«Εξαιτίας του έγινε το 2-0, 2-3»: Ο cameraman που ευθύνεται για τη μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία του Ρολάν Γκαρός

Απίστευτο και όμως συνέβη...

Το 1984 δεν είναι μόνο ο τίτλος του πιο φημισμένου μυθιστορήματος που γράφτηκε ποτέ, αλλά μεταξύ άλλων και η τελευταία χρονιά που ένας αθλητής έφτασε το παιχνίδι του σε τόσο κυριαρχικό επίπεδο έναντι όλων των υπολοίπων στο παγκόσμιο τένις.

Ο Τζορτζ Όργουελ θα τον περιέγραφε ως το «μεγάλο αδελφό» των κορτ, καθότι είχε τη μανία να «εποπτεύει» τους πάντες – διαιτητές, αντιπάλους, θεατές, αιχμάλωτος στην αίσθηση ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή κάποιος απ’ όλους αυτούς (μην ήταν τα ball boys;) του την είχαν… στημένη.

Ένας τύπος που κατά τη διάρκεια των αγώνων έδινε την εντύπωση ότι το τένις ήταν το τελευταίο άθλημα που του ταίριαζε πνευματικά, σαν εγκλωβισμένος σε ένα σώμα που δεν του επέτρεψε να διαπρέψει σε αθλήματα λιγότερο πιο «ευγενή», όπως το αμερικάνικο ποδόσφαιρο ή το χόκεϊ επί πάγου.

Γιατί να προβοκάρει, να σπάει ρακέτες και να γκρινιάζει διαρκώς στους διαιτητές σαν… παιδάκι, αφού θα μπορούσε να βρίζεται και (γιατί όχι;) να πλακώνεται χωρίς καμία αναστολή με τους αντιπάλους;

Και όμως, ο Τζον ΜάκΕνρο που έψαχνε αφορμή για να καυγαδίσει με τους πάντες, μοιάζοντας τσακωμένος κατ’ αρχάς από τα γεννοφάσκια του με τον όρο «ψυχραιμία», κατάφερε να γίνει θρύλος στο Νο 1 άθλημα αυτοσυγκέντρωσης και αυτοκυριαρχίας. Τον λες και overachiever και μόνο που έπαιξε τένις σε αυτό το επίπεδο.

Το ότι το 1980 έγινε ο νεαρότερος τενίστας που έφτανε στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης το λες και αποτέλεσμα κάποιας μεταφυσικής διαδικασίας που απομένει κάποια στιγμή να εξηγηθεί…

Ας πιάσουμε όμως την ιστορία μας από το τέλος. Ο Τζον ΜακΈνρο ολοκλήρωσε το 1984 με απολογισμό νικών – ηττών 82-3. Το ποσοστό νικών (96,5%) παραμένει έως και σήμερα ρεκόρ μέσα σε μια ημερολογιακή χρονιά, όπως και ο αριθμός των 13 τίτλων που κατέκτησε κατά τη διάρκεια αυτής.

Σε όλο το Wimbledon εκείνης της χρονιάς έχασε μόνο ένα σετ και στον τελικό ξενέρωσε ολότελα το αγγλικό κοινό που περίμενε μία αμερικανική τιτανομαχία. Ο θρυλικός Τζίμι Κόνορς υπέστη… σοκ και δέος εκείνη την ημέρα, γνωρίζοντας το διασυρμό με 6-1, 6-1, 6-2.

Στο US Open, που ακολούθησε ο Κόνορς ήταν αυτός που του στέρησε τα δύο μοναδικά (χαμένα) σετ. Ο ΜακΈνρο είχε οργιάσει στους τέσσερις πρώτους γύρους του αμερικανικού Slam, χάνοντας μόλις 20 γκέιμς. Μεταξύ αυτών που ρεζίλεψε στο δρόμο για το τρόπαιο, ήταν και ο ανερχόμενος σταρ -δύο φορές νικητής μετέπειτα στη Νέα Υόρκη- Στέφαν Έντμπεργκ (6-2, 6-0, 6-1).

Ο τελικός του τουρνουά εξελίχθηκε σε έναν ακόμη περίπατο για τον ΜακΈνρο, μολονότι είχε απέναντι αυτόν που είχε αρχίσει ήδη να εξελίσσεται στο αντίπαλο δέος του: τον σπουδαίο Τσεχοσλοβάκο, νούμερο 2 τότε στον κόσμο, Ιβάν Λεντλ, που επίσης υπέκυψε διαδικαστικά (6-3, 6-4, 6-1).

Ο 7ος major τίτλος του εκκεντρικού Αμερικανού ήταν και μια μεγάλη ρεβάνς για αυτό που είχε προηγηθεί στη σεζόν. Το πιο φημισμένο come back στην ιστορία του τένις, με «θύμα» τον ίδιο.

Ο ΜακΈνρο σνόμπαρε το πρώτο Slam της χρονιάς, το Australian Open (όπως συνήθιζαν εκείνο τον καιρό να κάνουν πολλοί τενίστες) και όταν αφίχθη στο Παρίσι για το δεύτερο, είχε 36-0 νίκες και ήδη 6 τίτλους στο παλμαρέ του το 1984. Η χωμάτινη επιφάνεια ήταν μακράν η χειρότερη του, αλλά εκείνη τη χρονιά έμοιαζε άτρωτος και σε αυτήν.

Είχε πάρει πολύ εύκολα τα δύο τουρνουά στα οποία συμμετείχε στο χώμα, ενώ πέτυχε άλλες έξι νίκες στο Ρολάν Γκαρός, φτάνοντας στον τελικό με απολογισμό χρονιάς 42-0.

Απέναντί του ο Ιβάν Λεντλ, ένας loser των τελικών Gran Slam, με τέσσερις χαμένους σε ισάριθμες απόπειρες. Το ’81 είχε ηττηθεί στο Παρίσι από τον Μπιον Μποργκ, το ’82 και το ’83 στο US Open από τον Τζίμι Κόνορς και το ’83 στο Australian Open από τον Ματς Βιλάντερ.

Επιπλέον είχε χάσει σε τέσσερις διαδοχικούς τελικούς από τον ΜακΈνρο από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο, οι δύο εκ των οποίων (οι προαναφερόμενοι) στο χώμα. Σε αμφότερους είχε πέσει αμαχητί με 2-0.

Ο ΜακΈνρο δεν είχε κατακτήσει ποτέ το μεγάλο παρισινό τίτλο και αυτή ήταν ξεκάθαρα η μεγάλη ευκαιρία του. Είχε χάσει μόνο ένα σετ στην πορεία του έως τον τελικό και στον ημιτελικό είχε συντρίψει ξανά τον Κόνορς με 7 -5, 6-1, 6-2.

Οι στοιχηματικές αποδόσεις είχαν σχεδόν προδιαγράψει τη μοίρα του ενός εκ των φιναλίστ.

Η ελπίδα του γαλλικού κοινού ήταν να φανεί ο Λεντλ ανταγωνιστικός απέναντι σε αυτόν που τα Μ.Μ.Ε. της εποχής είχαν χαρακτηρίσει «invincible» (ανίκητος). Ελπίδα που ύστερα από μία ώρα αγώνα φάνταζε ευσεβής πόθος. Ο ΜακΈνρο ήταν το απόλυτο αφεντικό στο κορτ, παίρνοντας τα δύο πρώτα σετ με 6-3 και 6-2.

Το αουτσάιντερ πάσχιζε μάταια να βρει αντίδοτο στο γνωστό άκρως επιθετικό στιλ του Αμερικανού – τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να αντιστρέψει τη ροή των πραγμάτων. Τίποτα εκτός από έναν… κάμεραμαν.

Στο 1-1 του τρίτου σετ και με το σκορ στο 0-30 στο σερβίς του αντιπάλου του, ο ψύχραιμος έως τότε, μα πάντα ηφαιστειογόνος, ΜακΈνρο τα έβαλε με έναν από τους εικονολήπτες, κατηγορώντας τον ότι ο ήχος που εξέπεμπε από τα ακουστικά του αποσπούσε τη συγκέντρωσή του.

Ο εκνευρισμός του ήταν τέτοιος που πλησίασε μάλιστα τον… ταραξία και του πήρε προς στιγμήν τα ακουστικά φωνάζοντας κάτι (στο 1:15:22 του παρακάτω βίντεο)! Ο Λεντλ δεν έχασε την ευκαιρία. Με τον αντίπαλο του φανερά… μανουριασμένο, πήρε το γκέιμ και στο επόμενο έκανε το πρώτο break στην αναμέτρηση, για να προηγηθεί με 3-1.

«Ήταν το turning point του αγώνα. Από τη στιγμή που έσπασα για πρώτη φορά το σερβίς του ένιωσα ότι μπορούσα να το ξανακάνω», είπε κατόπιν εορτής ο Λεντλ, προσπαθώντας να εξηγήσει και αυτός την επιστροφή του από το πουθενά.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα ο Τσεχοσλοβάκος ανέβασε κατακόρυφα το επίπεδο του παιχνιδιού του. Άλλαξε σε ένα βαθμό και τη στρατηγική του, χρησιμοποιώντας περισσότερο λόμπες και χτυπήματα top-spin με το backhand του. Του το επέτρεπε και η ανατροπή των ψυχολογικών δεδομένων.

Παίζοντας με σαφώς μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση πήρε το τρίτο σετ με 6-4 και δεν πτοήθηκε όταν στο τέταρτο βρέθηκε να χάνει με 4-2.

Ο ΜακΈνρο συνέχισε να ανεβαίνει στο φιλέ, αλλά τα passing shots του αντιπάλου έβρισκαν πια στόχο, κάτι που δεν συνέβαινε πλέον με την ίδια συχνότητα στα πρώτα σερβίς του Αμερικανού. Με αντεπίθεση διαρκείας ο Λεντλ πήρε και το δεύτερο σετ (7-5), κερδίζοντας καθολικά την υποστήριξη του κοινού.

Είχε μυρίσει πια αίμα, τόσο αυτός, όσο και οι φίλαθλοι, που είχαν ηδονιστεί στην ιδέα αναγωγής του τελικού σε έναν από τους πιο φημισμένους της ιστορίας, μέσω της ολοκλήρωσης μιας επικής ανατροπής.

Και λίγη ώρα αργότερα θα γίνονταν αυτόπτες μάρτυρες μιας τέτοιας, καθώς ο Τσεχοσλοβάκος θα έπαιρνε εν μέσω αποθέωσης και το 5ο σετ με 7-5.

Κατά τη διάρκεια της απονομής η γλώσσα σώματος του ΜακΈνρο «φώναζε» ότι ήθελε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκείνη τη στιγμή, αδιαφορούσε πλήρως για το βραβείο του φιναλίστ. «Βράζοντας» από την εξέλιξη του ματς και τη στάση του κοινού, έσπασε το πρωτόκολο και έφυγε κακήν κακώς από το πόντιουμ, απρόθυμος να κάνει τις καθιερωμένες δηλώσεις.

Το αποτέλεσμα ήταν να αποδοκιμαστεί μαζικά κατά την αποχώρησή του, μια σκηνή εντελώς ασυνήθιστη σε ένα γήπεδο τένις. Δεν θα μπορούσε να την είχε προκαλέσει άλλος από τον πιο ασυνήθιστο σούπερ σταρ που έπιασε ποτέ ρακέτα.

Εκείνη η μέρα του Ιουνίου άφησε βάρυ το αποτύπωμά της στην ιστορία του παγκόσμιου τένις. Ηταν η μέρα που ο Ιβάν Λεντλ απεκδύθηκε το μανδύα του loser, για να εξελιχτεί τα επόμενα χρόνια στον κυρίαρχο του αθλήματος. Με αυτή τη νίκη εκθρόνισε από Νο1 του κόσμου τον ΜακΈνρο για να στρογγυλοκαθίσει ο ίδιος.

Το 1990 έσπασε το ρεκόρ του Τζίμι Κόνορς, έχοντας μείνει αθροιστικά για 270 εβδομάδες στην κορυφή (επίδοση που ξεπέρασαν αργότερα οι Σάμπρας και Φέντερερ). Κατέκτησε 94 τίτλους – δεύτερος έως σήμερα στη σχετική λίστα πίσω μόνο από τον Κόνορς- οι οχτώ εκ των οποίων Gran Slam. Μόνο αυτοί οι δύο και ο Φέντερερ έχουν ξεπεράσει το φράγμα των 1000 νικών σε επίσημα ματς.

«Αυτή η νίκη άλλαξε τελείως ρότα στην καριέρα μου, διότι τότε έμαθα να νικάω», απεφάνθη χρόνια αργότερα Τσέχος. Αυτός ο ψυχρός, ανέκφραστος και διαχρονικά αγέλαστος, που στο κορτ έμοιαζε προέκταση του χαρακτήρα του. Προικισμένος με τις ψυχρές, υπολογιστές ικανότητες μιας μηχανής.

Και ο θερμόαιμος Big Mac; Δεν επρόκειτο να κατακτήσει ποτέ τον Roland Garros, μηδέ άλλο major τίτλο στην καριέρα του μετά το 1984! Πήρε ξανά μόνο στο διπλό, το 1989 και το 1992. Το 1985 έπαιξε μάλιστα για τελευταία φορά σε τελικό απλού, χάνοντας από τον Λεντλ στο US Open με 3-0. Οι δυο τους αναμετρήθηκαν συνολικά 36 φορές από το 1980 έως το 1992.

Στον τελικό του ’84 ο Τσέχος μείωσε σε 10-9, έκτοτε πήρε το πάνω χέρι γέρνοντας υπέρ του την πλάστιγγα (21-15), σε μία από τις μεγαλύτερες αντιπαλότητες στην ιστορία του σπορ.

Στην αυτοβιογραφία του, τιτλοφορούμενη με το απολύτως εμβληματικό «Are you serious?», εκ της περίφημης ατάκας που είχε ψωμοτύρι προς τους διαιτητές, ο ΜακΈνρο αναφέρεται σε μια ήττα που για πάντα θα τον στοιχειώνει. Κάνει λόγο για τη χειρότερη ανάμνηση, όχι απλώς της καριέρας, αλλά της ζωής του.

«Αρκετές φορές ξύπνησα τα βράδια εξαιτίας της. Και κάθε φορά που επισκέπτομαι το Παρίσι έχω ένα πόνο στο στομάχι για τουλάχιστον δύο ημέρες, με τη σκέψη μου να ανατρέχει σε αυτό το παιχνίδι. Διότι ξέρω ότι αν είχα νικήσει η ζωή μου θα ήταν τελείως διαφορετική…».

Ήταν τελικά ένας καμεραμάν αυτός που άλλαξε τον ρου της ιστορίας στο παγκόσμιο τένις; Στο σημαντικότερο ίσως παιχνίδι της καριέρας του ο Τζον είχε φύγει από το κορτ νικημένος από τους προσωπικούς δαίμονές του. Ιστορία του, αμαρτία του… Τα πρόστιμα έπεφταν βροχή στην καριέρα του πιο «τσαντίλα» αθλητή όλων των εποχών σε τόσο υψηλό επίπεδο.

Μαζί και οι αποδοκιμασίες από την εξέδρα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο όμως ο Τζον ΜακΈνρο εξελίχθηκε και αναγνωρίζεται ως σήμερα ως ένας από τους πιο δημοφιλείς τενίστες της ιστορίας.

Η αντισυμβατικότητα και ο δικός του μοναδικός τρόπος να προσδίδει ενδιαφέρον ακόμα και σε ένα βαρετό παιχνίδι συνέβαλαν δραστικά στην εξάπλωση της απήχησης του σπορ. Τα καμώματά του ενέπνευσαν τραγουδοποιούς και σκηνοθέτες, ο ίδιος εξελίχθηκε αυτοσαρκαζόμενος- σε τηλεοπτικό σταρ και σήμερα είναι ένας από τους πιο αγαπητούς παρουσιαστές – αναλυτές τένις, με δική του εκπομπή στο Eurosport.

Πολλοί προσπαθούν να φανταστούν το σημερινό τένις παρουσία ενός τέτοιου τύπου σούπερ σταρ, υπό την έννοια ότι ο χώρος είναι πια αφιλόξενος για «κακά παιδιά» (με εξαίρεση ίσως τον Νικ Κύργιο).

Κανείς όμως από τους τότε αντιπάλους του δεν θα ήθελε να φανταστεί τι θα συνέβαινε αν ο Τζον ΜακΈνρο είχε πέσει μικρός στο καζάνι με το μαγικό φίλτρο της νηφαλιότητας…