Το ημερολόγιο γράφει 15 Απριλίου 1990. Κυριακή του Πάσχα. Μία γυναίκα εντοπίζει νεκρούς τους γονείς της στην κατοικία τους στο Νέο Οίτυλο Λακωνίας. Ένα στυγερό έγκλημα. Το πανελλήνιο συγκλονίζεται.
Το νήμα της ζωής κόβεται με αυτόν τον πέρα για πέρα άδικο τρόπο στα 58 για τον αγροφύλακα Πούλο (Παύλο) Κατσαφαρέα και στα 57 για τη σύζυγό του, την Κανέλλα.
Η γυναίκα ειδοποιεί έντρομη την Αστυνομία, χωρίς να φαντάζεται τι θα επακολουθήσει. Εξάλλου πόσο χειρότερη να γίνει η κατάσταση, όταν έχεις δει τα άψυχα σώματα του πατέρα σου και της μητέρας σου, ιδίως υπό αυτές τις συνθήκες. Κι όμως. Για τη Σταυρούλα ο «Γολγοθάς» μόλις έχει αρχίσει.
Το ζευγάρι είχε πυροβοληθεί από κοντινή απόσταση. Το φονικό προκλήθηκε από δύο όπλα, ένα 45άρι πιστόλι και ένα 38άρι περίστροφο. Ακολούθησε αυτοψία του χώρου.
Οι ιατροδικαστές Φίλιππος Κουτσαύτης και Μανώλης Νόνας έκαναν λόγο για ένα προσεκτικά σχεδιασμένο έγκλημα από επαγγελματίες δολοφόνους. Η χρονική τοποθέτηση του φονικού ήταν γύρω στις 21:00 του Μεγάλου Σαββάτου. Δηλαδή περίπου τρεις ώρες πριν από την Ανάσταση…
Στις καταθέσεις των χωριανών ακούστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) το τελευταίο διάστημα η κόρη δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τους γονείς της και β) υπήρχαν προστριβές για την κληρονομιά του διώροφου, στο ισόγειο του οποίου ήταν η ταβέρνα και στον πρώτο όροφο η κατοικία των θυμάτων.
Η Σταυρούλα Κατσαφαρέα επικαλέστηκε άλλοθι, τονίζοντας ότι βρισκόταν στο σπίτι της στην Αρεόπολη. Έκανε Ανάσταση με την αδελφή της και τον γαμπρό της. Εντούτοις, κλείνοντας τον φάκελο της δικογραφίας, η Ασφάλεια την παρέπεμψε κατηγορούμενη στον εισαγγελέα.
Μάλιστα η 37χρονη «χρεώθηκε» το πολεμικό όπλο και τις σφαίρες που είχε ο πατέρας της στην κατοικία του. Εισαγγελέας και ανακριτής συμφώνησαν στην προφυλάκισή της. Κατά συνέπεια οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Η δίκη της Σταυρούλας Κατσαφαρέα έγινε τον Νοέμβριο του 1991 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρίπολης, όπου εξακολουθούσε να ορκίζεται ότι δεν είχε λερώσει τα χέρια της με το αίμα των ανθρώπων της.
«Δεν είχα λόγο να σκοτώσω τους γονείς μου, ούτε ξέρω από όπλα. Με τη μητέρα μου είχαμε κάποιες προστριβές, αλλά τίποτα πέρα από τα συνηθισμένα. Είμαι αθώα, μακάρι να ήξερα τους δολοφόνους», είπε μεταξύ άλλων στην απολογία της.
Δυστυχώς για εκείνη, το δικαστήριο την έκρινε ένοχη και την καταδίκασε σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη. Η γυναίκα δεν κατάφερε να πείσει πως δεν είχε την παραμικρή σχέση με το φονικό. Επομένως επέστρεψε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Δύο χρόνια αργότερα ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη εις βάρος της μικρότερης αδερφής της κρατούμενης και του συζύγου της, δίνοντας νέα τροπή στην υπόθεση.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Αντώνης Τσατσούλης, υπό την παρότρυνση της Μαρίας Κατσαφαρέα, αποφάσισε να σκοτώσει τα πεθερικά του, μαζί με τη Σταυρούλα.
Οι δύο κατηγορούμενοι δικάστηκαν από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας τον Μάιο του 1995, αλλά, ελλείψει στοιχείων, αθωώθηκαν κατά πλειοψηφία.
Ωστόσο, ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της απόφασης, επομένως τρεις μήνες αργότερα οι τρεις κατηγορούμενοι ξανακάθισαν, όλοι μαζί αυτή τη φορά, στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, προκειμένου να δικαστούν σε δεύτερο βαθμό.
«Όσο ζω, θα αρνούμαι ότι σκότωσα τους γονείς μου», είπε η Σταυρούλα Κατσαφαρέα. Ήδη είχε σηκώσει για πάνω από πέντε χρόνια το βάρος της λέξης «φόνισσα». Από το σοκ στο πένθος και εν συνεχεία σε μία καθημερινότητα σε περιβάλλον φυλακών. Οι περισσότεροι μάρτυρες είχαν καταθέσει σε βάρος της, όχι επειδή διατηρούσαν βάσιμες υποψίες, αλλά επειδή εκτιμούσαν ότι δεν μπορούσαν να είναι άλλοι οι ένοχοι.
Ο γαμπρός της αναρωτιόταν με ποια στοιχεία βρισκόταν κατηγορούμενος για το έγκλημα. Οι ιατροδικαστές έκαναν ξανά λόγο για επαγγελματίες εκτελεστές με γνώσεις από όπλα. Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή τους, ωστόσο οι ένορκοι είχαν διαφορετική άποψη.
Οι τέσσερις ψήφοι τους υπερίσχυσαν των τριών των μελών του δικαστηρίου και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Η Σταυρούλα ξέσπασε σε κλάματα. Δεν συνέτρεχε λόγος αποζημίωσης, σύμφωνα με την απόφαση. Ακόμη κι αν είχε χάσει τόσο άδικα, μετά τους γονείς της, πέντε ολόκληρα χρόνια ζωής…
Ο Άρειος Πάγος άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου, γεγονός που τόνωσε την πεποίθηση όσων πίστευαν ότι η Σταυρούλα είχε κάνει το έγκλημα.
Από νομικής πλευράς, η ιστορία ολοκληρώθηκε έναν χρόνο αργότερα. Δολοφόνος ήταν ο Βασίλης Σούφλας, μέλος της αδίστακτης συμμορίας που είχε χαρακτηριστεί ως «το συνδικάτο του εγκλήματος». Κρυβόταν πίσω από αιματηρές ληστείες και πληρωμένα συμβόλαια θανάτου.
Την άνοιξη του 1994 είχε εκτελεστεί κι εκείνος από συνεργούς του. Ποιος ήταν ο εντολέας για το διπλό έγκλημα στο Νέο Οίτυλο; Αυτό δεν έγινε ποτέ γνωστό.
«Κατηγορήθηκα άδικα για τη δολοφονία των γονιών μου, τους οποίους λάτρευα και κανείς πια δεν μπορεί να μου τους φέρει πίσω. Νιώθω πικρία γιατί ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας, στους ψευδομάρτυρες δηλαδή, υπήρξαν και συγγενικά μου πρόσωπα. Πληγώθηκα από τους ανθρώπους, έχασα το γέλιο μου, καταστράφηκα από το άδικο αυτής της κοινωνίας» – Σταυρούλα Κατσαφαρέα.