μεγαλύτερη κι έτσι μετά από έντονη αδιαθεσία, στις 8 Ιουνίου 1957 ο 45χρονος αφήνει την τελευταία πνοή του.
Μερικούς μήνες αργότερα πέφτει θύμα ο επόμενος της λίστας. Ο 17χρονος αδελφός της Μαρίας χάνει τη μάχη στις 17 Δεκεμβρίου 1957, την ημέρα που γιορτάζει ο πολιούχος του νησιού, Άγιος Διονύσιος. Το άτυχο παλικάρι ξεψυχά πάνω στο πλοίο που τον μετέφερε στην Πάτρα και φεύγει από την ίδια αιτία. Το αρσενικό, το οποίο ούτε και στην δική του περίπτωση ανιχνεύεται με τα πενιχρά μέσα της εποχής.
Πλέον έχει μείνει ένα εμπόδιο. Η ίδια η μάνα της Μαρίας που εξαντλεί την σκληρότητά της απέναντι στο πρόσωπο που την έφερε στον κόσμο. Και πάλι επιλέγεται το αρσενικό, αλλά η γυναίκα μετά από μακρά νοσηλεία στο Νοσοκομείο Πατρών, κατάφερε να αναρρώσει. Ο άλλος αδελφός αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, πιέζει την μικρή κι εκείνη τα αποκαλύπτει όλα.
Στη δίκη που ακολουθεί στην Πάτρα η «ωραία Μαρία», όπως την αποκαλούν οι εφημερίδες της εποχής, παραδέχεται τα πάντα και υποστηρίζει το προφανές. Ότι δηλαδή όλα έγιναν κατόπιν καθοδήγησης του παππού. Εκείνος από την πλευρά του αρνείται τα πάντα.
Οι δικηγόροι της κοπέλας δημοσιοποιούν και μια σειρά επιστολών προς την μητέρα της, προσπαθώντας ενδεχομένως να επηρεάσουν τους δικαστές ώστε να δείξουν επιείκεια.
«Μητέρα, έρχομαι κι εγώ να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις δι’ όλα τα σφάλματά μου. Ερχομαι σαν ένα έρημο πουλί που δεν ευρίσκει να ακουμπήσει, έτσι κι εγώ βρέθηκα ολομόναχη στον κόσμο, δίχως κανένα στήριγμα και όλα αυτά τα οφείλω στην παιδική μου αφέλεια και πίστεψα αυτόν που τόσα χρόνια είχαμε στο σπίτι μας. Κανονικά αυτός είναι ο καταστροφέας του σπιτιού μας και όχι εγώ που είμαι κομμάτι από τον εαυτόν σου, από την ίδια ψυχή». Αντίστοιχες επιστολές έστελνε και στον θείο της γράφοντας «Θείε, θέλω να με συγχωρήσετε. Το σφάλμα μου είναι βαρύ και ασυγχώρητον. Υπό την προσταγή του γέρου διαμέλισα την οικογένειά μου. Ας είναι η μητέρα μου στη ζωή και αυτό μου δίνει κουράγιον. Αυτός ο φονέας ήταν ο γέρος» γράφει το παιδί.
Ωστόσο οι δικαστές τελικά θεωρούν ότι η ευθύνη βαραίνει εξίσου παππού και εγγονή και δεν αναγνωρίζουν το παραμικρό ελαφρυντικό στην μικρή την οποία αντιμετωπίζουν ως ενήλικα. Η απόφασή τους για καταδίκη σε δις ισόβια και για τους δύο σήμερα πολύ δύσκολα θα στεκόταν σήμερα σε οποιοδήποτε δικαστήριο. Για την Ελλάδα της δεκαετίας του 1950, όμως, θεωρήθηκε μια «δίκαιη» τιμωρία…