Κουβέρτα

Την είχε κάθε σπίτι: Η ελληνική κουβέρτα με την ασύγκριτη ποιότητα και αντοχή ήταν η καλύτερη προστασία τις κρύες μέρες του χειμώνα 

Βρισκόταν σχεδόν παντού με τα χαρακτηριστικά σχέδια και ζέσταινε τον κόσμο

Τα Χριστούγεννα πέρασαν, το 2025 ήρθε, η επιστροφή στην καθημερινότητα έγινε πράξη. Αυτό που δεν προβλέπεται να αποτελέσει άμεσα παρελθόν είναι το κρύο. Ο Ιανουάριος δεν έχει φτάσει ούτε στα μισά του, ενώ, παραδοσιακά ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος περιλαμβάνουν χαμηλές θερμοκρασίες. Το χουχούλιασμα καλά κρατεί, η κουβέρτα παραμένει must τα βράδια.

Η παρακολούθηση μιας σειράς ή μιας ταινίας, μόνος, με το ταίρι ή με μεγαλύτερη παρέα, συγκαταλέγεται στις αγαπημένες χειμερινές δραστηριότητες. Λίγο κρασάκι, τσιμπολόγημα, ένα τσιγάρο ίσως. Εικόνες που παραπέμπουν σε καθημερινές μικροχαρές.

Με την ακρίβεια στη θέρμανση να έχει φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια, ο βαρύς ρουχισμός και η παραδοσιακή κουβέρτα ζεσταίνουν το σώμα και την… τσέπη.

Η Νάουσα είχε διαχρονικά περίοπτη θέση στο συγκεκριμένο βιοτεχνικό παράγωγο, προτού η περίοδος ακμής μπει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο.

Στην προίκα των νεογέννητων, τακτοποιημένες στα ψηλότερα ράφια της ντουλάπας, απλωμένες πάνω στα κρεβάτια όπου συγκεντρώνονταν τα πεσκέσια την παραμονή του μυστηρίου, ακόμη και στριμωγμένες σε αποσκευές…

Κουβέρτα

Η χνουδωτή μαλακή κουβέρτα της Νάουσας ήταν σχεδόν παντού. Αρχικά μέσα στις διαφανείς ειδικές τσάντες. Ήταν συνήθως το «καλό δώρο» από τους κοντινούς συγγενείς, θείους και θείες. Ξεχώριζε για τα χαρακτηριστικά της σχέδια.

Παρά τις αντιρρήσεις των κατασκευαστών, οι περισσότεροι πωλητές τις κρεμούσαν στα σύρματα και τα μανταλάκια για να προσελκύουν τους πελάτες. Ήταν σαν ατραξιόν της πόλης της Ημαθίας. Προφανώς μαγνήτιζαν τα βλέμματα των τουριστών, οι οποίοι έσπευδαν για να αποκτήσουν ένα κομμάτι.

Μία από τις προεξάρχουσες εταιρείες ήταν εκείνη που ίδρυσε ο Χριστόδουλος Παπαφιλίππου εν έτει 1978, βγάζοντας νήματα για κουβέρτες. Πλέον, ο γιος και ο εγγονός συνεχίζουν την παράδοση. Το εργοστάσιό τους είναι το μοναδικό που έχει απομείνει.

Πριν από δύο χρόνια, ο Κώστας Παπαφιλίππου παραχώρησε συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όπου είχε αναφερθεί λεπτομερώς στο ζήτημα, παρέχοντας πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν.

«Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει κουβέρτα από τα μέρη μας. Οι κρύες νύχτες του χειμώνα είχαν την υπογραφή της Ναουσαίας κουβέρτας που οι νοικοκυρές τη θεωρούσαν κορυφαία στο είδος της. Ζήσαμε την εποχή της απόλυτης δόξας και κυριαρχίας της, αλλά σήμερα όλο αυτό έχει αλλάξει μορφή, έχουν πέσει τίτλοι και μια νέα αρχή.

Υπάρχει κόσμος που τηλεφωνεί ακόμη και σήμερα. Ιδίως επικοινωνούν οι κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας και ζητούν την κουβέρτα. Την παλιά, την κλασική, τη γνήσια εκείνη που δεν χαλούσε όσα χρόνια και να περνούσαν χάρη στην εξαιρετική ποιότητά της», είχε πει χαρακτηριστικά.

Η περίφημη «Βέτλανς Νάουσα», η οποία έβγαζε 12.000 κομμάτια ημερησίως, έπαυσε να υπάρχει το 1989-1990. Τα δικαιώματα και το όνομα πέρασαν στην οικογένεια Παπαφιλίππου. Η κουβέρτα της διπλανής πόρτας, όμως, δεν φτιάχνεται στην πόλη.

Πριν από μια πενταετία, τα μηχανήματα πουλήθηκαν, ωστόσο οι παραγγελίες δίνονται στο εργοστάσιο που τα αγόρασε με τις προδιαγραφές και τις οδηγίες για την ύφανσή τους.

Παραγωγή στην Ελλάδα δεν υπάρχει στις μέρες μας, ενώ ο κ Παπαφιλίππου ήταν ο τελευταίος εργοστασιάρχης για μάλλινες και ακρυλικές κουβέρτες.

Το εργοστάσιο, πάντως, εξοπλίζει νοσοκομεία, φυλακές, δομές, κλινικές, αστυνομία, αεροπορία και πολλά ξενοδοχεία της χώρας, διατηρώντας τη σύνδεση με την παράδοση.

Τα καταστήματα σταμάτησαν να πωλούν, γιατί ναι μεν υπάρχει μαζική εισαγωγή κατώτερης ποιότητας από την Κίνα, αλλά είναι πολύ φθηνότερες.

Τι μένει πάντα σε τέτοιες ιστορίες; Οι αναμνήσεις. Ζεσταίνουν. Όπως η κουβέρτα που μπήκε στο χρονοντούλαπο. Αλλά θα υπάρχει και στις… ντουλάπες, έως ότου βγει κάθε που χειμωνιάζει.