Το άγνωστο Δίστομο: Η θηριωδία των Ναζί με το ολοκαύτωμα των δύο ελληνικών χωριών, που σβήστηκαν από το χάρτη

Ένα βουβό μοιρολόι πλανιόταν πάνω απ’ το χωριό, το μαρτύριο του οποίου έμεινε για χρόνια στην αφάνεια

Επί πολλά χρόνια τα παιδάκια στα χωριά που βρέθηκαν οι εκτοπισμένοι κάτοικοι των Άνω και Κάτω Κερδυλλίων του νομού Σερρών νόμιζαν ότι οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο φορούν μόνο μαύρα ρούχα. Έτσι, μαυροφορεμένες, ήταν διαρκώς μανάδες και συγχωριανές και έτσι νόμιζαν ότι γίνεται παντού.

Εκτός από μαυροφόρες, οι γυναίκες στα χωριά αυτά δεν γεννούσαν – άνδρες δεν υπήρχαν – κι έτσι το μοναδικό κλάμα που ακουγόταν ήταν το μοιρολόι τους για την απώλεια των γιων τους, των πατεράδων και των αδελφών τους.

Είχαν όλοι αφήσει την τελευταία τους πνοή στη σφαγή από τους ναζί την 17η Οκτωβρίου του 1941. Ήταν μία από τις πρώτες ομαδικές τραγωδίες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με 238 νεκρούς άμαχους, σε ένα ολοκαύτωμα που μολονότι προηγήθηκε του Διστόμου και των Καλαβρύτων έμεινε για πολλά χρόνια σχετικά άγνωστο. Για την ακρίβεια, ήταν το πρώτο τέτοιο στον ελλαδικό χώρο, αφού η εκρίζωση της Κανδάνου Χανίων που είχε προηγηθεί δεν είχε συνοδευτεί με ομαδικές εκτελέσεις, καθότι το χωριό είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί.

Με πρόσχημα τη δράση των ανταρτών σε γειτονικές περιοχές, οι στρατιώτες της Βέρμαχτ περικύκλωσαν τα δύο χωριά και μάζεψαν όλα τα αρσενικά από 16 έως 65 ετών στις πλατείες των Άνω και Κάτω Κερδυλλίων. Μετά από το πρόσταγμα που έδωσε η πυροδότηση μιας φωτοβολίδας, τους εκτέλεσαν όλους εν ψυχρώ με πολυβόλα. Και όχι μόνο αυτό. Έβαλαν φωτιά, κατέκαψαν και ισοπέδωσαν τα δύο χωριά, σβήνοντάς τα κυριολεκτικά από το χάρτη. Οι επιζώντες – γυναίκες, παιδιά και όσοι άνδρες έτυχε να λείπουν – δεν επέστρεψαν ποτέ στην καμένη γη τους. Τη δεκαετία του ’50, μετά το τέλος του εμφυλίου, ίδρυσαν το σύγχρονο οικισμό των Νέων Κερδυλλίων, που βρίσκεται στην παράκτια περιοχή του Στρυμονικού κόλπου.

Η σφαγή έγινε για «παραδειγματισμό», εξαιτίας της δράσης των νεοσύστατων αντάρτικων ομάδων, «Οδυσσέας Ανδρούτσος» και «Αθανάσιος Διάκος». Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι αντισασιακοί είχαν καταφέρει να αφοπλίσουν δυο σταθμούς της γερμανικής χωροφυλακής στις περιοχές Ευκαρπία και Δάφνη. Οι Γερμανοί μπήκαν στα χωριά για ανακρίσεις, καθώς είχαν την πληροφορία ότι είτε ζούσαν, είτε κρύβονταν εκεί κάποιοι αντάρτες. Οι έρευνές τους όμως ήταν άκαρπες και φεύγοντας απείλησαν τους κατοίκους με αντίποινα σε περίπτωση που βοηθούσαν τους αντάρτες.

Τότε, τα δύο χωριά σύστησαν μία επιτροπή, η οποία στις 16 Οκτωβρίου μετέβη στη Θεσσαλονίκη και υπέβαλε αίτηση στη Γενική Διοίκηση για να διαβιβαστεί στις γερμανικές αρχές. Η επιτροπή επικροτούσε τις τελευταίες γερμανικές επιχειρήσεις – κάποιες συλλήψεις ανταρτών και πυρπολήσεις σπιτιών τους – και ζητούσε την αποστολή στην περιοχή δύναμης της ελληνικής χωροφυλακής ή και γερμανικής μονάδας “ίνα ούτω εξοντώσωμεν τους ληστοσυμμορίτας και ησυχάση η επαρχία μας”. Ήταν ένα τέχνασμα για να σωθούν τα χωριά, ήταν όμως ήδη πολύ αργά. Η απόφαση των κατακτητών ήταν ειλημμένη και πριν τα μέλη της επιτροπής προλάβουν να επιστρέψουν στο χωριό, οι Γερμανοί εισέβαλαν για να σκορπίσουν τον όλεθρο και το θρήνο.

«Ανάμεσα στα θύματα ήταν οι δύο παππούδες μου. Εγώ δεν έζησα τη σφαγή, αλλά μεγάλωσα μέσα στη σκιά της. Στο σπίτι ζούσε η γιαγιά μου, πάντα μοιρολογούσε. Έκλαιγε σιωπηλά, κάτω απ’ το τσεμπέρι της. Εμείς, παιδιά τότε, δεν καταλαβαίναμε, μόνο νιώθαμε τη θλίψη να αιωρείται», δήλωσε στη Deutsche Welle ο Γιώργος Γκάλιος, πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Νέων Κερδυλλίων.

Εξηγεί ότι για χρόνια, η ιστορία των Κερδυλλίων ήταν άγνωστη. «Ένα βουβό μοιρολόι που πλανιόταν πάνω απ’ το χωριό. Μόνο τη δεκαετία του ’80 άρχισαν οι άνθρωποι να ξορκίζουν τη σιωπή». Και θυμάται με συγκίνηση την πρώτη φορά που επιζώντες και απόγονοι επισκέφθηκαν το νεότευκτο μουσείο του χωριού. «Λύγιζαν από τους λυγμούς. Κάποιοι λιποθυμούσαν. Ήταν σαν να ξαναζούσαν τη στιγμή».

Τα βιβλία της Ιστορίας στο σχολείο δεν αναφέρουν το παραμικρό για την τραγωδία στα δύο μακεδονικά χωριά, έστω και αν αυτό που συνέβη εκεί αποτέλεσε το «μοντέλο Κερδυλλίων», όπως έχει δηλώσει ο συνταξιούχος φιλόλογος και συγγραφέας του βιβλίου «Η θύμηση των επιζώντων», Ιωάννης Παπασυμεών: «Ήταν η πρώτη εφαρμογή της διαταγής να εκτελούνται όλοι οι άνδρες ενός χωριού για παραδειγματισμό. Λίγο μετά, οι Γερμανοί εφάρμοσαν την ίδια τακτική σε όλη την Ελλάδα».

Τα μόνα κτίρια που έμειναν όρθια από την επέλαση των Γερμανών είναι η εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων στα Άνω Κερδύλια Σερρών και οι εκκλησίες του Αγ. Γεωργίου και Αγ. Αναργύρων στα Κάτω Κερδύλια.

Στο χώρο των δύο εκτελέσεων στήθηκαν δύο ομαδικά μνήματα, με τα οστά των εκτελεσθέντων, ενώ ανεγέρθηκε και ένα κεντρικό μνημείο με τα ονοματεπώνυμα όλων των πεσόντων ώστε να θυμίζει στον περαστικό τι ακριβώς συνέβη εκεί, «προτρέποντάς» τον να αποδώσει φόρο τιμής.

Στο μνημόσυνο που τελείται κάθε χρόνο, το χώμα αλαφρώνει και οι 238 ψυχές γαληνεύουν κάθε φορά που ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του επισκέπτη στο μουσείο του ολοκαυτώματος.

Γιατί όπως έχει γράψει και ο Κώστας Ουράνης… «Δεν πέθανες. Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε. Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!»