Σκαρφαλωμένη σε ένα μικρό χωριό: Το τέλος της νο1 εισπρακτικής εταιρείας στην Ελλάδα που πληρώθηκε απ’ τη ζωή με το ίδιο νόμισμα

Ειρωνεία της μοίρας, κάποιοι θα το έλεγαν και θεία δίκη…

Αυτά που πρόκειται να διαβάσετε παρακάτω συνοψίζουν αυτό που ο λαός έχει μάθει να εκφράζει ως «μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις». Όλα αρχίζουν τη στιγμή που ο Γιώργος Πανόπουλος, ο (αρνητικός) πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας, πίστεψε πως η κορυφή φτιάχτηκε αποκλειστικά γι’ αυτόν, ότι κανένα εμπόδιο δεν μπορούσε να σταθεί στο διάβα του. Ούτε καν γεωγραφικό.

Το πάλαι ποτέ αφεντικό της μεγαλύτερης εισπρακτικής εταιρείας στην Ελλάδα (Pano Finance) δεν διοικούσε από την Αθήνα ή κάποια άλλη μεγάλη πόλη της χώρας. Όχι. Αποφάσισε να κάνει πράξη όσα ο πλουτισμός του επέτρεπε, έχοντας ως βάση τον τόπο του, στο χωριό όπου μεγάλωσε. Το… Πανόπουλο (δεν του άλλαξε όνομα αυτός, έτσι λεγόταν από πριν…) με τ’ όνομα.

Εκεί, στην ορεινή Ηλεία, μετέφερε, το 2007, τα γραφεία της εταιρείας που αρχής γενομένης από το 1999, με βάση το Γαλάτσι πρώτα, είχε γίνει εφιάλτης για εκατοντάδες ανθρώπους. Κοινό μυστικό ο ψυχολογικός εκβιασμός, ο εκφοβισμός που βίωναν τηλεφωνικώς όσοι χρωστούσαν. Το νομικό πλαίσιο ήταν ασαφές και τα πράγματα είχαν ξεφύγει, άσχημα.

Πολύ μακριά από τις όποιες ηθικές αναστολές για τον τρόπο που έβγαζε το (πλουσιοπάροχο) ψωμί του, ο Γιώργος Πανόπουλος είχε αναγάγει σε σκοπό ζωής να κάνει το χωριό του, ή «εισπρακτοχώρι» όπως γρήγορα θα έβγαινε μετά το παρατσούκλι, μεγάλο και τρανό. Περί τα 3,5 εκατ. ευρώ λέγεται πως κόστισε η κατασκευή των πολυτελών γραφείων της Pano Finance στο Πανόπουλο, το οποίο ξάφνου άρχισε να σφύζει από ζωή.

Μέχρι και hot τουριστικό προορισμό ονειρευόταν να το κάνει ο ξεκάθαρα τοπικιστής επιχειρηματίας, έχοντας στα σκαριά τη δημιουργία πολυτελούς ξενοδοχειακής μονάδας 5 αστέρων, με απώτερο στόχο να έρχονται κάποια στιγμή εκεί μεγάλες ποδοσφαιρικές ομάδες για προετοιμασία.

Η μπάλα άλλωστε ήταν το μεγάλο του πάθος. Ίδρυσε, το 2007 ξανά, τον Πολιτιστικό Φιλαθλητικό Ομιλο Πανόπουλου (ΠΦΟ Πανόπουλου, πιο απλά) για να ‘χουν να περνάνε τον ελεύθερο χρόνο τους οι εργαζόμενοι του. Μόνο που σταδιακά γλυκάθηκε. Χρηματοδότησε την κατασκευή σύγχρονου γηπέδου, μάζεψε παιχταράδες, δημιούργησε ένα φαινόμενο σε τοπικό επίπεδο. Ως την Γ’ Εθνική έφτασε η ομάδα, ο «τρελός» ο πρόεδρος έδινε 200 με 300 χιλιάρικα το χρόνο μόνο για πάρτη της.

Δεν ήταν πως του έλειπαν. Η εταιρεία του, θησαύριζε. Έχοντας φοβερά «κονέ» με δικηγόρους και τράπεζες, ήταν μες στα πράγματα, ήξερε όλα τα κόλπα. Η γιγάντωση ήταν συνεχής με πικ τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης που ένα σωρό συμπατριώτες μας, έμειναν στον άσο.

Ωστόσο, ειρωνεία της τύχης, αυτό που η Pano Finance έκανε επί σειρά ετών στους άλλους, γύρισε πίσω της σαν μπούμερανγκ. Πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα ή μάλλον… δεν πληρώθηκε και βρέθηκε αυτή στην απελπιστική θέση του «δεν έχω να δώσω».

Η κάτω βόλτα ξεκίνησε το 2013, τα μέτρα που πάρθηκαν (απολύσεις, μειώσεις μισθών) δεν στάθηκαν αρκετά για να ανακόψουν την πορεία των πραγμάτων. Ο Πανόπουλος είχε ζήσει για καιρό πάνω από τις δυνάμεις του, επιχειρηματικά, επί προσωπικού. Παρότι ήξερε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να μην έχεις μία, πίστεψε για κάποιο λόγο πως αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί και σε αυτόν. Όσο και αν ξόδευε, όποιο καπρίτσιο κι αν ικανοποιούσε.

Κυρίως η Pano Finance την πάτησε επειδή μπήκαν στο παιχνίδι νέοι παίκτες στην αγορά. Εισπρακτικές με έδρα την Αθήνα, από μεγάλους Ομίλους, που εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους την κατάσταση με τα «κόκκινα δάνεια» και την εκκαθάριση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Ο ανταγωνισμός ήταν πια δυσθεώρητα μεγάλος για μια εταιρεία που ήταν μακριά από τα κέντρα των εξελίξεων και μαζί κομμάτι μιας εποχής που είχε αρχίσει να παρέρχεται, ανεπιστρεπτί.

Πρώτα η Pano Finance έχασε από το πελατολόγιό της τις μεγάλες τράπεζες. Μετά τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Σε μια κίνηση απελπισίας, έδιωξε το 90% του προσωπικού της, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Το 2015 είχαν απομείνει 35 υπάλληλοι όλοι κι όλοι που πληρωνόντουσαν με έναντι ή καθόλου. Στις μεγάλες δόξες της η εταιρεία είχε φτάσει να έχει 350 άτομα προσωπικό ανά βάρδια, ενώ έδινε αβέρτα μισθούς που ξεπερνούσαν τα 2.000 ευρώ. Και τη Μεγάλη Εβδομάδα του 2016, έσκασε το κανόνι, οι τίτλοι τέλους. Η εταιρεία που κυνηγούσε τους άλλους, είχε γίνει από θύτης, θύμα. Κάποιοι το είπαν θεία δίκη, ηχηρή υπενθύμιση πως ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός