Ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα στην ιστορία της χώρας μας. Για τον τρόπο που έγινε, για το παρασκήνιο που έκρυβε, για το τι μακροχρόνιες συνέπειες είχε. Μια σκοτεινή υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Οι παλαιότεροι την θυμούνται με τον χαρακτηρισμό «Η Τίγρης του Παγκρατίου». Έτσι την είχε κωδικοποιήσει ο έντυπος Τύπος. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ ούτε ιδιωτική τηλεόραση…
Σάββατο 6 Νοεμβρίου 1982. Ο αστυνομικός Χρήστος Κολιτσόπουλος, η σύζυγος του, Κάτια και ο 4χρονος γιος τους, Αλέξανδρος γυρίζουν στο σπίτι τους, στην οδό Αλκέτα στο Παγκράτι. Έχει προηγηθεί επίσκεψη στους γονείς του ανδρός της οικογένειας. H 22χρονη τότε γυναίκα λέει στο σύζυγό της πως θέλει πρώτα να πάει στο πρακτορείο, να ρίξει ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ, καθώς και να πάρει τσιγάρα και γάλα που είχε ξεχάσει. «Ανεβείτε με το παιδί, θα ‘ρθω μετά να σας βρω», φέρεται να είπε. Μόνο που αυτό το «μετά» δεν ήρθε ποτέ.
Με το που φτάνει στο σπίτι ο αστυνομικός κι αφού πρώτα ξεκλείδωσε και άφησε τις τσάντες που κουβαλούσε, μπροστά του είδε το αναπάντεχο, την πρακτικά τελευταία εικόνα της ζωής του. Ένας άνδρας με μαχαίρι του καταφέρνει μοιραία χτυπήματα. Μπροστά στα παγωμένα από τρόμο και σοκ μάτια του μικρού του γιου.
Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας και γιατί έκανε ό,τι έκανε; Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί γρήγορα και θα χτυπήσει με μεγάλη ορμή τους πάντες. Ο δράστης ήταν ο Γιάννης Σγουρίδης, εραστής της γυναίκας του αστυνομικού. Οι δύο τους δούλευαν μαζί σε ένα ξενοδοχείο και είχαν συνάψει ερωτική σχέση. Και όπως θα υποστήριξε αργότερα ο δολοφόνος, σκότωσε τον αστυνομικό επειδή εκείνη του το ζήτησε. Για να είναι ελεύθεροι να μείνουν μαζί οι δυο τους.
Εδώ όμως το πράγμα θα γίνει ακόμα πιο μπερδεμένο. Η Κάτια Κολιτσοπούλου θα αρνηθεί σθεναρά πως του υπέδειξε να σκοτώσει τον άνδρα της. Ίσα ίσα θα ισχυριστεί πως δεν γνώριζε το παραμικρό για τις προθέσεις του, αλλιώς θα είχε κάνει τα πάντα για να τον σταματήσει.
Ο αστυνομικός δεν πέθανε αμέσως μετά την επίθεση του Σγουρίδη. Πρόλαβε να χτυπήσει την πόρτα ενός γείτονα, αιμόφυρτος, να ζητήσει βοήθεια, να του πει να τρέξουν να ενημερώσουν τη γυναίκα του. Η γειτόνισσα πήρε τότε τον μικρό Αλέξανδρο για να βρουν τη μάνα του στο περίπτερο. Το παιδί έπεσε την αγκαλιά της, η οποία όπως ισχυρίστηκαν οι μάρτυρες, ξεκίνησε τότε ακριβώς το θέατρο. Κλαίγοντας, αλυχτώντας και φωνάζοντας.
Αρχικά οι αρχές ερεύνησαν το ενδεχόμενο της ληστείας καθώς το σπίτι ήταν άνω κάτω και έλειπαν χρήματα και χρυσαφικά. Γρήγορα φάνηκε δεν υπήρχαν πραγματικά ίχνη παραβίασης. Ήταν όλο σκηνοθετημένο. Ο δράστης είχε μπει στο σπίτι με κλειδιά που του είχε δώσει η Κάτια – αργότερα αυτή θα έλεγε πως του τα είχε δώσει «για πλάκα».
Ο Σγουρίδης είχε προσπαθήσει να ρίξει στάχτη στα μάτια των αστυνομικών για να τους στρέψει στο ενδεχόμενο της ληστείας, αλλά τον πρόδωσε ένα δακτυλικό του αποτύπωμα που βρέθηκε στο ασανσέρ. Αξίζει να πούμε πως από τους πρώτους που κατάλαβαν πως κάτι δεν πάει καλά σε αυτήν την ιστορία ήταν η Αγγελική Νικολούλη. Τότε εκκολαπτόμενη ρεπόρτερ, έκανε επί τόπου έρευνα, μίλησε με τη γυναίκα του θύματος και τις αρχές και κατάλαβε πως κάτι βρωμούσε σε αυτήν την υπόθεση. Στην εφημερίδα, στο θέμα που υπέγραψε την επόμενη ημέρα άφηνε σαφείς αιχμές με έντεχνο τρόπο…
Αρχικά ο 24χρονος τότε Σγουρίδης δεν ήταν σίγουρος πως είχε σκοτώσει ή όχι τον σύζυγο της ερωμένης του. Όπως είδαμε άλλωστε, ο αστυνομικός δεν ξεψύχησε αμέσως. Ο δράστης συνεπώς, αμέσως μετά την πράξη, έτρεξε προς το σπίτι της μητέρας του στην Άνω Λούτσα. Εκεί τον βρήκαν οι αστυνομικοί. Παραδόθηκε δίχως να αντισταθεί. Γρήγορα «έσπασε». Και ομολόγησε την πράξη του. Αρχικά πήρε πάνω του την ευθύνη. Άλλαξε στάση όταν είδε πως η Κάτια Κολιτσοπούλου χρέωνε πάνω του τα πάντα. Νιώθοντας προδομένος, τροποποίησε τα λεγόμενά του και την «έδωσε» ως ηθική αυτουργό της δολοφονίας.
Η δίκη ήταν καταιγιστική. Με επεισόδια, εντάσεις, ως και παρέμβαση υπουργού. Ο Τύπος της εποχής είχε βρει μέγα θέμα και γινόταν χαμός στα ρεπορτάζ για το «σατανικό ζευγάρι» όπως το χαρακτήριζαν. Την Κάτια Κολιτσοπούλου την αποκαλούσαν κυρίως «Τίγρη του Παγκρατίου», ενώ χρησιμοποιούνταν ευρέως και τα «μαινάδα», «βάκχα». Η στάση της δίχασε την κοινή γνώμη. Για τους μισούς ήταν αθώα για τους άλλους μισούς ένοχη. Έξω από το δικαστήριο φεμινιστικές οργανώσεις πραγματοποιήσουν συγκεντρώσεις υπέρ της.
«Ποια μητέρα θα έστελνε το παιδί της μάρτυρα στο φόνο του ίδιου του πατέρα του;» θα πει εκείνη στο δικαστήριο. Δίχως πάντως να πείσει για την αθωότητά της. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Όπως και ο Σγουρίδης. Το δικαστήριο απαγόρεψε επίσης στην Κολιτσοπούλου να ξαναδεί το γιο της: «Η μητέρα που ολοσχερώς και ανεπανόρθωτα κατέστρεψε τον ψυχικό κόσμο του παιδιού της για να ικανοποιήσει το ερωτικό της πάθος, δεν έχει κανένα δικαίωμα να επικαλείται συναισθήματα στις σχέσεις της με το παιδί της», διαβάζουμε στην απόφαση.
Αμφότεροι θα βγουν από τη φυλακή μετά από 17 χρόνια λόγω καλής διαγωγής. Ο Σγουρίδης υπήρξε υπόδειγμα κρατουμένου και εργάστηκε στις φυλακές ως ηλεκτρολόγος, που ήταν άλλωστε και το επάγγελμα του. «Η Κολιτσοπούλου έψαχνε ένα άλλοθι για να απαλλαγεί από τον άνδρα της και το βρήκε στο ερωτικό μου πάθος. Ήμουν το όπλο που χρησιμοποίησε και όταν δεν της χρειαζόταν πλέον, το πέταξε. Δεν ένιωθε απολύτως τίποτα για μένα. Ουσιαστικά με απείλησε ότι θα διακόψουμε αν δεν το κάνω. Και εγώ τυφλωμένος από το πάθος μου το έκανα. Μετά κατάλαβα ότι όλα ήταν ένα σχέδιο», θα πει χρόνια αργότερα.
Η Κολιτσοπούλου από μεριάς της, ήταν αντιδραστική αρχικά στη φυλακή. Σταδιακά πάντως αντιλήφθηκε πως αυτή δεν ήταν σοφή κίνηση από μεριάς της. Εντάχθηκε στο σύστημα και υπήρξε εν τέλει μια ήπια κρατούμενη. Σπούδασε νομική δια αλληλογραφίας, έγραψε ποιήματα. Με τον γιο της είχε επαφή όλα αυτά τα χρόνια; Όχι. Της το είχε απαγορέψει το δικαστήριο, αλλά έπαψε να το επιδιώκει και η ίδια.
Γι’ αυτό και δεν είναι αυτό το τέλος της ιστορίας, το πιο δραματικό της κομμάτι. Αυτό το έγκλημα, στην πραγματικότητα, δεν είχε ένα μόνο θύμα. Ο Αλέξανδρος ποτέ δεν ξεπέρασε το τραύμα του ότι είδε να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια του τον πατέρα του. Πόσο μάλλον καθώς αυτό έγινε εξαιτίας της μητέρας του. Αυτή την εσωτερική σύγκρουση δεν μπόρεσε ποτέ να την ξεπεράσει.
Στις 2 Οκτωβρίου 2009 ο Αλέξανδρος Κολιτσόπουλος 31 χρόνων τότε, είχε πάει για να ψηφίσει στις εθνικές εκλογές στην περιοχή της Αρκαδίας, γενέτειρα του πατέρα του. Εξαφανίστηκε μπρος στα μάτια της θείας του που ήταν γι’ αυτόν η μητέρα του.
Η Αγγελική Νικολούλη τον είχε αναζητήσει, μάταια μέσα από την εκπομπή της, Φως στο Τούνελ. Τα παρακάτω βίντεο αποκαλύπτουν πολλά. Για το τότε, για το μετά. Για το πώς καταστράφηκε ψυχολογικά ένα αθώο παιδί, για το τι ένιωθε, για τον πόνο που σαν σαράκι δεν έπαψε στιγμή να τον κατατρώγει. Ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε αφού δεν βρέθηκε πτώμα, αλλά όλα δείχνουν πως ο Αλέξανδρος αυτοκτόνησε. Κάποιοι είπαν πως ήταν ήδη νεκρός από τις 6 Νοεμβρίου του 1982…